Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

Αυτός ο άντρας, κάποια στιγμή, στη ζωή του, θεώρησε πως βρήκε ένα χώρο για να ανήκει.
Όπου υποτίθεται πως η αγάπη είναι δεδομένη, διευκολύνοντας την επικοινωνία, στην πιο αγνή της, έκφραση. Οι προνομιούχοι στην αγάπη, οι υπόλοιποι που έπρεπε να κρατηθούν στην άκρη. Έως ότου ο συγκεκριμένος άντρας, να δει, πως η ζωή ανήκει σ’ εκείνους που ο βίος τους, δεν είναι προστατευμένος. Διαρκώς. Σαν κουκούλι.
Κάπου εκεί έξω θα συναντήσει τον εαυτό του, σε ένα γάμο, ως πραγματοποιήσιμη έκφανση, της αποδοχής έστω, μιας κατάστασης, όπου η χειραγώγηση των συναισθημάτων, είναι μόνο μια υποχρέωση και τίποτε άλλο.
Η αποδοχή του χαρακτήρα, χαρίζεται, από τη στιγμή που αποδέχεσαι την μαλακή πλευρά ενός μη τέλειου πλάσματος. Η προσοχή που δείχνεις είναι για δύσκολους λύτες.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Μυθιστόρημα - Η εσωτερική πλευρά της παλάμης - Γεράσιμος Μηνάς 2006







Εκεί που στεκόμουν, και τηγάνιζα πατάτες, ανακατεύοντας άλλη μια φορά, αισθάνθηκα μια μεγάλη, υγρή, στάλα, να πέφτει στην αριστερή παλάμη. Αμέσως αναρωτήθηκα, αν ήταν λάδι, και γιατί δεν κάηκα.

Ήταν ξημερώματα, σχεδόν πρωί, που έμπαινα σ’ αυτήν την διαδικασία παραγωγής, ενός τύπου φαγώσιμου, στα γρήγορα, ώστε μετά να έπαιρνα ένα πονστάν για τον πολύωρο πονοκέφαλο που είχα, από αρκετά νωρίς.


Ετούτη η υγρή στάλα, δεν ήταν λάδι. Προτού προλάβει να εξατμιστεί, ομολογουμένως, γρήγορα, πλησίασα τη μύτη μου, κοντά, και σαν μια ευωδία, να έβγαινε. Αμέσως το συνδύασα με μια είδηση που έκπεμπαν, τα τοπικά κανάλια, για έναν ιερομόναχο, του οποίου αποκάλυψαν τον τάφο, και του οποίου το σκήνωμα, ήταν ανέπαφο για 15 χρόνια. Ο τάφος του, ευωδίαζε, ως ευαρέσκεια του Θεού, προς τον προσκολλημένο σ’ Εκείνον, ιερομόναχο.

Δεν τα πήγαινα για πολύ καιρό, καλά, με τον Θεό. Ακόμη, μου είναι αδύνατο να Τον πλησιάσω και να δεχτώ τις βουλές Του.
Πολλές ώρες μετά, το απόγευμα, μπήκα στον ρόλο εκείνου που μαγείρευε, ενόσω ο Ιησούς, τον κοιτούσε από το πλάι, με λίγο λυπημένο, ύφος, σα να περίμενε τον άνθρωπο να συναισθανθεί την θυσία Του, και του πόσο ασήμαντοι, είμαστε, μεις, οι άνθρωποι.
Ένα δάκρυ, δε, έπεσε από το πρόσωπο του Ιησού, στην παλάμη του ανθρώπου, μα ο άνθρωπος θέλησε να σκεφτεί, πως ήταν η υγρασία από τα τοιχώματα του εξαεριστήρα, εν λειτουργία, πάνω από την κουζίνα (που ευωδίαζε;).

Είναι αυτές οι περίεργες ημέρες, που χάνεις κάθε ελπίδα. Ιδίως με ειδήσεις, του τύπου: γέροντας πέφτει θύμα ξυλοδαρμού και ληστείας. Αφήνεται δεμένος για τρεις ημέρες δίχως έναν γείτονα να ενδιαφερθεί, αμέσως. Μα που να βρεις γενναιόδωρο άνθρωπο, σήμερα.
Η ποιότητα δεν διαφημίζεται. Πώς να καλλιεργηθεί ο νους ώστε να ενεργοποιηθεί. Να νοιάζεται.
Σ’ αυτή τη ζωή, χρειάζεται να μη δουλεύεις, για να κάνεις την νύχτα, μέρα, ώστε να φτάνει σ’ εσένα, η μεταμεσονύχτια τηλεοπτική ποιότητα, οργανωμένων παραγωγών, κλάσεων ανώτερες. Μήπως και η ψυχή βρει αγαλλίαση και μάθει το παράσιτο της αγάπης, το οποίο ξυπνά την απάθεια της κοιμισμένης συνείδησης. Ή μιας συνείδησης που δεν ακούγεται, επειδή πολύ απλά, αδιαφορείς σ’ αυτή τη φωνή.
Λες, στο λάθος, θα επέλθει κορεσμός, και δεν θα επανέλθεις ξανά.
Άραγε είναι σημάδι έλλειψης, του παρασίτου της αγάπης;


Παρακολουθώ μια Ελληνική ταινία.
Είναι τα γενέθλια μου. Η νύστα με γυροφέρνει. Σήμερα, δεν κοιμήθηκα, μέρα. Φοβάμαι πως θα επανέλθω στο φυσιολογικό ωράριο ενός υγιούς μεταβολισμού. Έτσι όπως είναι ρυθμισμένο, αρχικά, το βιολογικό ρολόι. Να ξυπνάς το πρωί και να σέρνεις τα βήματα σου στη δουλειά. Με το χάδι της μητέρας, στα μαλλιά σου. Με το στοργικό βλέμμα του πατέρα, που αποδέχεται το παιδί του, όπως είναι. Ελπίζει κι εκείνος, σε μια καλύτερη τύχη. Να γνωρίσει ο γιος του, τα δικά του χνάρια. Τον πόνο των κλειδώσεων στα πόδια, μετακινούμενος με τον ηλεκτρικό. Προσπερνώντας φτωχές, βιομηχανικές, βιοπαλαιστών, συνοικίες. Όπου αναπνέουν τα μικρά και τα μεγάλα όνειρα.
Τόσα σπίτια, κολλητά το ένα με τ’ άλλο. Σιμά σιμά, οι πίκρες με τις μικρές χαρές, που ολοένα πλησιάζουν και πιο σπάνια.
Δεν φωτίζεται πια, συχνά, με χαμόγελο, το πρόσωπο.
Άλλαξαν οι καιροί. Χάθηκαν οι αγώνες των εργαζομένων, πριν από δεκαετίες. Λες και οι εργαζόμενοι –πλέον συνταξιούχοι- γονείς μας, να μη δούλεψαν, ποτέ, με ψηλά το κεφάλι. Χρεώθηκαν, λύγισαν, πάλεψαν μεταξύ τους να μείνει ενωμένη η οικογένεια.

Κοιτώ το διεγερμένο γυαλί. Κάτοικος, τούτης της γειτονιάς. Βρέχει επιτέλους ξανά. Τα βλέφαρα μου, λυγίζουν. Έχω ξεχάσει τι σημαίνει, καφές. Αν σε ξυπνάει, λειτουργικά.

Δεν έχω γνωρίσει –για να ξεχάσω- τι σημαίνει, ν’ αγγίζεις ένα γυναικείο κορμί, κι’ εκείνη να το αποδέχεται.
Εδώ, σήμερα, σπάνιο να βρεις ένα ακόμη γενναιόδωρο άνθρωπο, που να δέχεται να του μιλάς!
Όλοι ζητούν, ναρκισσιστικά, προσοχή.
Να τους μιλάς, όπως μια μάνα κοιτά την φωτογραφία του νεκρού παιδιού της, σε μια κορνίζα.
Μιλάς, αλλά μην περιμένεις ανταπόκριση. Παρομοίως όπως τα πόδια, αρνούνται πλέον, να κουραστούν. Λες και θα αλλοιωθούν οι κλειδώσεις, και κατόπιν θα χρειάζεσαι, άμεσα, ιατρό.
Αυτά τα πόδια, που κινούν τα πετάλια στο ποδήλατο, που ορισμένοι βρίσκουν πρόφαση, και μειδιούν. Λόγω άγνοιας. Παρομοίως όπως κάποιος, δεν οδηγεί αυτοκίνητο. Άρα, πως θα συνειδητοποιήσει την ευθύνη της οδήγησης; Της όποιας ευχαρίστησης.
Να είσαι χρήσιμος στην κοινωνία, έστω και μ’ αυτόν τον πενιχρό μισθό που δικαιολογεί τον χρόνο που διαβαίνει, ανεπιστρεπτί. Πως πέρασαν τα χρόνια. Πόσα αγνοείς από τις εμπειρίες των γονιών.
Από τις εμπειρίες της αγάπης.


Νυστάζω.







Θα ξυπνήσω

Το πρωί.
Θα σαπουνίσω τα χέρια μου. Τώρα με τι. Με λάδια από ψητοπωλεία;

Θα δεχτώ την αγάπη των ακτινών του ήλιου.
Πως κάτι, εκεί έξω, αγαπά ακόμη, εμάς. Εμένα.

Θα ονειρευτώ ένα διπλό κρεβάτι. Ένα ζευγάρι, ντυμένες σιλουέτες, κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Εκείνη. Εκείνος. Να αγγίζονται, μόλις. Να αισθάνονται ασφάλεια. Προσοχή. Αποδοχή.



Θα βγω στους δρόμους. Θα υποπέσω στο οπτικό πεδίο των άλλων. “Κλέφτες” κομματιών, χρόνου δικού μου, θα γίνουν. Θα γνωρίσω ότι υπάρχω. Πως, ζω. Κάπου ανήκω. Σ’ ετούτη την πόλη που μυρίζει σύνδρομο έλλειψης. Όλα οργανωμένα. Στα χαρτιά.

Πάντα υπόχρεοι στο Κράτος. Πάντα σε κάποιον ή σε κάτι, που εξασθενεί την κρίση μας. Κάτι που βοηθά να ξεχνάμε. Ότι ο χρόνος δεν επιστρέφει. Πάλι προς αναζήτηση εργασίας, χωρίς μέσο. Χωρίς ελπίδα.
Με τον Θεό να καγχάζει, πως μόνο αν πας κοντά Του, θα σε βοηθήσει.
Στο χαζοκούτι: Πως η αμαρτωλή ψυχή δεν αντέχει, τελικά, το σώμα. Άρα πρέπει να φύγει. Να πέσει στα νύχια που ξεσκίζουν. (Επειδή Εκείνος, Δημιούργησε το φως, αλλά και τον τρόμο του σκοταδιού!).



Θ’ ακούσω την βροχή. Θα στήσω ένα παραμύθι. Μόλις, για ένα δευτερόλεπτο. Θα δεχτώ, σύντομες, περιεκτικές προτάσεις, προς πράξη, αλλαγής του φόντου που κοιτώ, από έστω, ένα πρόσωπο που με νοιάζεται.
Θα πιστέψω να θυμηθώ να πλένω τα δόντια μου –και πως αντέχουν, όσα μείνανε όρθια.
Θα γυρέψω την γούρνα του ύπνου. Με την ανησυχία, μη ξύσει κανείς, ξανά, την πλάτη μου, με τα μυτερά του νύχια.

Άραγε, με Κοιτάς, ακόμη, με λύπη;

Όσο Πόνεσες στο Σταυρό, αν όχι με σωματικό πόνο εμείς οι υπόλοιποι, με ψυχικό όμως, θα πονάμε, έως το θάνατο μας.
Άραγε, γιατί, άνθρωπε, -αναρωτιέσαι- πονάς;

Θα υποπέσω ξανά σε λάθη, στο ιντερνετ. Θα ψάξω, εκεί, τους ανθρώπους. Τις ιστορίες τους. Θα μάθω, γιατί δίνουν, τόση αξία στην ζωή.
Θα κρύψω μια αγαπημένη αγγελία, από συνοικέσια. Θα μας φανταστώ μαζί.

Θα ονειρευτώ, ακούγοντας την SADE να τραγουδάει. Θα θυμηθώ την αξία της ζωής, στην εφηβεία μου. Όταν οι ανθρώπινες σχέσεις, ήταν πιο ανοιχτές. Επειδή πρέπει, επειδή είναι Γραμμένο, τα πράγματα να χειροτερεύουν, πάρα να βελτιώνονται. Κι έπειτα ρωτάς, γιατί έχω χάσει την ελπίδα. Που σε ταξιδεύει σε άλλες χώρες, αν σου περισσεύουν, φράγκα.

Συμβιβάζεσαι. Θέτεις σε λειτουργία, το τεχνολογικό κουτί, που ονομάζεται, PC. Συνδέεσαι στο ιντερνετ. Ψάχνεις. Μετακινείσαι μέσω των πληροφοριών και των εικόνων, σε άλλες πόλεις, κατά πολύ μακρύτερα. Όπου κι εκεί, ξημερώνει. Νυχτώνει. Άνθρωποι περπατάνε σε πεζοδρόμια. Οι live κάμερες σε μετακομίζουν.
Εκεί.
Θ’ αναζητήσεις καινούριους “γείτονες”. Θα βοηθηθείς, εκεί. Μα θα σε πουν, κριτή, επειδή εξωτερικεύεις την αλήθεια. Θα σε κλείσουν σε κουκούλι του ρόλου: το παίζω θύμα. Θα θελήσουν ν’ απατήσουν, ανοιχτά, το έτερον τους ήμισυ, μ’ εσένα. Ιδίως όσοι έχουν περάσει τα σαράντα και το δέρμα τους, τους προδίδει, ταχύτερα κι από αγάλι. Οπότε, έστω, αποζητούν την επιβεβαίωση, ενός Α φλέρτ, μέσω της τηλεφωνικής γραμμής.
Θα σε πουν υπάνθρωπο, επειδή απειλείς το καθεστώς της απάθειας τους. Πως δήθεν, η αποδοχή, δεν συμβαδίζει με τον σεβασμό. Βεβαίως, όταν η μόνη τους ασχολία είναι, πως θα υπερασπιστούν την προσωπική τους στέρηση: να κάνεις ένα γάμο για το γάμο,
Κι ύστερα να γκρινιάζεις για την αξιοπρέπεια των άλλων. Εδώ, δεν σεβάστηκες τον ίδιο σου τον εαυτό, δεν του ‘δειξες εκτίμηση, και δόθηκες σ’ ένα επιπόλαιο, για την ασφάλεια.., καθεστώς γάμου. Μόνο για να μοιραστείς τα έξοδα. Όπως λέμε, βάζω μια αγγελία στην εφημερίδα, αναζητώντας συγκάτοικο.

Και που ξέρεις εσύ, αυτό το πρόσωπο, μήπως σου κλέψει, κάτι;
Το δικαίωμα των προσωπικών στιγμών, με ηρεμία, πνευματική υγεία, και ψυχική χαλάρωση. Σε μια κοινωνία, στερημένη από αγάπη, φιλία. Αποδοχή. Με υπέρτατο στόχο, πως θα βρεις μια εργασία, η οποία δεν σε καταπονεί, σωματικά. Ή δεν δέχεσαι, έστω, ψυχολογικό πόλεμο, από τον περήφανο –πάντα- εργοδότη.

Η διαφορά, ανάμεσα στην πολύ καλή χρήση της γλώσσας, και του: ωραιοποιώ την συνομιλία, με της πραγματικότητας που μας γερνά, εξασθενώντας τις σωματικές μας λειτουργίες. Αποδυναμώνοντας τους ανθρώπινους δεσμούς.
Σα να έχεις, μόνιμα, μια εσωτερική κεραία, στο “σπίτι” σου. Λες, σε προστατεύει από τα τσοντοκάναλα και την ανηθικότητα. Λένε, αυτό σου πρέπει. Ώστε να προστατευτείς από τις φθαρμένες αξίες των άλλων. Έρμαια της λίμπιντο τους: Χαμένη υπόθεση, οι ίδιοι.


Θα περνάνε οι μέρες.
Αντέχεις;
Επιεικής με τις αδυναμίες, που με χαρακτηρίζουν, ως άνθρωπο.
Καταλήγοντας στη φράση: Δεν έχω ζήσει.
Δεν έχω επισκεφτεί άλλα μέρη.
Δεν βρήκα την όρεξη να δώσω λίγη χαρά στην προσωπικότητα μου. Να πω: σήμερα Κυριακή, θα καταλήξω, στις καφετέριες, πλάι στις γραμμές του ηλεκτρικού. Ο ήλιος ζεσταίνει τα κόκαλα μου. Το βιβλίο που κρατώ είναι μια επιπλέον προσφορά –όχι, με σκέψη προβολής. Δήθεν, πως είμαι ξεχωριστός. Άρα, πρέπει να με προσέξεις.

Αντίθετα, θα βγω ξανά για μια βόλτα με το ποδήλατο.
Αργά και σταθερά. Το βλέμμα μου στις πράσινες, γόνιμες, κηλίδες.
Θα προσπεράσω τα λουλούδια, που ποτέ δε θα μάθω το σχήμα τους. Άσε το όνομα. Είναι απλά, μια ταμπέλα. Μια λέξη που εφηύραν οι άνθρωποι. Θα δω τους άλλους.

Θα καταλήξω στη νέα μου φίλη, σ’ ένα άλλο ψιλικατζίδικο, της γειτονιάς. Θα δεχτεί ξανά, να μου μιλήσει, επειδή καταλαβαίνει ότι είναι ανθρώπινη. Θα ανταλλάξει την νέα μου προτίμηση στα προϊόντα του μαγαζιού της, με την φιλική αποδοχή, μιας συζήτησης, η οποία αποθέτει σε ράφια, τα ψυχικά βάρη.
Της καταπίεσης, όσων δεν θέλουν να μεγαλώσουμε. Ή να μας αφήσουν ελεύθερους.

Ξανά θα υποπέσω στην υποχρέωση της καθαριότητας, στο σπίτι. Μηχανικά, για να μη με φάνε τα ζουζούνια, ή με ρίξουν, τα μικρόβια.

Κάθομαι στο κρεβάτι. Και κανείς δεν με κρίνει.
Δεν επιθυμεί να με προσηλυτίσει στις ανάγκες του.
Οι νουθεσίες με κουράζουν. Κανείς, δεν είναι, εγώ.
Κανείς δεν θα μπει σ’ ετούτο το σαρκίο, να βιώσει τις εξάρσεις του.

Αν θελήσω, θα χαμηλώσω το βλέμμα. Θα αισθανθώ ότι μ’ αγαπούν. Ότι εκτιμώ, εμένα.

Η αλλαγή

έρχεται,
Μετακομίζοντας.
Η αρχή, πλησιάζει,
Μετακομίζοντας.
Είναι μονόδρομος η αλλαγή. Η προσωπικότητα μου.
Σαν σπίτι στο οποίο ξεκινάς από την αρχή. Το υπνοδωμάτιο θα το βάψω, σ’ ένα ανοιχτό γαλάζιο, να παίρνω ενέργεια και χαρά, από την απεραντοσύνη του ουρανού και την φυσιολογική παρουσία του χρώματος του. Ο διάδρομος, θα χρειαστεί ένα διακριτικό κίτρινο, με δόσεις καφέ.
Η κουζίνα λευκή, να με απωθεί η απάθεια του ψυχρού χρώματος, να μην τρώω και βαραίνω.
Στο χώλ, και στο σαλόνι, ένα όμορφο πορτοκαλί. Να ζεσταίνει η ψυχή. Να χαλαρώνει το μάτι. Να στέκεσαι με ασφάλεια.

Θα θυμηθώ μια παρόμοια τιμιότητα. Εκείνη του πατέρα μου, όταν έλεγχε τους ξένους ισολογισμούς. Θα θυμηθώ, ότι κάποτε αγαπούσα τον πατέρα μου, έμπρακτα, υπερασπίζοντας τον, με τις ισχνές μου αντιδράσεις.

Επαναφέρω από τη μνήμη μου, τα ενδιάμεσα γεύματα, ταξιδεύοντας προς τον τελικό μας προορισμό. Μες την αγωνία του παιδικού βλέμματος, το οποίο δεν γνωρίζει πως ανακατεύεται στα οικονομικά της οικογένειας.
Η ζωή του ήταν απλή.
Πλέον, μόνο τραβηχτικούς τίτλους, συναντώ. Ή προσφέρω, ώστε ο άλλος να εγερθεί προς τις αλήθειες που του κρύβουν. Έτσι όπως τα έχουν, όλα, θεσμικά, οργανώσει. Να μην είναι υποχρεωμένοι ν’ απολογούνται, σε κάθε νέο ολίσθημα, ανοδικά, στο ποσοστό της ανεργίας.

Σα σκόνη που κατακάθισε αρκετά. Λες, δεν ενοχλεί κανέναν

Είναι πρωί, Κυριακής.
Θ’ ανοίξω τα τζάμια, ν’ ακούσω τα πουλιά που μιλούν.
Αν θέλω, θα πραγματοποιήσω μια εσωτερική προεργασία, δήθεν ότι θα ετοιμαστώ για την εκκλησία. Θα πήγαινα, με φυσικότητα. Κανείς, αν δεν με πίεζε.

Αν θέλω, θα αγκαλιάσω τον πατέρα μου, ευγνωμονώντας τον που με μεγάλωσε. (Τι λες; Θα έρθει ποτέ, αυτή η στιγμή;). συζητά, η ενεργοποιημένη συνείδηση. Περίπου, απαντώ. Υπό ορισμένες συνθήκες. Με φυσικότητα. Αυθορμητισμό.

Θ’ αναζητώ –γυναίκα- το βλέμμα σου, έστω και απ’ την τηλεόραση. Όπως την κλείνω, κάθε βράδυ, με το πρόσωπο σου.



Η υγεία της συμπεριφοράς μου, θα εξαρτηθεί και από ένα ποτήρι τσάι.
Θα μάθω να ελπίζω, για τα καλά μου στοιχεία. Για τον οργανισμό μου, που υπομένει τα διατροφικά μου, πάθη.

Θα ξαναθυμηθώ, ορισμένους αξιοπρεπείς ανθρώπους, στο ιντερνετ. Ότι ζουν σε άλλα σπίτια. Εκείνοι, που δέχονται να τους μιλάς ή απλά, υπάρχουν. Φοβισμένα, αξιοπρεπή άτομα, μες την έλλειψη επικοινωνιακής άγκυρας.

Θ’ ανοίξω τα τζάμια να δροσίσει το δωμάτιο. Σήμερα, Κυριακή. Που ο καθένας πρέπει να είναι ασφαλής. Ικανός να ξεκουράζεται. Στο τελετουργικό της πρωινής μετακίνησης στο κοντινότερο σημείο, αγοράς, εφημερίδας. Περιοδικών. Κάποιου γλυκίσματος.
Μες τον καθησυχασμό μιας υποτιθέμενης ευτυχίας. Ενόσω παρακολουθείς, από την ζεστασιά του κρεβατιού, το φως να γίνεται εντονότερο. Έξω. Χαμογελώντας. Γελώντας, γιατί όχι. Επειδή είσαι ελεύθερος.
(Σ’ άφησαν, τελικά;).
Η μέρα θα περάσει.
Έως τη στιγμή, που ο Θεός, θα διακόψει την ηρεμία μου.
Θα πλησιάσει, ξανά, Σταυρωμένος όπως ήταν. Με φυσικότητα. Όπως η παρουσία της ομορφιάς του μικρού παιδιού.


Ο καθένας έχει τον χρόνο του.
Η παρουσία του καθενός, έχει τον στόχο της. Ο τυφλός μαύρος που συνθέτει και τραγουδά την αγάπη. Το αίσθημα της επαφής. Από ανάγκη, ή με φυσικότητα.

Ο καθένας έρχεται, στον χρόνο του.
Όπως κι Εσύ.
Να με απειλήσεις για την αιώνια σωτηρία, ή καταδίκη της ψυχής μου.
Ούτε οι έντονοι, σπασμωδικοί πόνοι –λόγω στέρησης και στενοχώριας- στην καρδιά, είναι ικανοί να με αλλάξουν.

Θα ακούσω το μοιρολόι της Λειτουργίας. Θα σταθώ όρθιος, στην πλευρά των αντρών. Με τα χέρια τεντωμένα. Με τις παλάμες απλά, τη μια πάνω στην άλλη.
Το βλέμμα στα κεριά. Στα αγνά πρόσωπα, γύρω μου. Ίσοι, όλοι, μεταξύ μας, εδώ μέσα. Αγαπώντας το είναι μας.



Επιστρέφουμε, πεζοί, στο σπίτι. Ήρεμοι.
Αγαπώντας, προσωρινά, ο ένας τον άλλο.
Έως τη στιγμή που το κουτί της διάδοσης της ανθρώπινης περιεκτικότητας σε χαρακτηριστικά και ιστορία, ενεργοποιηθεί.
Όλο και κάποιος θα γυμνωθεί εμπρός μου. Θα προβάλει τα στερημένα του σύνδρομα. Προωθώντας, σαμπουάν από λάδια ψητοπωλείου. Συζητώντας την περηφάνια του ενός και του άλλου. Ποιος έκλεψε πιο πολλά. Ποιος δεν κάνει τη δουλειά του.

Οδηγούμαι στην ψυχρή, λευκή, κουζίνα.

Σα να ακούω παιδικές φωνές από το σαλόνι.
Είναι μόνο, η τηλεόραση.







Ξέρω,

ότι ζεις κι εσύ, εκεί έξω;
Στο σπίτι σου.
Με τα άπλυτα στο μπάνιο. Τα λερωμένα εσώρουχα. Με την όποια ανάγκη, καθαριότητας.
Μυρίζει ζεστό φαγητό; Αφθονία τροφίμων, επιβιώνει στην κατοικία σου;

Ακούω γέλια;
Είναι κάπου εκεί μέσα, μια καρδιά;
Μια καλή, καρδιά. Που αιωρείται μες το σώμα –διαφορετικό το καλούπι. Ξεχωριστές συμπεριφορές. Πότε θες κάτι, αλλάζεις γνώμη. Θες, δεν θες. Δεν ξέρεις τι θες. Ποιος τοποθετεί εμπόδια –συρματοπλέγματα. Αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη, τούτη την Κυριακή για όσα κατέχεις ή όχι;

Ξέρω ότι βρίσκεσαι εκεί έξω. Δεν έχω ιδέα, πως φάνηκες, τόσο ωφελημένος. Πλήρης από αυτογνωσία, την οποία σου προσφέρουν τα χρήματα και μόνο. Ξέρω τι σε πονά. Τι σε μαγεύει;

Είσαι καθισμένη εμπρός στον καθρέφτη και κοιτάς το πρόσωπο σου. Μια θέση, κάτι, που κανένας ψυχολόγος δεν είναι ικανός να σου αφαιρέσει. Τι βλέπεις; Γιατί βάφεσαι; Και σε τι, ωφελεί, αυτό το σοβάτισμα;
Πιστεύεις ότι αυτά τα χημικά, χρώματα, δεν εισχωρούν μες το δέρμα; Μες τον οργανισμό. Είμαι κριτής; Γιατί ασχολούμαι με τους άλλους;

Ξέρω ότι ζεις κάπου εκεί έξω, άνθρωπε.
Εσύ ειδικά, με τα πολλά χρήματα, δεν φοβάσαι μήτε σεισμούς. Όλο και κάποιο άλλο σπίτι, θα πάρεις.
Αλίμονο στον χρεωμένο στις τράπεζες.

Εσύ, θέλεις να ξέρεις, πως ζω;
Σίγουρα όχι, αφού δεν νοιάζεσαι ούτε να συμμετέχεις, στις συζητήσεις, στο ιντερνετ. Γιατί λοιπόν, ασχολείσαι; Γιατί δεν εξακολουθείς να είσαι το μοναδικό ζωντανό αντικείμενο στο κουτί που ονομάζεται, σπίτι σου;

Όλο θες να σ’ αφήνουν, ήσυχο. Να μην χρωστάς, ούτε σ’ αισθήματα. Τα οποία ενεργοποιούν τη συνείδηση σε πολλές ακόμη, κλίμακες, της κοινωνικότητας. Οι οποίες μας επιτρέπουν να συμβιβαζόμαστε με επαγγέλματα που οι γονείς μας θα ντρέπονταν, αν κάναμε.

Κοιτώ τους μόνιμους κλόουν, σ’ ένα παιδικό κανάλι. Είναι κι αυτό, ένα επάγγελμα. Μια ευλογία. Ένσημα.
Σπάνιο σήμερα, η σταθερή δουλειά.
Λες, ρίζωσα. Αν είμαι λογικός, θα οργανώσω το αύριο.
Θα φιλτράρω τις ανάγκες μου. Θα ξεσπώ πότε πότε. Θ’ αποταμιεύω.

(Άραγε, μπορείς να συμπαθήσεις, ν’ αποδεχτείς, συγκεκριμένα πρόσωπα, με συγκεκριμένους, υψηλούς μισθούς;)
Αν είναι αξιόλογα άτομα. Αν είχαν στην ζωή τους να παλέψουν με τις φοβίες τους. Δεν γεννήθηκαν, δυνατοί! Ή ..ώριμοι.


Σπάνιο να βρεις έναν άνθρωπο να συνομιλήσεις. Να σου πει, ναι, φοβήθηκα στη ζωή μου. Ή την ίδια τη ζωή. Λες και θα πάψουμε να έχουμε ανάγκη την αναπνοή.




Θα καθίσω στο παράθυρο. Θα παρατηρήσω τη θέα. Τον δρόμο. Τα διπλανά μπαλκόνια.
Μήπως συναισθανθώ, που αιωρείται ο φόβος. Από πού, εκφέρεται.
Περπατάς στο δρόμο. Πως περπατάς. Καμπουριαστά; Με το ένα χέρι στην τσέπη; Δεν έχει σημασία το γούστο, αν βαδίζεις όρθιος, με άνεση. Με φυσικότητα. Με θάρρος. Αλλάζοντας πεζοδρόμιο. Αφήνοντας χώρο σε άλλους πεζούς, ή διεκδικώντας το δικαίωμα σου να περάσεις για μια φορά, ακόμη, απέναντι.
Παρομοίως ένας ποδηλάτης, ο οποίος απαιτεί σεβασμό –τον οποίο δεν έχει, κατά 95%.

Θα αφήσω ήσυχους τους άλλους, γύρω.
Θα δείξω θάρρος, θα βγάλω στο μπαλκόνι την ψάθινη πολυθρόνα. Το βιβλίο στην αγκαλιά.
Να προλάβω να διαβάσω λίγο, προτού δύσει ο ήλιος.
Να χαρώ να δω τον ήλιο, για πρώτη φορά. Να δύει.

Να δείξω θάρρος, πως μπορώ να κάθομαι στο μπαλκόνι, άφοβα. Δίχως να νοιάζομαι για κριτικές ή περίεργα βλέμματα.
Τα χέρια μου κρατούν το βιβλίο, μα τα μάτια μου κοιτούν εσωτερικά.

«Σε σκέπτομαι. Εμπρός στον υπολογιστή σου. Γράφοντας μου ένα μήνυμα, το οποίο θα λάβω, κάποια στιγμή.
Πως είναι, να είσαι γυναίκα;
Να γνωρίζεις πως μπορείς να κάνεις παιδί. Γεννώντας μια νέα ζωή, μες από το δικό σου σώμα.
Σε φοβίζει η “πράξη”. Το θεωρείς φυσικό; Φροντίζεις το σώμα σου; Γνωρίζεις τις λειτουργίες του σώματος σου; Πώς να προστατέψεις την υγεία των καίριων σημείων.
Είσαι ευχαριστημένη που γεννήθηκες, γυναίκα;

Ρωτώ. Μα την απάντηση, μόνο να την φανταστώ, μπορώ.
Σα να σ’ αφήνω να διασχίζεις το διάδρομο, βαμμένος με ένα διακριτικό κίτρινο, με δόσεις καφέ.
Τα βήματα σου θ’ ακούγονται, αν φοράς τακούνια. Θα σταματήσεις, αν διψάς, στην κουζίνα. Θυμούμενη για μι’ ακόμη φορά, τα φυτά, εσωτερικού χώρου, και τη φυσική κίνηση, ποτίσματος τους.

Σταματάς στο χώλ, με κοιτάς απ’ το πλάι. Χαμογελάς. Πλησιάζεις. Μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Τυλίγεις τα χαριτωμένα σου χέρια, στο λαιμό μου. Ψιθυρίζεις: σ’ αγαπώ.
Κοιτάμε το βουνό, μακρύτερα.
- Ο ήλιος δύει, μ’ ακούς, να μιλώ.
Πόσο παλέψαμε με τους δικούς μας, γι’ αυτές τις ελεύθερες, δικές μας, στιγμές. Που εκείνοι θεώρησαν γκρίνια. Τσακωμό. Μη σεβασμό.
Ας τους συγχωρήσουμε, μου είπες, κάποτε. Κι ήρθες και έτριψες το μάγουλο σου στο δικό μου, αγκαλιάζοντας με, ως σημάδι τριβής, μεταξύ δύο μαγνητών, οι οποίοι δέχονται ότι υπήρξαν μισά κομμάτια, απ’ το ίδιο καλούπι.


Πως βρήκαμε χρόνο, για μας».
Σ’ εκείνες τις πρώτες ημέρες της γνωριμίας, εισχωρώντας στις λεωφολωρίδες των ερωτευμένων.
Όπου ο ελεύθερος χρόνος μαθαίνει να μοιράζεται. Συμβιβάζεται με την κοινή ανάγκη. Απλόχερα. Αγνά. Κοντινά. Σα να ζούμε, ήδη, μαζί. Σεβόμαστε τα αγαθά του άλλου. Τις κοινές ελευθερίες των αναγκών της πραγματικότητας. Μ’ εκείνη την αγωνία, μη χάσεις την αγάπη, τώρα που σου προσφέρθηκε. Λαβαίνοντας οι χώροι στο σπίτι, το σύνθημα της προετοιμασίας ενός νέου μέλους, στην οικογένεια του ονείρου της ελπίδας. Με τα φώτα στο σπίτι να δείχνουν πιο φωτεινά. Το φυσικό φως, εξίσου πιο φωτεινό. Εισχωρεί. Αναδεικνύεται. Φωνάζει τα σημεία που πρέπει να καθοριστούν.
Παρομοίως όπως προετοιμάζεις το σώμα σου για την καίρια ώρα της ένωσης. Όπου τα πάντα απομυθοποιούνται.
«Εκτός από την όψη σου, εμπρός στις ακτίνες του ήλιου.

Θα θυμηθώ πόσο σ’ αγαπώ. Πόσο περισσότερο λάτρεψα, βλέποντας σε να λικνίζεσαι στους παραδοσιακούς χορούς της γενέτειρας σου περιοχής.
Αγάπησα κάθε εκατοστό της έννοιας, άνθρωπος. Είσαι εσύ, ο άνθρωπος. Εσύ, γεννάς, τον άνθρωπο».


Ξέρω ότι μ’ ακούς, εκεί έξω.
Είσαι εσύ, που ανάβεις το φως, στο σπίτι. Που πλένεις τα πιάτα. Χαλαρώνεις μετά από ένα μπάνιο. Ή κλείνεις την μέσα πόρτα. Προς στιγμές, για δύο.
Είσαι εσύ που ακούς μουσική. Κλείνεις τα μάτια. Ευχαριστείς για την επαναλαμβανόμενη λειτουργία, στα πνευμόνια του οργανισμού.

Είσαι εσύ, που αλλάζεις μέσα. Μαθαίνοντας να δέχεσαι τις παραδόσεις του άλλου, προκειμένου να γίνουν μέρος του βίου σου. Επειδή δεν θα ‘στε, άκληροι, εσαεί.







Η μέρα απομακρύνεται

Κοιτώ τα σύννεφα, σε κίνηση. Φυσάει λιγάκι. Δροσιά Ανοιξιάτικη.
Οι τυχεροί θα βρίσκονται, ήδη, έξω. Σε βόλτα.
Επιβεβαιώνοντας το καίριο της ανθρώπινης επαφής. Συναντώντας τους ομογενείς του, ο καθένας, με παρόμοια συνήθεια. Παρόμοια ψυχή.

Ίδια τάση, παράλληλα με τα έθιμα του άλλου. Παρομοίως όπως ανήκεις σε μια φυλή.
Η πεθερά θα κρίνει, αν είσαι ο κατάλληλος για την θυγατέρα, από το πόσο αφοσιώνεσαι στην Παράδοση. Στην διαχρονική της παρουσία. Άξιοι συνεχιστές των εθίμων.

Θα θυμηθώ τα καλοκαιρινά βραδινά, σε διακοπές, στο χωριό. Η επαφή με τα μαντριά. Η μυρωδιά των κατσικιών. Μιας γίδας. Η γεύση των γνήσιων μαγειρεμένων, αγαθών, προερχόμενα από μη, βιομηχανοποιημένα, υλικά. Η επαφή με συγγενικά πρόσωπα. Τα γέλια με τα ξαδέλφια. Η άγνοια, τι σήμαινε η έννοια, προσωπικής σου οικογένειας. Οι έγνοιες. Η αγάπη, μέσω της ενέργειας του μωρού. Οι μικροί τσακωμοί, μεταξύ του ζευγαριού, λόγω ζήλιας. Από χρόνο ατομικό, για δύο, που χωρίστηκε σε περισσότερα μερίδια.

Η αγάπη όταν μοιράζεται, εξασθενεί;


Η αγάπη της ησυχίας, σε επαφή με τη φύση.
Πλέον απορείς, πως είναι δυνατόν, οι αγγλόφωνοι λαοί, ν’ αγαπούν τα γκάπα γκούπα. Τις άναρθρες κραυγές. Το θόρυβο. Δεν έχουν παράδοση; Ρωτάς.

Γιατί να δεχτώ τα άγευστα σας, τερτίπια;

Εμένα με ελκύουν δυο μάτια καστανά. Στο κέντρο ενός στεφάνου, από καστανό πέπλο, μαλλιών. Αγαπώ τα χείλη της, τα μάγουλα, τα χέρια, που για να κορεστεί η αγκαλιά τους, πρέπει να πεθάνω πρώτα. Για τόση έλλειψη, μιλάμε. Το ένα τρίτο της ζωής μου (των 100 χρόνων).

Πολύ;
Ναι. Πάρα πολύ.
Μες την διαδοχή των ημερών. Με τις συνηθισμένες ασχολίες. Αυτές τις λίγες επαφές που έχουμε με τ’ αδέλφια μας. Τώρα που έχουν φτιάξει τη ζωή τους. Επέλεξαν ένα σύντροφο ζωής. Ο χρόνος που αναλώνουν στην αναμεταξύ τους επαφή. Μετουσιώνοντας πρακτικά, το νόημα του αισθήματος ότι τα χρόνια προσπερνάνε. Δεν θα είμαστε, πάντοτε, νέοι.

Ή ικανοί να παρασυρόμαστε σε ξέφρενες καταστάσεις.

Ο καθένας οργανώνει το δικό του σχεδιάγραμμα εμπειριών. Πέρα από το πώς θα περάσει τη μέρα του ή αν μπορεί, την νύχτα, να ησυχάσει. Οι ανησυχίες κάθε φύλου. Η άγνοια του τι περιμένει το πέρασμα του χρόνου, στο άλλο φύλο. Του οποίου αγνοείς τις λειτουργίες. Κυρίως συναισθηματικές. Πέρα από την γνώση των ανθρώπινων, σωματικών, λειτουργιών. Πόσο μοιάζουμε μεταξύ μας.
Είναι κοινοί οι φόβοι, κι ας τους συγκαλύπτουμε, πίσω από το πέπλο, μιας σταθερής συμπεριφοράς η οποία δεν θα μας διαχωρίσει από τους άλλους. Δεν θα μας περιθωριοποιήσει.
Δε θα μας προβάλει, ασυμβίβαστους.
Όλα τελικά, καταλήγουν να είναι μια θεωρία.
Γιατί, πρέπει, ο καθένας, να δίνει αναφορά, του τι κάνει στο σπίτι του.

Λες και αποτελεί μια πρωτότυπη πρακτική: Πως θα σιδερώσουμε τα ρούχα. Πως θ’ ασχοληθούμε με τα παιδιά μας.

Πως θα συμφωνήσουμε με τις αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα μας. Στο ίδιο μας το φύλο. Γιατί θα πρέπει, στους άντρες, να ξυπνούν το πρωί, και ν’ αλλάζουν εσώρουχο, χωρίς να έχουν κάνει τίποτα.
Πως θα δεχτεί ένα θηλυκό, την πρώτη της περίοδο. Την πρώτη επίγνωση, των γενετήσιων της λειτουργιών. Πως και εκείνη, κάποια στιγμή, θα είναι ικανή να μπει σ΄ ένα νέο χώρο, εμπειριών.
Αν είναι τυχερή να έχει γεννηθεί στην Δύση, κι όχι σε κάποια μουσουλμανική χώρα, που την υποβάλλουν σε εγχείρηση, πρακτική, ή με νοητική αφαίρεση, ορισμένων αισθήσεων. Ή ακόμα και σκέψεων. Περί της επαφής με το άλλο φύλο.
Κατά πόσο δικαιούται, ορισμένα πράγματα.

Αυτή η πάλη των παραδόσεων. Οι προκαταλήψεις από γενιά σε γενιά, μεταφερόμενες. Ένα κλίμα ρατσισμού, φυλής, μην εισχωρήσει ένας ξένος. Λες και ο “ξένος” δεν έχει ψυχή, πνεύμα, μέσα του. Δικαίωμα να δει τον κόσμο και να τον κρίνει όπως είναι. Είτε γνωρίζει γι’ αυτόν, λόγω σπουδών, είτε μαθαίνοντας τον, σύμφωνα με το περιβάλλον στο οποίο κινείται ο καθένας, ξεχωριστά.
Πραγματοποιώντας ο καθένας μας, τις προσωπικές του αναλύσεις. Σύμφωνα, με το πόσο οξυδερκής είναι στο ν’ αντιλαμβάνεται ή να προβλέπει, το αντίκρισμα ορισμένων καταστάσεων.

Δεν θα πω, ότι κάποιος είναι πιο έξυπνος, ατομικά. Σύμφωνα με την θεωρία της εξέλιξης, που διατυμπανίζουν ορισμένοι ανόητοι, πως ο άνθρωπος, ήταν κάποτε, πίθηκος.
Ανίκανοι ν’ αντιληφτούν το θαύμα της Γέννησης του ανθρώπου.
Ανίκανοι να δουν, πέρα από τις ανθρώπινες γνώσεις. Να δουν τον Θεό. Μήπως και πάψουν να Τον αγνοούν, επιδεικτικά. Πιστεύοντας πως είναι τυχεροί που αποφεύγουν τα ατυχήματα. Τις κλοπές. Την δραστική εξασθένηση της υγείας του οργανισμού τους.



Με το πέρασμα του χρόνου, μαθαίνω την ανθρώπινη ανάγκη –όχι την ιστορία των ανθρώπινων αγώνων και ανακαλύψεων.
Γίνομαι γνώστης της στιγμής και της φθαρτότητας μου. Του δικαιώματος να μιλώ. Να εκφράζομαι. Εν μέσω τόσων αρρώστων εκεί έξω, που θέλουν κι εμένα, να ελέγχουν. Τι θα φάω. Πως θα ντυθώ. Πώς να φέρομαι στο ιντερνετ.
- Είσαι γελοίος, εσύ, στο γραφείο σου, που με παρακολουθείς. Βρωμάει η υπόσταση σου, σαν χωματερή. Σαν βόθρος. Άχρηστος είσαι. Κανείς και καμία, δεν σ’ έχει ανάγκη.
Είσαι γελοίος.
Έχεις λάβει τις εντολές σου να ελέγχεις: Ποιος μπαίνει στο ιντερνετ. Τι γράφει.
Ξέρεις τον τρόπο να του καταστρέψεις, σιγά σιγά, το μόντεμ, μιας κι ετούτη τη φορά, δεν υπέκυψε στον ψυχολογικό πόλεμο.
Είσαι σκουλήκι. Εσύ και η πουλημένη σου εταιρεία, στους Αμερικανούς, των οποίων τα συμφέροντα, υπηρετείς.
Λες και δεν ξέρω που βρίσκεσαι και πως συνδέεσαι με το βαθουλωμένο μυστικό.

Είστε άρρωστοι όλοι εσείς που κρύβετε τα μυστικά του σύμπαντος απ’ τους ανθρώπους.
Λες και δεν έχω δει, φωτογραφίες από τον Άρη. Δεν κατάλαβα, νομίζεις, την αλήθεια της παρουσίας, εκεί.
Να που ξανά, Δικαιώνεται ο Θεός.
Τον Οποίο βλασφημείτε, με τα κρυφά σας πειράματα, με τους ψεκασμούς σας πάνω από κατοικημένες περιοχές. Με τα υποσυνείδητα μηνύματα, μέσω εκπομπών, ραδιοφωνικών ή ακόμη και τηλεοπτικών. Ή άλλου τύπου, παρουσίας..




Πάλι θα γυρίσω σ’ εμένα.
Έχω δικαίωμα ν’ αναπτύσσω τις θεωρίες μου. Ή ακόμη και να θυμηθώ, αν θέλει ο Θεός, τι μου συνέβη, στα παιδικά μου χρόνια.
Ο χρόνος, όπου θεμελιώνεται ο εαυτός.
Πολύ αργότερα, προσπαθούμε να κατανοήσουμε, τι επιτρέπει ο Θεός στη ζωή μας. Ευτυχώς που Υπάρχει και μας προστατεύει από ανόητους ανθρώπους, σαν κι αυτούς που πιστεύουν ότι μπορούν να ελέγχουν τους πάντες ή να καταστρέφουν ζωές και καριέρες.


Ο χρόνος προσπερνά.
Δεν θα μπορέσεις, ποτέ, να εννοήσεις τον πόνο μιας γυναίκας, που καταστράφηκε ολόκληρη η ζωή της, χάνοντας το μωρό της.
Που λες, είναι ψυχρή και ακοινώνητη.
Δεν θα καταλάβεις, ποτέ.

Η θέση της μάνας που χάνει το μωρό της, απεικονίζεται τέλεια, στον ζωγραφικό πίνακα του Πικάσο, Γκουέρνικα. Το μωρό, τραβάει προς τα κάτω, προς το θάνατο του, όλες τις υπόλοιπες μορφές, οι οποίες συμβολίζουν τα αποτελέσματα του Ισπανικού Εμφυλίου.
Ότι κι αν πούμε, ένα νεκρό μωρό, ρουφάει τις έννοιες των πραγμάτων, γύρω του, στο σπίτι, ή στο νοσοκομείο, στο οποίο συνέβη η τραγωδία, ή σε κάποιο πόλεμο. Τα πάντα, πάνω του, όλα τα βαπτίζει μαύρα. Τη διάθεση της μάνας. Την καλή διάθεση των γύρω, οι οποίοι πιστεύουν ότι είναι ικανοί να απαλύνουν έναν πόνο, που ούτε ο Θεός μπορεί να ησυχάσει.
Λες και αυτή η μάνα, θα παρηγορηθεί από νουθεσίες και διδασκαλίες, πως ήταν η ώρα αυτού του ανθρώπινου πλάσματος, για να αποχωρήσει από τον κόσμο. Λες και αν μεγάλωνε, θα γινόταν εγκληματίας.

Ακόμη κι αυτή η μορφή, στον πίνακα, της γυναίκας, που βγαίνει απ’ το παράθυρο, κρατώντας μια λάμπα πετρελαίου, επειδή το φως της χαμένης ψυχής, δεν θα προσφέρει, πια, με την παρουσία του, ενέργεια στους γύρω. Ακόμη κι αυτή η μορφή της γυναίκας δεν μπορεί να ξυπνήσει την ενεργητική διάθεση της συνείδησης της μάνας.
Λες και αυτή η μάνα, είναι υποχρεωμένη ν’ απολογηθεί για τον πόνο της. Σε ποιον ν’ απολογηθεί;
Έφταιξε η ίδια;
Αφού εσύ, είσαι έξω από αυτό, πιστεύεις ότι οι θεωρίες ή οι αναλύσεις σου για την τωρινή της κατάσταση, είναι ικανές να φτάσουν στα αυτιά, της δικής της, ψυχής;

Σα να προσπαθεί, κάποιος που δεν έχει δημιουργήσει, ποτέ, μια σχέση, με το αντίθετο του φύλο, να εξηγήσει τα συναισθήματα και το άγχος της επικοινωνίας, μεταξύ των μελών, της εκάστοτε σχέσης.
Όπου χρειάζεται να προσέξεις, τι θα πεις, ώστε το άλλο μέλος να μην απομακρυνθεί, από φόβο: μήπως βιάζεσαι. Μήπως δεν προορίζεσαι τελικά για μένα. Μπορεί ακόμα, να σκεφτεί: Μήπως δεν εμβαθύνεις στις απαντήσεις που μου δίνεις. Δεν αφιερώνεις χρόνο να ψάξεις να βρεις τα κρυφά.. νοήματα στις φράσεις μου. Σου αφήνω λίγο χρόνο, λίγο χώρο, για να με καταλάβεις. Θα με καταλάβεις; συλλογίζεται.

Τι σπάνιο ν’ ανακαλύψεις μια ψυχή που θα συναινέσει να ακουστεί. Χωρίς την υποχρέωση να αποδείξει την εσωτερική καλοσύνη. Την ανθρώπινη ενέργεια. Το δικαίωμα να ανήκεις στο χώρο, χωρίς να προβάλεις το στίγμα σου.

Μήπως όμως κάποια στιγμή, πρέπει, οι καλοί άνθρωποι, να υψώσουν ανάστημα; Να φανεί η ριζωμένη τους αξιοπρέπεια. Το ακλόνητο των αξιών, της ευγένειας, της συμπαράστασης, του: ανέχομαι και υπομένω, επειδή, έχω γύρω μου, πρόσωπα που νοιάζονται.
Διαφορετικά, η μονάδα δεν είναι ικανή να επιβιώσει. Όσο και να προσπαθήσεις να κρατήσεις τον μικρό σου κόσμο, ανέπαφο.
Οι δοκιμασίες θα σου χτυπήσουν, όπως και να ‘χει, την πόρτα.


Η δική μου πόρτα, είναι κλειστή.
Η δική μου πόρτα, έχει ώρες κοινής ησυχίας.
Μην περιμένεις να σου ανοίξω, όταν ηρεμώ, ξεκουράζομαι, χαλαρώνω. Βρίσκω χρόνο να σου μιλώ, καθισμένος στο γραφείο, ή μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι, γράφοντας μερικές σκέψεις. Τις οποίες προσπαθώ να οργανώσω, όσο ουσιαστικότερα, δύναμαι. Λειτουργώντας, βάσει των στοιχείων που έχω στην διάθεση μου: Γύρω από την ενημέρωση. Μέσω των στοιχείων που λαμβάνω από την συμμετοχή ή την αδιαφορία, των άλλων.
Στοιχεία- πληροφορίες, που ερεθίζουν τα κομμάτια του εγκεφάλου.
Πότε θυμάμαι ότι έκανα μια γυναίκα να γελάσει –τώρα πια, πώς να δείξεις το χιούμορ σου, στα γραπτά (κι ύστερα σε κατηγορούν ότι δεν έχεις χιούμορ, επειδή παραπονιέσαι διαρκώς).
Άλλοτε βρίσκω την όρεξη να παροτρυνθώ από τους αγώνες ποδηλάτων στο Eurosport channel, βγαίνοντας κι ο ίδιος για μια βόλτα, στη γειτονιά.
Μου φαίνεται ότι έχω ξεχάσει να περπατάω.
Άλλοτε πάλι, θυμάμαι το χωριό, και απορώ, τώρα, γιατί οι άνθρωποι εξακολουθούν να ακολουθούν τις παραδόσεις. Η πόλη, τις έχει στραγγαλίσει.

Εδώ, ο ρόλος του ανθρώπου, εκφέρεται από το χρώμα στα ρούχα. Από την εργασία, την κυκλοθυμία της διάθεσης. Με όλα, πλάι, να λειτουργούν στο φουλ: η κομμένη-ραμμένη ενημέρωση, η διαφήμιση, η μανία της εξουσίας, Κρατικά, ή επιμέρους, ανά κοινότητες προσώπων.
Όλα στο φουλ. Σε πλήρη λειτουργία.
Πόσο να τρώω, που, πότε, και πως, να διασκεδάζω. Τι θα μετρήσει στις ασχολίες μου, το οποίο δεν θα με διαφοροποιήσει από το μπουλούκι. Κι αν βρεις, τρεις, τέσσερις, αξιόλογους ανθρώπους, ξανά θα προκύψει η διαμάχη: τι παραπάνω έχω, γιατί δεν σ’ αντέχω,



Το έχω ψάξει;

Η διαφορά, ανάμεσα στις δύο κλίκες:

1 Εκείνοι που βασίζονται στους ανθρώπους, για να ανελιχτούν στο δέντρο της εξεληχτικής τους πορείας, μέσα στην κοινωνία. Αποζητώντας σταθερότητα, που δεν υφίσταται τέτοιο πράγμα, πλέον. Ούτε εργασιακά. Ούτε σε καθεστώς, σχέσης ή γάμου. Ούτε ακόμη, ότι ποτέ ξανά δεν θα γίνει ισχυρός σεισμός, ο οποίος θα διαλύσει, σπίτι και σταθερότητα.

2 Εκείνοι που βαπτίζονται, ως προσωπικότητες με ψυχολογικά προβλήματα, επειδή εννόησαν την αδυναμία τους. Την φθαρτή τους υπόσταση, ότι πλέον, από πουθενά δεν πρέπει να περιμένουν, βοήθεια. Ούτε από εκείνους που τους υποσχέθηκαν, πίστη, αγάπη. Συμπόνια.
Τους λένε: δεν τα ‘χεις βρει με τον εαυτό σου. Πας στον Θεό να σου λύσει τα προβλήματα. Που είναι η δύναμη σου; Τους ειρωνεύονται. Που βρίσκεται η αισιοδοξία; Γιατί θες να ανήκεις σε ομάδες που σε περιθωριοποιούν από το μπουλούκι; Των μπουζουκοτράγουδων. Της απιστίας, της νύξης ότι πρέπει να εξυψώνουμε ορισμένους ανθρώπους. Να τους λατρεύουμε για την προσφορά.. τους, που σίγουρα, κατά 90%, δεν θα ‘χει το στίγμα της διαχρονικής αξίας.

Και κάθε φορά εκπλήσσεσαι ενόσω μαθαίνεις για τον τάδε επιφανή άνθρωπο, χαμηλών τόνων, ο οποίος διαλέγει την ποιότητα από την ποσότητα.

Σε αντιπαλότητα ετούτες οι δύο κλίκες. Αν και έχει γείρει η ζυγαριά, υπέρ της αλήθειας της ομογένειας, στις μηχανικές κινήσεις και σκέψεις. Ν’ ακολουθούμε τις προσφορές των εφημερίδων. Το κάλεσμα της τηλεόρασης, η οποία εγκληματεί κατά της ψυχής και της πνευματικής μας εγρήγορσης. Εναντίον του ραδιοφώνου, του καλού θεάτρου. Στιγμών, μ’ ένα ουσιαστικά, ενδιαφέρον βιβλίο, στην αγκαλιά.


Θα αγκαλιάσω αυτό το βιβλίο. Την άποψη μου.
Τώρα που βρίσκομαι σπίτι και το ποδήλατο, στέκεται δεμένο, πλαϊνά του εξωτερικού τοίχου.

Θα υπολογίσω πότε θα ετοιμάσω, ξανά –συχνότερα- τσάι.
Θα κοιτάξω γύρω μου, όλα τα περιττά αντικείμενα: τα γυαλικά στην βιτρίνα, τα οποία χρησιμοποιούνται –και αν- μόνο σε γάμο, μέλους της οικογένειας! Ή σε μια μεγάλη χαρά, η οποία δεν έρχεται.
Θα θυμηθώ όλα τα ρούχα που δεν φορώ. Τα ζευγάρια παπούτσια που προορίζονταν για επίσημες περιστάσεις, που όμως δεν εφευρίσκονται.
Κοιτώ την εγκυκλοπαίδεια που δεν ανοίγω, επειδή είναι παλιά τα άρθρα: Τα σύνορα αλλάζουν. Μολυσμένα εδάφη. Μεταλλαγμένη συνείδηση.

Για άλλη μια φορά, δεν θα εκτιμήσω την στέγη, πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ή ότι σπαταλώ ρεύμα. Ή χρόνο σε σκέψη, παρά εμπράκτως.
Συνηθίζω να μην αποζητώ το ηλιοβασίλεμα. Γνωρίζω όμως, σχεδόν κάθε νέο, τεχνολογικό επίτευγμα. Ξεχνώ τη φύση που αγαπώ, και τα πόδια μου δεν με οδηγούν στον κήπο της.
Ακόμη και τον ήλιο, στην τηλεόραση, τον ψάχνω.
Έπειτα σιγά σιγά, χάνω την πίστη μου στους ανθρώπους, επειδή ανήκω στην δεύτερη κλίκα, η οποία από μόνη της χωρίζεται σε δύο ακόμη, κλίκες:
1 Η μορφή της αχαριστίας: Είμαστε ακόμα, ζωντανοί. Συμφορές που δεν μας έχουν πειράξει. Το σπίτι δεν ράγισε. Ο πόλεμος δεν μας πλησίασε. Μάθαμε – συνηθίσαμε: στη στέρηση από αισθήματα. Ή από τύψεις για τα σχέδια, το σχέδιο του Θεού: Πως τα ‘φερε έτσι: Να δαγκώσει η Εύα το μήλο, να τους κλωτσήσουν έξω από τον Παράδεισο. Να παρασυρθούν στα νύχια του έκπτωτου αγγέλου. Στο δικαίωμα της ελευθερίας, η οποία τελικά, πνίγει τον άνθρωπο, αφού δεν ασχολείται, δεν έχει τύψεις, για το νέο σχέδιο της Θυσίας του Υιού του Θεού, η οποία ρουφά τις αμαρτίες μου, αν όμως, δεχτώ να αλλάξω. Να οπισθοχωρήσω, δηλαδή, στην μοντέρνα κοινωνία, και τεχνολογική ανάπτυξη. Σε μια εποχή όπου καθημερινά, περνάς από κάποιο δικαστήριο: οικογενειακό, εργασιακό. Της παρέας. Στο γάμο. Από τα παιδιά.

Που να βρεις χρόνο να περάσεις απέναντι, στην ηρεμία:
2 Στην τιμιότητα, της οφειλής στην αρχαία Θυσία, η οποία, εκφράζω: γιατί ν’ ασχοληθώ;
Αυτό συνέβη παλιά. Για ποιο λόγο, ρωτώ, τα έμπλεξε έτσι, ο Θεός; Είναι κλεισμένες, ξέρεις, οι θέσεις, για τον Παράδεισο. Λίγες χιλιάδες, μόνο. Μάλλον θα πρόλαβαν ξανά, να αγοράσουν εισιτήρια, μόνο όσοι εργάζονται.

Είσαι εσύ ικανός, να κρίνεις το Θεό!

Ποιος δημιούργησε τον Θεό;
Υπήρχε περίπτωση να μην υφίσταται ο χώρος, ο χρόνος, η υφή του κενού, στο χώρο. Τα χημικά στοιχεία. Οι αόρατες δυνάμεις που δεν είμαστε ικανοί, να αγγίξουμε ή να γνωρίσουμε.

Να συναντήσουμε έναν ελεύθερο άνθρωπο από την τύψη: δεν οφείλεις, τίποτα σ’ εσένα (ούτε και την ευτυχία;)

Επιστρέφουμε ξανά, στην αρχική δομή της κοινωνίας. Παραμένουμε στη δεύτερη κλίκα: Στιγματισμένοι άνθρωποι, με άτομα με ψυχολογικά προβλήματα, επειδή τα παράτησαν. Είπαν, εγώ δεν είμαι ικανός να ζήσω ανάμεσα σας, έτσι απαθείς όπως είστε. Θα ψάξω να βρω την αγάπη και τη στοργή, αλλού. Κι ας μην έχω δουλειά. Ας μην γνώρισα, πόνο έξωσης από σπίτι. Και ενδο-οικογενειακά.
Θα αφήσω τον σταυρό μου στον Θεό. Μήπως όμως τελικά, κι Εκείνος, σκέφτομαι, με το μυαλό μου, σε μέγεθος, κουκουτσιού, καρύδας, δεν εκτιμήσει τελικά, ως το θάνατο μου, ότι Του παραδόθηκα;

Θυμάμαι μια γιαγιά μου, η οποία, έμαθα, ότι, πεθαίνοντας, το πρόσωπο της είχε ασχημύνει από τα νεύρα και τον χαρακτηρισμό του κακού ανθρώπου, που της είχαν φορτώσει οι γύρω.
Οι οποίοι, άνθρωποι, ήθελαν να την βοηθήσουν να τους πλησιάσει ή ακόμη και να επιθύμησαν, να της δώσουν να εννοήσει, ενημερώνοντας την, πως μετάνιωσαν για το προσωπικό τους κακό φέρσιμο, όμως ακόμη κι αυτή η ειλικρίνεια, ήταν ψεύτικη. Πραγματοποιήθηκε μόνο, για προσωπική τους προβολή. Βλέπεις, ανήκαν και θα ανήκουν, πάντα, στην πρώτη κλίκα.
Η οποία οφείλει ν’ αδιαφορεί για υπερφυσικά καθεστώτα, όπως ο Θεός. Πρακτικοί και κυνικά ώριμοι, όπως είναι. Σαρκολάτρες. Έρμαια της πρακτικότητας του μπουλουκιού. Του άσκοπου χρόνου, σε όλα: θα σε πατήσω να ανεβώ, επαγγελματικά.
Θα γλύψω τον διευθυντή, λειτουργώντας ως χαφιές. Θα δείξω ηγετικά στοιχεία, να φανώ δυνατός –νευρασθενικός δηλαδή. Θα διαφημίσουν ότι έχουν συνευρεθεί με το άλλο φύλο, ή ακόμη και με το όμοιο τους, φύλο!!
Θα ψάξουν στο ιντερνετ, για ανωμαλίες. Να ‘χουν κάτι να θυμούνται στα πρόωρα γηρατειά τους. Λόγω καταχρήσεων. Αποτέλεσμα του πάθους: Να ζήσουμε. Να προλάβουμε. Με μανία. Γρήγορα. Ομοιομορφία. Μανία. Νευρασθένεια.

Ναι. Κοιτούν τον απλό άνθρωπο. Δηλαδή, αυτό που ποτέ δεν θα μετανιώσουν, ώστε να αλλάξουν. Θα τον φτύσουν, ακόμη και με το στόμα. Θα ειρωνευτούν την αδυναμία του άλλου, επειδή οι ίδιοι, φορούν παρωπίδες. Αγνοούν τι σημαίνει, φύση. Ν’ ακούς τα πουλιά στα δέντρα. Να αγαπάς τον όρο, Πατρίδα. Την αξία του καθαρού βλέμματος. Της απλότητας της παρέας, όπου κανείς δεν είναι ανώτερος από εμένα κι εσένα.
Όπου τα μικρά όνειρα, ευωδιάζουν ελπίδα και υγεία ψυχής.




Ντρέπομαι εύκολα, όμως βγαίνω να πάω σ’ έναν αγώνα ποδοσφαίρου, γυναικών –να ‘ναι καλά το ιντερνετ που μ’ ενημερώνει, αφού η Πολιτεία αποφεύγει, να σπέρνει, Πολιτισμό.

Αγαπώ τις γυναίκες. Έστω κι αν αγνοώ γιατί πρέπει να διαφέρει το σκεπτικό τους στη ζωή.

Θα διαλέξω τις άνω κερκίδες. Θα σταθώ, περίπου, στο κέντρο. Απέναντι από τα κεντρικά, ημικύκλια.
Θα αφήσω τον εαυτό μου ελεύθερο.
Χαίρομαι το ματς. Παρατηρώ δυναμικές στιγμές, ανά ομάδα και επίθεση. Κάποιοι οπαδοί, ανά σημεία στις κερκίδες, φωνάζουν. Άλλοι διαβάζουν την εφημερίδα τους.
Ο ήλιος δεν αγγίζει το γρασίδι. Γέρνει στον ορίζοντα. Ξύνει μόνο τις άκρες από το αριστερό τέρμα.
Όμορφο γήπεδο. Πολλές έξοδοι. Λίγος κόσμος. Οικογένειες.
Πνεύμα ομαδικότητας.
Απολαμβάνω το τώρα. Την αλλαγή.
Το στέρνο μου κατεβαίνει, ανεβαίνει, αναπνέοντας. Πέντε λεπτά, από το πρώτο ημίχρονο. Να ‘χα κάτι να τσιμπήσω.

Η στάση του κορμιού μου, καθισμένος, δείχνει ντροπαλότητα –ή αντικοινωνικότητα στα απαθή μυαλά, ορισμένων.
Τους ξεχνώ. Ξεθαρρεύω.
Μου αρέσει να είμαι αδύναμος. Είμαι απλός.
Το μεταφυσικό που βάπτισες, μ’ Αγαπά. Με Προστατεύει.

Χαλαρώνω. Γέρνω προς τα πίσω. Λυγίζω τα χέρια, σταυρώνοντας τα. Στηρίζοντας τον λαιμό.
Ευτυχώς δεν κάνει κρύο.
Το ημίχρονο ξεκινά.
Ένα περιστέρι με πλησιάζει. Κάτι έχει βρει και τσιμπά. Να ‘χα κάτι κι ο ίδιος.
Βαθιές αναπνοές.
Από κάτω, στον δρόμο, περνά ένα αυτοκίνητο με το ραδιόφωνο δυνατά. Παλιά λαϊκά του ’60. Από κάπου θα ξετρυπωθεί η μορφή του Μπιθικώτση. Του καλού μπουζουκιού.
Κάποιος θα με πλησιάσει. Θα μου διηγηθεί την ιστορία του. Θα μείνω στο παραμύθι. Θα δεχτώ τα όνειρα όσων βίωσε. Άλλα εφιαλτικά, στην ανέχεια. Μικρές στιγμές, με χαμόγελο.
Στην Ελληνική επαρχία, με τα τρεχούμενα νερά στα πανέμορφα ποτάμια μας, με τις κρεμαστές γέφυρες. Με τις παλιές ασφαλτοστρώσεις, περνώντας ξυστά, από γκρεμούς, με θέα τα υπέροχα βουνά μας. Στο βάθος, κοιτώ την σιδερένια γέφυρα. Μια μικρή ταβέρνα, ως τοπικό σημείο ανεφοδιασμού για το υπόλοιπο ταξίδι. Το δύσκολο ορισμένους χειμώνες, υπό τον φόβο κατολισθήσεων ή φθαρμένων λάστιχων, στο λεωφορείο.

Σε μια άλλη γωνιά της Ελλάδας, τα ψαροκάικα θα λικνίζονται με φόντο το ηλιοβασίλεμα. Θα κοκκινίζει ο ουρανός. Θα φθείρονται οι βάρκες. Υπομένοντας τον ρόλο τους. Τον αδύναμο. Θα θυμηθώ τα βήματα, ανά παρέες, πλάι στη θάλασσα. Περπατώντας μέχρι τον τελευταίο κάβο, μες το κέντρο της επιφάνειας της θάλασσας, θαρρείς. Θα θυμηθώ εκείνη την βραδιά και τις θαλασσινές λιχουδιές σε τηγανισμένο λάδι.
Θα θυμηθώ τα Ανοιξιάτικα βράδια ή ακόμη και τα Φθινοπωρινά, ταξιδεύοντας με πολλά μποφόρ, προς κάποιο νησί. Νοσταλγώντας ονομασίες τόπων και χωριών, που ποτέ δεν πάτησαν εκείνα τα ζευγάρια, παπούτσια. Μια απλή αναφορά θα με τραβήξει. Όπως η Αγιάσο στην Μυτιλήνη. Σαν σμιλεμένη ολόκληρη, κάτω από την αγαπισιάρικη ματιά και τέχνη, σαν ξυλογλυπτική, ολόκληρη.

Κλείνω τα μάτια. Τεντώνομαι.
Μεταφέρομαι με τον αδύναμο μου, πρόσκαιρο νου, στο όνειρο. Στον κόσμο της φαντασίας. Που σε διώχνει μακριά από τον Θεό.


Όπου να ‘ναι.
Οι ομάδες παίρνουν τις θέσεις τους στο γρασίδι.
Από τα μεγάφωνα, θα πάψει η μουσική.
Το δεύτερο ημίχρονο θα ξεκινήσει. Γυναικείος αγώνας, ποδοσφαίρου. Βαθιά, βαθιά, αναπνοή. Ο αέρας μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Θα ‘θελα, εσύ, αγαπημένη, να μου τα χάιδευες. Παίζοντας μ’ αυτά. Προκαλώντας με να χαμογελώ και να υγιαίνω, χαλαρώνοντας».
Τίμιος με το τώρα και τα νέα έθιμα, τα ποδοσφαιρικά.
Ποιος να το ‘λεγε, ότι κάποτε θα έπεφτε κι αυτό το φρούριο της αντρικής αποκλειστικότητας, σε ποδοσφαιρικούς αγώνες.
Εδώ, κανείς δεν με κρίνει. Κανείς δεν γνωρίζει ότι είμαι άνεργος, ώστε να βρει την πρόφαση, παρόλο τον καλό μου χαρακτήρα, ν’ απομακρυνθεί. Ώστε να μην κάνει παρέα με ανεύθυνο…

Ώπα, ένα ξαφνικό γκόλ!
Χειροκροτώ, ενθουσιασμένος.

Δεν αργεί και το επόμενο γκόλ. Φωνάζω δυνατά.
- Μπράβο!
Χαμογελώ. Άξια αυτή η ομάδα. Φανταστικά παίζουν οι γυναίκες. Πάντως, άντρας, δεν θα έτρωγε τόσο εύκολα, το τελευταίο γκόλ.

Η ώρα περνάει ευχάριστα. Αφοσιώνομαι στον αγώνα.
Ξεχνώ και την ανάγκη.. για φαγητό.


Μερικές παίχτριες, με τόσο κοντά μαλλιά, από πίσω, μοιάζουν με άντρες.
Άραγε, πως αισθάνονται οι γυναίκες, επειδή έχουν στήθος;
Κάτι απορίες που έχω ώρες ώρες. Χαμογελώ.
Για τον χαρακτήρα μου, έχω χαλαρώσει αρκετά.
Αν ήμουν σπίτι, θα άλλαζα κανάλι, τώρα. Ή θα λαγοκοιμόμουν σε πλήρες περιβάλλον, ησυχίας. Με αναμμένο το φως στην κουζίνα, μη με φάει το σκοτάδι όταν πλησιάσει δραστικά.

Έτσι απλά και γρήγορα, εξίσου, που καλύπτει τα χνάρια της, η ημερομηνία, απομακρύνοντας τον κωδικό της, κοντά στη λήξη του.
Εν τω μεταξύ, όσο το φως θα εγκαταλείπει, σήμερα, τούτο τον τόπο, σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης ή της χώρας, κάποια μάνα, θα δακρύζει για άλλη μια φορά, για τον εξαφανισμένο της γιο. Θα ντυθεί, όχι τόσο ζεστά. Μια μικρή εύνοια για την λυπημένη μάνα.
Θα βγει. Θα σύρει τα βήματα της ως την κοντινή εκκλησία. Είναι κλειδαμπαρωμένη. Τελείωσε το ωράριο του παπά.
Θα καθίσει στα σκαλιά, η μάνα. Θα ρίξει το βλέμμα της στο δάπεδο του προαυλίου. Στο χώμα. Θα της ξεφύγει ένας λυγμός.
Θα αισθανθεί το αέναο χάδι του Θεού, στα μαλλιά. Θα παρηγορηθεί. Θα κρύψει το πρόσωπο της στις παλάμες. Ανασαίνει βαριά. (το έλκος να φοβάσαι). Είναι μεγάλη η στενοχώρια.

Κάπου πολύ μακρύτερα, ο γιος θα παρασύρεται απ’ το τραχύ εσωτερικό, της ενήλικης παλάμης. Ο εκμεταλλευτής με το θυμωμένο πρόσωπο. Με τα καβούρια στις τσέπες. Θα θυμώσει από συνήθειο. Θα σπρώξει το παιδί που έχει απαγάγει. Θα το οδηγήσει σε κάποιο δωμάτιο, φθηνιάρικου ξενοδοχείου. Θα το δέσει στα κάγκελα των ποδιών, του κρεβατιού. Αφήνοντας το να κοιμηθεί στο πάτωμα. Δες τον. Καπνίζει και τεντώνεται στο κρεβάτι. Σιγοσφυρίζει. Κοιτά θυμωμένος, γύρω. Ούτε γνωρίζει, γιατί.
Αγνοεί τι κάνει. Τι έχει πράξει.







Ο καιρός

Θα περάσει. Οι άνθρωποι, μέσα Μαρτίου, νοσταλγούν το καλοκαίρι. Τη φύση που τους καλεί. Να βγουν από τις πόλεις. Από τούτη τη σφηκοφωλιά.
Θα πέσει στα χέρια μου η αγγελία της εξαφάνισης του παιδιού. Θα ντραπώ να την κολλήσω σε στύλους. Σε στάσεις. Σε καταστήματα που με σέβονται.
Αισθάνομαι ντροπή. Δε βοήθησα. Αδιαφόρησα.
Φοβάμαι μήπως ανήκω στην πρώτη κλίκα. Της απάθειας.
Μήπως μιλώ για σεβασμό και ενδιαφέρον, μα αποτελεί πρόσκαιρη απασχόληση. Μα ξέρω, έχω κάποια καλά στοιχεία.
Αξίζω; Κάτι, κι εγώ.
Θα βρω χρόνο να νοιαστώ για κάποιον άλλο;
Με επίσκεψη στο σπίτι του. Θα ζητήσω από αυτόν τον άνθρωπο, τα τοστ που τόσο καλά, ετοιμάζει. Θα παρατηρήσω για άλλη μια φορά, την απλή διακόσμηση, στην κουζίνα. Με τη μικρή, τετράγωνη, τηλεόραση. Κοιτώντας το βουνό, απέναντι. Τον ουρανό τον μουντό, τον φορτωμένο με γκρι σύννεφα.

Τα μάτια, θα κοιτούν άλλα μάτια.
Μιλάμε για τα χρέη μας. Σε πιστωτικές κάρτες κι αισθήματα. Τα αισθήματα που συχνά, αν αγαπάς την απλότητα, βαστούν, γερά, σε ελπίδα, τα χρέη στο πορτοφόλι.

Την παρακολουθώ που μαγειρεύει.
Συλλογίζομαι την διαδρομή που διένυσε στον χρόνο, ως τα τώρα –μόνο με την φαντασία μου.
- Θέλω να κάνω πράγματα, την ακούω να λέει.
Είναι νέα. Ακόμη. Παρόλο τα μόλις, ενήλικα παιδιά. Είναι γυναίκα. Υπήρξε πολύ νέα. Έφηβος. Υπήρξε μέσα της η ανάγκη της μάθησης του ρόλου της θηλυκότητας της.
Μαγειρεύει.
Άλλο ένα ζεστό τοστ, χωρίς σαλάμι, κατεβαίνει το λαιμό μου ως τα βαθύτερα σωθικά. Χαμογελά. Αισθάνεται την ανάγκη για λίγη μουσική. Διαλέγει ένα cd που της έγραψα. Αγαπά τη μουσική.
Κάποτε αγάπησε, δέχτηκε τον ρόλο της ως θηλυκό. Βίωσε την δύναμη της γέννας. Να είσαι μάνα και ν’ αγαπάς όλο τον κόσμο. Ν’ αγαπάει η γυναίκα, ότι της μένει να αγαπήσει. Τον όρο άνθρωπος. Ως φύλο. Ως προσωπικότητα.


Είναι κουρασμένη, μιλά.
Κάποιος πολιτικάντης συμφώνησε με τον ΣΕΒ, να δουλεύουν οι φιλότιμοι άνθρωποι, τσάμπα υπερωρίες.

Δεν μιλάμε πολύ.
Νοσταλγώ την τεμπελιά μου. Νοσταλγώ την ξάπλα μου.
Κατά τ’ άλλα, λέω, νοιάζομαι να σ’ ακούσω.
Σε νοιάζομαι; Όμως.
Εκείνη, περιποιείται την κόμμωση της.
- Δεν προλαβαίνω ούτε να κάτσω, διαπιστώνει.
- Ούτε ένα παυσίπονο να αγοράσω, δεν προλαβαίνω.




Μεταφερόμαστε στο σαλόνι. Τόσο περιποιημένο. Χρώματα, σχήματα. Βιβλία. Παραστάσεις. Φροντίδα.

Δεν μιλάμε.
Σα να διέκοψε ο χρόνος το βήμα του. Δύο παράλληλες διαστάσεις, ημέρεψαν, χαμήλωσαν το κεφάλι. Ταπεινώθηκαν.



Βγάζουμε τις πλαστικές καρέκλες στο μπαλκόνι.

- Συμβιβάζεσαι εύκολα; Ρωτώ.
- Εσύ; Επιστρέφει την απορία.
- Μάλλον, πρέπει να το πράξω. Σύντομα. Μα δεν ξέρω αν ωφελεί, τελικά.
- Τι; Με κοιτά απορημένη.
- Να δέχεσαι τα λίγα. Το συμβιβασμό της φθοράς στα αναλώσιμα οικιακά σκεύη. Να λες, κάποτε θα γυρίσει ο τροχός. Θα χαρούμε λίγο παραπάνω.

Εκείνη, σταυρώνει τα πόδια, τα τεντώνει εμπρός.
(Μερικές φορές, αφήνεις να σε ακούνε, για να βγάζουν τα συμπεράσματα τους).

- Ξέρεις, μιλώ. Είναι δύσκολο να πεις: μένω μόνος για να προστατεύσω εμένα, από τους άλλους.
- Ναι, ανταποκρίνεται. Ακούγεται κάπως.
- Είναι, όπως –παίρνω το λόγο- να περπατάς σε κάποιο χωματόδρομο, στο χωριό, και να ‘ρθει ένας και να γκρινιάξει: Που είναι τα σπίτια; Που είναι οι πολυκατοικίες; Που βρίσκεται το καταφύγιο μου;
Έπειτα, φίλη μου, ρίχνεις το βλέμμα σου εμπρός, να δει ο άλλος ποιος είμαι. Ένας άνθρωπος είμαι. Τι είναι ο άνθρωπος;
Δεν ξέρω.
Δεν με πήρε, κανείς, σαν παιδί, απ’ την παλάμη. Απαλά, να μου μάθει τι είμαι. Ξέρω τι είναι η γη που την βιάζουν.
Ξέρω ποιος έκατσε ένα βράδυ, στα πόδια του κρεβατιού μου. Και μόλις ξύπνησα, τον άκουσα, να Σηκώνεται.

Παρομοίως όπως ανησυχεί το ζεύγος των γονιών, αν το παιδί μαθαίνει τι συμβαίνει. Το αφήνουμε να πληγωθεί πρόωρα, από τις ειδήσεις στο χαζοκούτι. Να πληγωθεί η ικανότητα της διάδοσης της διδασκαλίας. Της σωστής διάδοσης αυτού που κατέχουμε. Της απλότητας. Της πίστης στην ελπίδα. Εκείνου του ονειρικού που βιώνουμε, μακριά όμως από τα προβλήματα ή επειδή εκεί καταλήγουμε, για να ξεχάσουμε.





Πίσω στο σπίτι, κοιτώ τον τοίχο.
Τα έπιπλα, για να μη μείνει κενός, ο χώρος.
Κάτι θα γράψω, κάτι θα σκεφτώ.
Πως θα συνεχίσω, θα υπολογίσω.



(να χαμογελάς. Να λες, είμαι καλά).
Ο Θεός με προστατεύει από την εταιρεία σου και τ’ αφεντικά σας, στην Αμερικανοκρατούμενη περιοχή, εκεί δίπλα.

Μπροστά στον Θεό, είσαι ένα τίποτα.




Να κάνεις το καλό.
Υπάρχουν πολλοί άρρωστοι, εκεί έξω.





Φοβάσαι το καλό;

Να φοβάσαι το καλό. Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί. Έπειτα, τίποτα δεν δύναται να σε προστατεύσει.
Θ’ απορείς –τσάμπα, όμως- γιατί σου πάνε, όλα, στραβά. Ώ, θα σου πάνε. Να ‘σαι σίγουρος. Αφού αποφεύγεις το καλό.
Δεν θα ‘σαι ασφαλής. Ούτε εσύ. Ούτε οι όμοιοι σου.
Από το σημείο που παρακολουθείς, πιστεύοντας ότι έχεις οργανώσει στην κατάλληλη για σένα, διάταξη, πώς να προστατεύομαι. Από το σημείο που παρακολουθείς την ήπειρο που σου έχουν αναθέσει. Μολύνοντας ξένους υπολογιστές. Κρυμμένος πίσω από την δύναμη των όπλων. Τσιράκι κατά τ’ άλλα, των Αμερικανών. Αυτού του βρώμικου λαού. Με τους δορυφόρους τους που ανιχνεύουν κάθε τι, όποτε το θέλουν.

Όμως, με τον όρο ελευθερία, οι λαοί, κατάφεραν να συνεχίσουν.
Όσοι τόλμησαν να πάνε κόντρα στην ελευθερία, λάθος πόρτα χτύπησαν. Ούτε τα σκάφη τα κρυφά, τους σώζουν, ούτε η επιστήμη η κρυφή. Ούτε οι προδότες στις αποικίες σας.
Δεν σας συμφέρει να σκοτώσετε όλο τον κόσμο. Ο Θεός θα σας σταματήσει, αν τολμήσετε να αγγίξετε έστω και μια τρίχα, εκείνων, που Τον φοβούνται, έστω και λίγο.

Πάλι θα ηρεμήσω.
Ξανά θα παρακολουθήσω γυναικείο ποδόσφαιρο. Να ξεχαστώ.
Να φέρω την γυναικεία ομορφιά, μες το σπίτι. Το φύλο της γυναίκας που γέννησε κι εμένα. Ένα αρσενικό, μες από ένα γυναικείο σώμα. Σκέψου αυτό το θαύμα. Την αλληλοαποδοχή.

Να βλέπεις το καλό, κάθε ευλογίας, της οποίας αγνοείς την παρουσία. Την ουσία της ευλογίας που ονομάζεται ηρεμία.
Επειδή στην αντίθετη περίπτωση, ο θυμός κάνει την εμφάνιση του, δραστικά.
Μπορώ και θυμώνω. Να καταλαβαίνετε ότι δεν είμαι κορόιδο. Εσείς που παρακολουθείτε την Πατρίδα μου.
Την Ελλάδα που αγαπώ. Από φέτος. 2006.
Που δεν επιθυμώ να σας δώσω την ικανοποίηση της φυγής.
Εδώ. Να με υπομένετε. Να φοβάστε τα λόγια μου. Λόγια, ενός συγκροτημένου ανθρώπου σε επαγρύπνηση των κρυφών σας σχεδίων. Παγκοσμιοποιητές. Ανίκανα, ευνουχισμένα, ανθρωπάρια.



(μη φεύγεις απ’ το καλό. Δεν σε ηρεμεί).

Θα επιστρέψω.
Θα αισθανθώ δυνατός.
Χάρη και στην υποστήριξη, έστω αυτών των λίγων.
Θα ηρεμίσω την καρδιά μου, όπως μπορώ. Σε λίγο θα πάω για ύπνο. Να εφοδιαστεί η σκέψη με νέα στοιχεία.

Θα κάνω την προσευχή μου. Όσο πιο ειλικρινά μπορώ.
Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά, με την εξουσία των ανθρώπων. Αυτά τα πλούσια τομάρια, που μειώνουν συντάξεις και μισθούς. Όχι πως δεν είμαι ικανός να συλλογιστώ, πως ακόμα κι αυτοί, θα τιμωρηθούν στην άλλη ζωή.

Θα πω μια προσευχή.
Κάτι, που μόνο ο ίδιος, είμαι ικανός, και γνωρίζω. Με ειλικρίνεια, με συναίσθημα μετάνοιας. Για πικρά λόγια. Αξιοπρεπής γιος. Τα λόγια είναι περιττά κάποια στιγμή.

Μια στιγμή από αυτές, είναι τώρα.






Η δύναμη των φίλων.
Η δύναμη της συνένωσης του δυναμικού των νέων ανθρώπων.
Τόσο ισχυρό, όσο χίλιες πένες, μαζί.
Ικανό ως βοήθεια, εναντίον των δοκιμασιών που γκρινιάζεις, ότι κακώς, σου συμβαίνουν.
Μάθε, πως ότι κακό κι αν κάνεις στον άλλο, ακόμη και από άγνοια, θα επιστρέψει σ’ εσένα, σαν μπούμερανγκ. Έστω κι αν απόρριψες κάποιον που άξιζε.


«Θυμάμαι που σου ‘πα, τελειώσαμε.

Το ίδιο βράδυ, γυρίζοντας από την δουλειά, σ’ ένα αμάξι, δυό φίλες, συζητούσαν: μου είπε, τελειώσαμε.
Ήταν η φράση που άκουσα, μόλις πλησίασα στα τρία μέτρα, απέναντι από το αμάξι τους, με το ανοιχτό παράθυρο».

Βλέπεις τι παθαίνει ο αλαζόνας;
Το ίδιο θα πάθεις κι εσύ, αν τολμήσεις να μου κόβεις τις ελευθερίες μου.

Ακόμη κι όσοι θα είναι υπεύθυνοι που πεθαίνει ο απλός λαός.
Ενδέχεται να μην λογοδοτήσουν εδώ. Μετά θάνατον όμως, θα καίγονται στα καζάνια, ενόσω αυτός με τ’ ακονισμένα νύχια, θα τα ξύνει, πάνω τους. Μα θα είναι πολύ αργά, και άτοπα, για έλεος.
Αυτό, ως ενημέρωση, προς όσους αποφεύγουν το καλό, επιλέγοντας την κοροϊδία, την καταδίκη, την ειρωνεία, την αντιπαλότητα. Τον πόλεμο εναντίον της Δημοκρατίας των απόψεων.
Δεν θα χαραμίσω τον θυμό μου μ’ εσάς που παρακολουθείτε. Ακόμη και στο ιντερνετ.
Ούτε το σάλιο μου –από φτύσιμο- δεν αξίζετε.
Δεν με φτάνετε, ούτε στο νύχι, από το μικρό μου δαχτυλάκι.







Δες το πρόσωπο μου, πόσο ήρεμο είναι. Πόσο πρόθυμο, στη μόνιμη θέση της στασιμότητας.
Είμαι εδώ. Είμαι άνθρωπος. Δεν υπάρχει καθρέφτης κοντά, να ξεχωρίσω, σημεία, που αξίζουν προσοχής.
Είναι όπως όταν κοιτάς ένα άτομο, μη γνωρίζοντας τι σκέπτεται.
Μόνο από το ύφος του, πιάνεις κάποιο νόημα. Μα οι άνθρωποι, μάτια μου, κρύβουν εύκολα ή με υπολογίσιμη διαδοχή, συναισθήματα και συστήματα: αδιαφορίας, απάθειας, αυτοκαταστροφικά σύνδρομα. Που ούτε τα καλύτερα μυαλά, δεν εξηγούν, επειδή πολύ απλά, δεν το επιθυμούν. Ακόμη και η δυνατότερη προσωπικότητα, λυγίζει από την τριβή των προσωπικών προβλημάτων, των γύρω του.
Λες και εσύ, δεν έχεις βάρη, στην ζωή σου.



Θα επιστρέψω στην ηρεμία μου. Πιο τακτικά.
Αντιμετωπίζοντας τους κυκλοθυμικούς, σαν άτομα με AIDS. Σαν άτομα, που είχαν επαφή με ασθενείς, φορείς του ιού.
Θα αγαπήσω τον εαυτό μου. Τώρα, είναι ο καιρός να αγαπήσω τον εαυτό μου. Αφού κανείς άνθρωπος δεν μου πρόσφερε αυτό το πνευματικό αγαθό.
Εννοώ από τους ζωντανούς, αυτή τη στιγμή.
Θα φροντίσω αυτό τον εαυτό. Θα καθίσω μαζί του και θα συζητήσω. Μαζί του.
Αυτό κάνω, ακριβώς αυτή τη στιγμή.
Δεν θα με κρίνω.
Θα είμαι, ένα κεφάλι ακουμπισμένο σ’ ένα φιλικό ώμο.
Θα είμαι ένα ήρεμο πρόσωπο. Θα μ’ ακούω να γελώ. Θα φωτίζεται, αυτό το πρόσωπο. Που άλλα χέρια, αγγίζουν με φροντίδα και προσοχή, τα γραπτά του συγγραφέα του.

Θα είμαι ήρεμος.
Θα αρκούμαι με όσα έχω.
Έως ότου εξαντληθούν τα τρόφιμα στο σπίτι. Τα προϊόντα καθαριότητας. Η ανάγκη να μην μπαίνει φως, στο εσωτερικό του σπιτιού.

Θα επικρατεί η ανάγκη, να εξατμιστούν τα περιττά κιλά. Αδιαφορώντας όμως για την διαδοχή των ωρών. Τι λάμπα, τι ήλιος. Μέρα. Νύχτα. Ημερομηνίες. Γιορτές.

Το κελάηδισμα των πουλιών.

Έξω.


Η γνωστή συνταγή: Νομίζουμε ότι είμαστε καλά, με τη ζωή μας.
Σίγουροι.
Ασφαλείς.
Με παχυλό μισθό. Ή με δικό μας σπίτι.
Ή βοήθεια εξωτερική.


Πάλι θα αντλήσω χαρά από ένα χαρούμενο γυναικείο πρόσωπο, στην T.V. Θα αγαπήσω αυτό το πρόσωπο. Θ’ αποδεχτώ το ρόλο. Το φύλο της. Τον άνθρωπο.

Τη στιγμή που καταγράφει η ιστορία.

Ήρεμο πρόσωπο.
Φθαρτό.
Κάποτε.




Κάποτε;

(Θα αγαπήσω αυτή την κοπέλα στην τηλεόραση, και μόνο που λέει, γλυκά, το: «ωραία». Είναι γλυκό το παρουσιαστικό της. Δεν μ’ ενδιαφέρει, αν είναι παντρεμένη. Τώρα, είναι δική μου.
Ξέρει ότι είμαι εδώ μέσα. Σπίτι μου.
Ανησυχώ μόνο, πως θα είναι, όταν νευριάζει.
Μήπως η γλυκιά φωνή της, γίνει τσιριχτή. Ικανή να εξοντώσει τον άλλο, με τα ντεσιμπέλ της φωνής.
Προς στιγμή, θα σκεφτώ λογικά και θα τη δω, το ίδιο αδιάφορα, όπως τους άλλους. Θα αποδεχτώ όμως, ότι είναι άνθρωπος. Ότι είναι γλυκιά.
Ότι μπορεί να γίνει η σύντροφος της ζωής μου.
Προς στιγμή, θα δω το ανθρώπινο πρόσωπο της καλεσμένης της, που όμως γρήγορα, το έντονο βάψιμο, θα μου προκαλέσει, ακόμη και αντιπάθεια).

Θυμάμαι, ότι αντιπαθώ.. κάποιον, που δεν συμφωνεί, μαζί μου. Αυτόν που δεν με εκτιμά.
Αυτόν, που δεν υποχωρεί, συνεχώς!

«Σε κοιτώ, και το δικό σου ανοιγόκλειμα των βλεφάρων, είναι και δικό μου. Σπάνιο πράγμα, μάτια μου, να υφίστανται, όμορφες ψυχές, και αγνά πνεύματα.

Μακάριος όποιος αξιοποίησε τον όρο, αξιοπρέπεια».


Οι υπόλοιποι, είναι ήδη, πιστοί, στην λειτουργία της κακίας.
Και είναι τόσο πιστοί, που καθημερινά, πηγαίνουν στην “εκκλησία” της κακίας.

Εύκολα θα βρίσουν τους γονείς. Θ’ αξιοποιήσουν τον εγωισμό, που συνεχώς, μόνο, αμύνεται, με λάθος όμως, τρόπο.
Πανεύκολα πιάνουν φιλίες, με παρόμοια χούγια:
Πως θα ξεφτιλίσουν τον αγνό, άνθρωπο, πλάι τους. Στη δουλειά, το δρόμο. Στο ΙΚΑ. Στον ΟΤΕ. Στο σούπερμάρκετ.

Πως θα στρέψουν τους πάντες, εναντίον εκείνου που προσπαθεί, όπως προσπαθεί –βάση των αδυναμιών του- να σταθεί, στην υγιή πληρότητα της προσωπικότητας.


«Είσαι γλυκιά. Σε αποδέχομαι ως γυναίκα».

«όταν λες, πολύ ωραία, λιώνω».

Τόσο μεγάλη ανάγκη, έχω, από αγάπη.
Ο Θεός μας αγαπά. Ο Θεός, όμως, δεν είναι πλάι μου. Εδώ. Στην άκρη του δωματίου. Δεν βρίσκεται ολοζώντανος, στο φόντο, της ζωής μου. Δεν είναι εδώ. Δεν μιλά. Δεν μου συμπαραστέκεται, με την δική του, φωνή.

Με προστατεύει, παρόλα τα γιγάντια λάθη μου.

Οπότε προτιμώ να απομονώνομαι, ώστε να προφυλαχτώ από τους πιστούς του κακού.

Που, πανεύκολα, δεν θα ταΐσουν τις γάτες της γειτονιάς, πετώντας ορισμένα αποφάγια τους. Δεν θα κοιτάξουν, δεν θα δουν, τα καθαρά –όσο γίνεται- μάτια, του άλλου, στον καθρέφτη. Τα μάτια της ψυχής, που προσωρινά, βρήκαν, δύο ανοίγματα, ώστε να κοιτούν έξω. Κάτοικος ενός σώματος και ενός πνεύματος, που δεν τα σέβεται η ιδιόκτητη φύση, του ανθρώπου.

Λέμε, εύκολα, ότι η Κοινωνία αδικεί τις ικανότητες μας. Πως τα μυαλά του έθνους, βρίσκονται στο εξωτερικό. Πως η Πατρίδα δεν αγαπά τις επενδύσεις.
Η Πατρίδα, χάνει, ανά γενιά, τον χαρακτήρα της.

Αναρωτιέμαι, αν όντως στην επαρχία, είναι πιο καλοί, ο κόσμος. Ίσως επειδή είναι λιγότεροι. Δεν συνωστίζονται.
Ίσως πανεύκολα συλλογιστώ, πως μια πόλη στην επαρχία, μπορείς να την γυρίσεις με ποδήλατο. Βαίνει ικανό να μάθεις τα τοποθετημένα αξιόλογα, στέκια. Ξεχωρίζεις τα καθαρά πρόσωπα. Τις οικογένειες στις πλατείες. Τον αυθορμητισμό, να συζητήσεις με έναν άγνωστο σου.
Δεν φοβάσαι να βγεις για ένα βραδινό περίπατο, με κατάληξη μια μεγάλη πλατεία. Καθισμένοι στο παγκάκι. Απολαμβάνοντας ότι αισθάνεσαι εκείνη τη στιγμή.
Η φτώχεια, παραμένει κι εκεί.
Η ανάγκη να προβάλλεται η γύμνια. Μια κρυφή ανάγκη, να εκμεταλλεύονται τους ξένους, όντας ακριβή, η επαρχία.



Θα αφήσω τους πάντες, έξω από το σπίτι μου.
Δεν υπάρχουν.
Είναι μόνο, ρεαλιστικά 3D μοντέλα, στην τηλεόραση.
Κανείς δεν μπορεί να μου δώσει μια εργασία.
Αυτή είναι η δική μου η στασιμότητα.
Παρομοίως η δική σου, που δεν παραδέχεσαι: Δεν επιχειρείς ν’ αγαπήσεις ή ν’ αφήσεις να σε πλησιάσουν, επειδή φοβάσαι να πληγωθείς.

Ναι, είμαστε μόνο, λόγια. Οι άνθρωποι.

Μόνο τα ψηλά βαλάντια, έχουν δικαίωμα στην ζωή.
Οι υπόλοιποι, εμείς δηλαδή, θα κόψουμε απ’ όπου μπορούμε, από τα έξοδα. Δεν θ’ αγοράσουμε ούτε νέα ζευγάρια κάλτσες. Όμως θα μπαλώσουμε ή θα δανειστούμε, από συγγενείς (έτσι, για να θυμηθούμε, τι έκαναν οι δικοί μας οι γονείς, που έμπαινε ένας μισθός, μόνο, στο σπίτι, το οποίο θα εξοφλούσαν στην τράπεζα, έως τον γάμο, του πρώτου τους παιδιού).

Δεν θα αγοράσουμε εσώρουχα, ή ζεστά ρούχα για μέσα, στο σπίτι, ενώ δεν μας φτάνουν ούτε και για πετρέλαιο.
Θα θυμώσουμε που δεν έχουμε περιουσία, να βοηθήσουμε έναν συγγενή, που δεν μπορεί, ούτε να ζεσταθεί, στο σπίτι του.

Θ’ αδιαφορήσουμε για αυτούς, εκεί έξω, που πιστεύουν πως έχουν πρόσβαση στην μέσα πόρτα, της κατοικίας της ψυχής μας.
Θα θυμώσουμε –ορισμένες φορές- που οι γονείς μας, δεν σταματούν να μας ελέγχουν, ακόμη και μετά το γάμο μας.
(βέβαια, το χειρότερο είναι, να κρατάς μαζί σου, ως γονέας, το παιδί, έως μετά τα τριάντα, ώστε να έχεις παρέα!).

Δεν θα αντιμετωπίσουμε τα δικά μας λάθη.
Θα κρίνω εκείνον στην T.V. που νομίζει ότι είναι αστείος. Ή τους υπόλοιπους που ξεκατινιάζονται. Θα σπαταλήσω και άλλο χρόνο, για να κρίνω, και θα βάλω τους πάντες, αν χρειαστεί, στην άκρη, προκειμένου να μην κριθώ.
Παρομοίως όπως κρύβονται οι άρχοντες της χώρας, προκειμένου, να μη χρειαστεί να κριθούν μετά από τον ξυλοδαρμό των συνταξιούχων. Από τα θύματα, ληστείας, βιασμού –λόγω ανοιχτών συνόρων.
Τόσο καλά φυλαγμένοι, στα φρούρια τους. Προκειμένου να μην χρειαστεί να πάνε οι ίδιοι στο παντοπωλείο και εννοήσουν, πόσο ακριβά είναι τα τρόφιμα στα ράφια. Πόσο προνομιούχοι είναι οι άρχοντες, με τους παχυλούς μισθούς και τη μηδενική συνείδηση.
Λες και αυτούς δεν τους γέννησε μάνα.
Αλλά κάποιο φίδι: ο δικός τους άρχοντας, του κακού και της αδιαφορίας.

Έπειτα από δύο με τρία λεπτά, θυμάμαι τον λόγο, που νέοι άνθρωποι, εισχωρούν στην πολιτική:
Επειδή θαυμάζουν και μόνο, έναν πολιτικό. Δεν τους απασχολεί, πως, όποιοι και ν’ ανέβουν στην εξουσία, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα, στον βίο των απλών κατοίκων της πόλης.
Ξέχασαν ότι υπήρξαν, ότι είναι κι εκείνοι, τα νέα στελέχη, άνθρωποι απλοί. Που απλά, επιθυμούν μια σταθερή δουλειά.
Διαφορετικά, η ανησυχία, ξεκινά να υπηρετεί το κακό.
Ανησυχείς, μήπως δεν δουλεύεις αύριο. Δεν θα ψωνίζεις τα είδη, ενός χόμπυ σου. Κάποιος θα σου κάνει έξωση. Θα πέσεις στα μάτια των γειτόνων. Θα χρειαστείς την βοήθεια ορισμένων συγγενών.

Θα χρειαστεί να ρίξεις το ανώτερο ύφος σου. Το ανεξάρτητο πέπλο. Πληγωμένη όπως είναι η αυτάρκεια, ήδη. Ακόμη και στα συναισθήματα. Αφού καταντήσαμε να μην υπάρχει επαφή, ούτε και με συγγενείς που συμπαθούμε, ή ακόμη και μισούμε: για τα δικαιώματα τους σε όρους, όπως: δημιουργώ οικογένεια. Έχω φίλους. Δεν χάνω τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, που μ’ ενδιαφέρουν.
Όλα τα έχουμε και για όλα, παραπονούμαστε.

Στο χαζοκούτι, πιάνουν μερικούς μεγάλους ληστές, τραπεζών, δείχνοντας τις δεσμίδες με τα χρήματα, στο γυαλί. Δεν πάει ο νούς σου, ότι ορισμένες προσωπικότητες, θα θελήσουν να ψάξουν και να πιάσουν στα χέρια τους, παρόμοιες δεσμίδες;
Άνθρωποι τίμιοι, που εν ριπή οφθαλμού, προτιμούν το σκοτάδι και το συσσωρευμένο λίπος των ακαθαρσιών του.

Θα βάλω σε θρόνο τον εαυτό μου.
Θα σου πω: Μην νομίζεις ότι θα γλιτώσεις την μήνυση, επειδή κρύβεσαι πίσω από την ανωνυμία, στο ίντερνετ.
Ανωμαλάρα του κερατά.
Μπορώ να σε εντοπίσω. Στέλνοντας σε στο δικαστήριο, όταν το θελήσω.

Είναι πανεύκολο.


Οι απλοί άνθρωποι,

έχουν ανάγκη να ξετυλίξουν το κουβάρι της κοινωνικότητας.
Θα βγούν από το σπίτι, με την ίδια άνεση που τους τραβά ένα ντοκιμαντέρ για ταξίδια.

Θα σε κοιτάξουν στα μάτια.

Σε ρωτούν:

- Πως είναι η πόλη σου;
Τι αισθάνεσαι ενόσω περπατάς στα σοκάκια τα χαρακτηριστικά, με τα μικρά μαγαζάκια, στο ισόγειο πέτρινων κτισμάτων. Τα οποία ο ήλιος χαϊδεύει. Το ξεθωριασμένο χρώμα στους εξωτερικούς τοίχους, αποδέχεσαι. Γιατί όχι, και αγαπάς.
Κάποιες φωνές, που διαλαλούν ένα εμπόρευμα.
Τη νύχτα φωτίζονται τα μαγαζάκια.

Τη μέρα, αν είσαι τυχερός, θ’ ανακαλύψεις εκείνες τις παλιές συνοικίες, με τα σφραγισμένα εργαστήρια. Το καταπονημένο παρουσιαστικό.
Ονειρεύεσαι, πως μεμιάς η καρδιά σου, θα τα επαναφέρει στους πρωτινούς χρόνους της παλιάς τους δόξας και απλότητας.
Οι σκληρές και οι απαλές φωνές, θα χαϊδέψουν την ακοή.
Θ’ ανασάνεις. Πιστεύοντας ότι είσαι μόνιμος κάτοικος, επαρχιακής πόλης. Αυτόματα, αν είναι η κλίση σου, θ’ αποζητήσεις τα μουσεία που σου κρύβουν την παράδοση του λαού σου.
Αν είσαι κοινωνικός, θα γίνεις μέλος σε κοινότητες που αγαπούν την Παράδοση. Θα γραφτείς σε μαθήματα φωτογραφίας, ζωγραφικής.
Θα επιστρέφεις σπίτι, ήρεμος και γεμάτος.

Το λόγια δεν θα ‘ναι, ζεστός ή ψυχρός αέρας, ανά εποχή.
Ένα δικό, σώμα, θα σταματά τα ηχητικά σήματα. Τα απορροφά. Τα συγκρατεί ή απομακρύνει, την ήρα.
Ζητά ξανά και ξανά, τη μυρουδιά του φούρνου. Την ευωδιά των λουλουδιών. Την υγεία μερικών βλεμμάτων, που γνώρισαν τι σημαίνει: ανθρώπινο, είδος.

Παντού άνθρωποι.
Στις γωνίες, οικοδομικών τετραγώνων, χάνοντας τους από το βλέμμα
Μεροκάματου υπάλληλοι και ιδιοκτήτες ψιλικών.
Ένας θα πάει, ακόμα. Θα βοηθήσει να κυλήσει ο χρόνος. Να ξεσκονιστεί το βαρετό ωράριο.
Ένα τραπεζάκι. Δύο καρέκλες. Μια φίλη στο πλάι. Ένας φίλος. Ένας άνθρωπος που βαπτίζεται, φίλος, επειδή προτιμά την ευγένεια, την καλοσύνη. Την ευθύνη να μην χρωστά.

Εσύ που προσπαθείς να μην χάνεις το κουράγιο. Πράττοντας το καλό, το μεσημέρι. Ενόσω πέφτει το φως ή ξυπνώντας η νέα ημερομηνία. Λαβαίνοντας σε απλή ανταπόδοση, του: προτιμώ το καλό, μικροχαρές ή προβλήματα, μικρά, μόνο.






Θα θυμηθώ ότι έχω ανάγκη από κούρεμα.
Αυτό το διάστημα, ο καιρός είναι συνήθως, άσχημος.

Αφήνω τα γυαλιά ηλίου, στην θήκη.

Αναγκάζομαι ν’ αφήσω, γυμνό, το βλέμμα. Περπατώ στα βαπτισμένα στενά. Μερικοί ψάχνουν ανοιχτά, από την οπτική τους γωνία, άλλα μάτια. Άλλοι περπατούν στον δικό τους κόσμο.


Περιμένω την σειρά μου.
Μερικά περιοδικά στο τραπεζάκι, περιμένουν να σηκώσω το βάρος του υλικού τους.
Παρατηρώ ένα γύρω. Καθρέφτες. Ένα ενυδρείο. Ένα ηχοσύστημα. Ο μεγάλος καναπές που κάθομαι. Κομμένα μαλλιά στο πάτωμα. Η φιγούρα του κουρέα που μετακινείται, διαλέγοντας γωνία, λευτερώνοντας κάθε νέο κεφάλι, από το πέπλο του. Ξεχωρίζοντας η σημασία του φύλου: άντρας. Κοντά μαλλιά, άξιος άντρας.

Περιμένω τη σειρά μου.
Απ’ έξω, περνούν καροτσάκια, λαϊκής, μισογεμάτα ή μισοάδεια.
Είμαι κάτοικος μιας πόλης που δεν κοιτά την θάλασσα. Έχουμε γύρω, βουνά. Ή απλά επειδή δεν ψάχνω, μήτε το καθημερινό ηλιοβασίλεμα.
Θυμάμαι μερικά βράδια στην ταράτσα.
Τ’ αστέρια εκεί ψηλά, ξαπλωμένος σε δυο σανίδες, πρόχειρα κολλημένες. Με τσιμεντόλιθους για πόδια, τούτο το τωρινό παγκάκι.

Θυμάμαι τους συγγενείς που έφυγαν, και πια, έπαψαν, να τρώνε, να μιλούν. Να πλένουν τα ρούχα. Να κοιτούν τα δέντρα στα πεζοδρόμια. Να επισκέπτονται τα παζάρια, την κυριακή.

Θα θυμηθώ ότι δεν είμαι τίποτα σημαντικό. Ότι ζω, ακόμη. Κάποιοι ανέλαβαν να με φέρουν ως εδώ. Επειδή οι Κρατούντες, στάθηκαν άτυχοι, και δεν βρέθηκε κανείς, να μου απαγορέψει να γεννηθώ, ως δεύτερο παιδί.
Κανείς δεν με απήγαγε στην κλινική, μετά τον τοκετό.
Δεν με έσφαξε για τα όργανα μου. Δεν με πούλησε για έναν ξερό μισθό, ή μερικές δεσμίδες, φακελάκια.

Ζω και ονειρεύομαι τα μικρά πλάσματα πάνω στη γη, που δεν είναι ικανά ν’ αφήσουν τα ίχνη τους στο χώμα. Ορισμένα κατέχουν μια διαπεραστική φωνή.
Φωνή ανά εποχή.
Φωνή, μερικές νύχτες.


Θα βγω στο μπαλκόνι. Θα ψάξω για λίγο πράσινο. Να θυμηθώ.

Θα καταλάβω, πως τα μικρόβια δεν εισχωρούν στο σώμα, αν εμείς δεν τα αφήσουμε. Αν υποστηρίξουμε τον οργανισμό μας.


Θα βγω. Ως άντρας, θ’ αποζητήσω, γυναικείες φωνές.
Παρομοίως και οι γυναίκες, φωνές αντρικές.

Φορές, απορούμε, γιατί, δύο φύλα.
Οι άντρες δεν χωνεύουν την έννοια, μάνα, γέννηση. Δημιουργία. Σκέφτονται τα κτίσματα που έχτισαν. Ιδίως τα πέτρινα, που στα θεμέλια, ο ιδρώτας τους έχει οδηγηθεί στον υδροφόρο ορίζοντα.
Συλλογίζονται τα σχέδια που έγιναν μηχανές. Χρήσιμα, άχρηστα ή επιπόλαια, καταναλωτικά είδη.
Μαθαίνεις για τον γυναικείο οργανισμό, μα εξακολουθείς να αρνείσαι την έννοια της δημιουργίας.

Θα ‘πρεπε, τα παιδιά, μόλις γίνονται δεκαοχτώ, ένας νόμος να επιβάλλει να απομακρύνονται από τους γονείς. Μετακομίζοντας σε άλλη πόλη.
Μόνο τότε, καλλιεργείται η υπευθυνότητα.
Μόνο τότε, τα λόγια δεν κουράζουν.

Μόνο τότε, δέχεσαι την αδυναμία σου.
Μόνο τότε, θα συμβιβαστείς. Ή απλά θα εξακολουθείς ν’ αδιαφορείς. Λες και ο άλλος είναι κάτι σίγουρο. Κάτι που θα βρίσκεται, πάντοτε, εκεί.
Όπως η παρουσία της γλώσσας και της γραφής, που μας διευκολύνει στην επικοινωνία.

Οι άφιλτρες γνώσεις, όσες έχουν παραμείνει, σε παλιές εγκυκλοπαίδειες. Που ονομάζω μη επίκαιρες. Επειδή τα σύνορα αλλάζουν. Ο πληθυσμός. Τα εξαφανισμένα είδη. Τα μη γνωστά.

Γνωρίζω τι σημαίνει ηλιοβασίλεμα. Τι, έρημος. Τι, μεμονωμένα, διαφορετικές παραδόσεις.
Τι χάσμα όμως με χωρίζει από τόπους χωρίς ρεύμα, πόσιμο νερό, ή ενδιαφέρον να θαυμάσεις τους ξερούς βράχους. Τα περίεργα σχήματα τους. Και πως είναι δυνατόν, τόσοι τόνοι, φορές, να στηρίζονται σ’ έναν λεπτό κορμό, από βράχο.
Τόποι και άνθρωποι, με πλήρη άγνοια και ανάγκη, να ψάξουν το νέο μουσικό cd, την νέα ταινία. Δεν τους ενδιαφέρει η ιστορία της ποίησης. Της γραφής. Το αρχείο των θεατρικών παραστάσεων.
Γεννιούνται, ζουν, πεθαίνουν, με τα ελάχιστα, τριτοκοσμικά, λες, χρειαζούμενα.
Μόνη τους έγνοια, το κοπάδι με τα γίδια ή τις κατσίκες. Τα πρόβατα. Ελάχιστη η βλάστηση. Ο ήλιος, ζεστός τιμωρός. Η νύχτα, κρύα βρύση.

Η μέρα, παγωμένη, κοντά στους πόλους.

Τη μέρα, υποθετικά, ξυπνούμε.
Όταν πέφτει το σκοτάδι, νυστάζουμε.
Δεν ρωτώ, γιατί συμβαίνει.
Γιατί γερνώ. Γιατί, φορές, συνειδητοποιώ τις ανοησίες μου.
Δεν ρωτώ τα αυτονόητα.
Ή για τον γραμμένο, αιώνιο νόμο, της διαιώνισης του είδους. Του να θέλω να βρίσκεσαι σε δικό σου χώρο, σταθερό, με εκπρόσωπο του αντίθετου σου φύλου.
Το δέχομαι –αν δεν το αποφεύγω- όπως την καλημέρα που ανταλλάσσω (εμείς οι λίγοι).

Δέχομαι τα αυτονόητα.
Αγνοώ, ορισμένα αυτονόητα. Γιατί μια γυναίκα, αγαπά έναν άντρα. Ποια, θα μου λύσει, αυτή την




Απορία;

Θα δεχτώ, στα δύο υπόλοιπα, τρίτα, του βίου μου, -υποθετικά- πως ορισμένοι άνθρωποι, είναι ικανοί να θεωρούν, άγνωστους τους ανθρώπους, ως φίλους.
Θα το δεχτώ, όπως ότι υπάρχει ουρανός και όριο στην ατμόσφαιρα, όπου το οξυγόνο λιγοστεύει, έως δεν υφίσταται πια.
Επιμένω να δεχτώ τα αυτονόητα. Τα υλικά και τα άϋλα.
Θα ρωτήσω μια γυναίκα, γιατί αγαπά έναν άντρα. Όμως, θα δεχτώ, εξίσου, πως δεν θα λάβω απάντηση.

Παρομοίως όπως δεν δέχομαι την ανωτερότητα της πόλης, έναντι του χωριού. Στο οποίο, λερώνεις τα παπούτσια, με λάσπη και σκόνη. Όπου τα σπίτια, υποστηρίζω, πως δεν είναι αντισεισμικά. Που να βρεθεί, εκεί, σινεμά, θέατρο. Εκθέσεις ζωγραφικής. (Εκεί όμως, το νερό είναι γάργαρο και δροσερό, στις βρύσες. Στις πλατείες).
Που να βρεθούν, εκεί, επομένως, πρόσωπα, με έμφυτη την ανάγκη για προβολή, και καθεστώς, μεγαλύτερης ανωτερότητας..
Που να βρεθούν, εκεί, στο χωριό, κομμωτήρια, SPA. Νυφικά μεγάλων μόδιστρων (σίγουρα, άντρες, δεν είναι).
Δεν συναντάς στο χωριό, γνωστά σούπερμάρκετ, ή μαγαζιά με επώνυμα ρούχα.
Μόνο όμορφες πλατείες, με πλατάνια και καθαρό αέρα, δηλαδή! Απλά, για παραθερισμό. Να θυμηθούμε ορισμένες αξίες.

Χωριό μου.
Με το ποτάμι που κατεβαίνει απ’ το βουνό. Με μυρουδιές φρέσκων, αμόλυντων, λαχανικών. Μυρουδιές αιγοπροβάτων.
Όπου οι δρόμοι, είναι σαν πέτρινες αιώνες πλάκες.
Έχεις στο πλάι, ένα οικείο πρόσωπο.
Τα σπίτια βρίσκονται σε διαφορετικό επίπεδο. Ένεκα το βουνό.
- Να, εδώ, πίσω από τον τοίχο, υπάρχει εσωτερική αυλή.
Εδώ έχει ένα μαντρί. Εκεί έχει αργαλειό, μια θεία μου. Τα συγγενικά σπίτια, επικοινωνούν ανά επίπεδο, με ξύλινες σκάλες. (Στο χωριό, όλοι αισθάνονται συγγενείς, μεταξύ τους).

Θυμάμαι που πλενόμασταν, στις διακοπές, μικρά, σε αλουμινένια παράγκα, μες, σε μια σιδερένια λεκάνη. Μ’ ένα ποτιστήρι από ψηλά, ή ρίχνοντας νερό με ένα κατάλληλο μπρίκι.
Το απόγευμα θα πάρω μια καρέκλα, στην αυλή, να χαλαρώσω, θωρώντας το βουνό, τα δέντρα. Τα πέτρινα σπίτια.
Θα χαιρετώ τους περαστικούς.

Το φως θα πέφτει. Θα διακρίνω την διαφορά.
Η γιαγιά –αν ζει- θα τηγανίζει πατάτες στο στενό τηγάνι. Τι όμορφο που είναι το χαμόγελο της. Με τι ενδιαφέρον, αλλάζει τηγανιά. Κι άλλη, κι άλλη. Το τυρί, κατσικίσιο, πικρό, αλλά τόσο ωραίο. Το ψωμί, στον ουρανίσκο, ψωμί. Το γάλα, θα ‘ναι γάλα. Ο οργανισμός μου, είναι ευτυχισμένος.


Αργά το απόγευμα, θα κατεβούμε στην πλατεία. Θα σταθούμε απ’ έξω από το μαγαζί, με το ξύλινο, φθαρμένο, πάτωμα, που τρίζει. Με τους πάγκους που πωλούνται καραμέλες, με γεύση, καραμέλας.
Κοιτώ το καφενείο απέναντι. Τα γεροντάκια.
Αυτόματα θυμάμαι, δυό γεροντάκια πίσω στην πόλη, στην βεράντα, σ’ ένα ΚΑΠΗ.

Κάποιος θα μας κεράσει, λεμονάδα. Χαμογελούν εγκάρδια, επίσης, τα μάτια μας.

Κάποιος θα διηγηθεί, αν είσαι τυχερός, την ιστορία του χωριού. Πως, οι γερμανοί, έκαψαν όλα τα σπίτια εκτός από ελάχιστα, που τους εξυπηρετούσαν. Μπορεί και να μάθεις, πως πλένονται οι βελέντζες, στους νερόμυλους.
Αν δεν είσαι στεριανός, θα είσαι τυχερός που τουλάχιστον, πέρα και πάνω από τα στρέμματα με τις ελιές, θα σε θαμπώνει το γαλάζιο της θάλασσας. Η θύμηση μιας παλιάς βόλτας με το άλογο. Οι περίπατοι με τον πατέρα έως βαθιά στα κτήματα.
Είναι όμορφη αίσθηση το χωριό.
Εκεί, σε ρωτούν ποιανού είσαι. Βλέπεις, όλοι γνωρίζονται εδώ. Δεν αδιαφορεί ο γείτονας. Ο γείτονας δεν είναι κολλημένος στην τηλεόραση. Ξέρω, πέρασαν πολέμους. Εμφύλιο. Δικτατορία.
Πόλεμο αληθινό. Όχι στο χαζοκούτι.



Εγώ που δεν γνώρισα πόλεμο, μα έχω άποψη για την κατεχόμενη Κύπρο! Για τους σφαγμένους λαούς!

Πίσω στην πόλη, στο πολιτιστικό κέντρο, ξανά, το απόγευμα, θα ζητήσω την άποψη του φίλου και υπεύθυνου –για τον χώρο ετούτο- περί του σημερινού καθεστώτος: Αν, είμαστε ή αν αισθανόμαστε και κατά πόσο, ελεύθεροι.

(Είναι μέσα Μάρτη. Οι μέρες που αισθάνεσαι την ανάγκη να βγεις και να δεις, γνωστούς. Φίλους. Οι πρώτες ζέστες. Η μικρή εσωτερική, καρτερία, θυμούμενοι το καλοκαίρι).

Φίλοι. Άλλο δάνειο αυτό (παρομοίως η αγάπη).




Σ’ αυτό το χώρο του πολιτιστικού κέντρου, όπως και σε κάθε τι που αξίζει και ωφελεί τη ζωή μου, πάντοτε, κάποιος άλλος, με οδηγεί.
Είναι κι αυτό, μια μορφή προστασίας.


Στο ισόγειο, βρίσκονται 3 μπιλιάρδα. Ένας μικρός χώρος με βιβλία, πλάι στο γραφείο. Μια εσωτερική κουζίνα, στο βάθος της αίθουσας. Στο πατάρι, δίνονται μαθήματα ζωγραφικής.
Καθόμαστε και τα λέμε.
Είναι και κάτι παιδιά που εκπαιδεύονται, χτυπώντας τις μπάλες σ’ ένα τραπέζι μπιλιάρδου.


Ο συνομιλητής μου έχει περάσει τα πενήντα, αλλά διατηρείται.
- Τι λες; Ρωτά. Θα ‘χει ήλιο, αύριο;
- Πιστεύω να είμαστε τυχεροί, απαντώ. Έχω βέβαια –χαμογελώ- πάρα πολύ καιρό, να παίξω μπάσκετ.
- Καλά θα τα πας, μου λέει. Εξάλλου, οι ελεύθεροι άνθρωποι, διατηρούν τα ταλέντα τους.
- Το ενδιαφέρον, να χρησιμοποιεί κανείς, αυτό το δικαίωμα.
- Κάπως έτσι, συγκαταβαίνει. Το δικαίωμα να είσαι υπεύθυνος της ελεύθερης σκέψης, μετά θετικών πράξεων. Που δεν καταστρέφουν την φυσιογνωμία της αξιοπρέπειας, εκείνου που επιθυμεί να παραμένει ελεύθερος. Να συμμετέχει όπου μπορεί να παραμείνει η άποψη του και να έχει βάσεις, ο ιδιοκτήτης της άποψης. Να είναι ικανός να συγκρατεί τα νεύρα του και να μην προκαλεί. Όχι φυσικά, καταπιέζοντας το δικαίωμα έκφρασης, μα επειδή, κάποιοι έχουν ως μέλημα τους, ν’ αρχειοθετούν ότι είπες. Σ’ αφήνουν λίγο λάσκα, και μετά βρίσκουν την πρόφαση για να στρέψουν εναντίον σου, την ελευθερία που η πολιτεία, σου παραχώρησε.
- Δηλαδή να φοβόμαστε;
- Όχι, προς Θεού, χαμογελά. Απλά, να μην είσαι ως άνθρωπος, κυκλοθυμικός. Να μην αφήνεις υπόνοιες που δεν θα μπορέσεις να καλύψεις.
- Σε μια γη όπου τα πάντα συγκαλύπτονται. Τα πάντα διαστρεβλώνονται. Τα πάντα κατασκευάζονται;
- Κατασκευάζονται. Συμβαίνει. Ναι. Αυτή είναι η ομορφιά της εξαπάτησης, με κοιτά με σοβαρό ύφος. Ποιοι είμαστε βέβαια –προσθέτει- ως απλοί πολίτες, να καταφέρουμε ν’ ανιχνεύσουμε καταστάσεις, στις οποίες δεν θα θέλαμε ν’ ανήκουμε. Ούτε όμως και ποτέ, μας ανήκαν, ως φυσιογνωμία λαού.
- Όχι ότι δίνει κανείς, σήμερα, σημασία στον λαό.
- Αυτό δεν συζητείται, πλέον. Είναι μια χαμένη έννοια, φίλε μου. Να κεράσω κάτι;
- Όχι, απαντώ. Ευχαριστώ.
- Εμείς οι απλοί άνθρωποι, μπορούμε μόνο να εκμεταλλευόμαστε τη στιγμή, και να πιστεύουμε, ότι είμαστε ελεύθεροι.
- Αφού μας αφήνουν να δουλεύουμε. Χαμογελώ.
- Για να μας τα αρπάζουν (γελά, τώρα).
- Δεν ξέρω αν είμαστε πραγματικά ελεύθεροι, συνεχίζει. Ο καθένας έχει και τον εσωτερικό εαυτό για να πολεμήσει. Έτσι αδύναμος όπως είναι. Συχνά, πιστεύουμε ότι τα ελέγχουμε όλα, όμως το ράγισμα και η επικείμενη καταστροφή, είναι θέμα μόλις λίγων ημερών.
- Καταλαβαίνω, κουνώ καταφατικά, το κεφάλι. Φυσικά, υπάρχουν και κατηγορίες ανθρώπων ή ομάδων, οι οποίοι οργανώνουν οι ίδιοι, τις παγίδες τους.
- Ώστε να μην τις δεις καν, μιλά.
- Παρομοίως όπως νομίζεις, πως βρήκες έναν άνθρωπο που ανοίγεται, ο οποίος τελικά, καταλήγει κι αυτός, να προτιμήσει την ανεξαρτησία του.
- Για να το λες, φίλε, κάτι θα ξέρεις.
- Συμβαίνει και στο ίντερνετ (σηκώνομαι να ξεμουδιάσω). Όλοι τελικά –συνεχίζω τη σκέψη μου- καταλήγουν να αρνούνται τις ελευθερίες που μπορούν να κερδίσουν. Ακόμη κι εκείνοι που θα σου πουν το αντίθετο. Ή θα υποστηρίξουν, πως δεν είναι στάσιμοι. Ακόμή κι εκείνοι που έχουν ολοκληρωθεί στην ζωή τους.
- Θα μιλάς για απιστία –ρίχνει μια ματιά στα παιδιά που φεύγουν, καληνυχτώντας.
- Ελευθερία να απιστούμε. Ναι. Συμβαίνει κι αυτό. Δήθεν πως ολόκληρη ζωή δεν έχουν δει χαρά, ορισμένοι. Τότε, γιατί παντρεύτηκαν; Δεν ήταν ευτυχισμένοι, τότε; Δεν υπήρξαν ποτέ;
- Θα μάθεις κάποτε. (χαμογελά).
- Δεν θέλω να μάθω, υψώνω ελάχιστα, τη φωνή. Δεν είναι αυτός, ο χαρακτήρας μου.
- Αν αισθανθείς την έλλειψη, θα έρθει κι η δική σου η σειρά.
- Όχι, ευχαριστώ.
- Έλα τώρα. Δεν είναι κάτι κακό. (Έχει στο αίμα του, την αμαρτία).
- Όπως κακία δεν είναι να κοροϊδεύεις τον άλλο, φαντάζομαι.
- Ώ, αυτό, θα ήταν μεγάλη κακία –δίνει έμφαση στη φράση.
- Η κοροϊδία είναι, βέβαια, -προσθέτει- μια πλευρά της ελεύθερης φύσης, του ανθρώπου.
- Όσο γι’ αυτό.
- Μην περιμένεις, φίλε μου, ότι δεν θα βρεθούν κάποιοι άρρωστοι, που να μην κοροϊδέψουν την καλή σου την καρδιά.
- Βέβαια, πρέπει ο καθένας να τακτοποιεί το σπίτι του, αρχικά.
- Κι ύστερα να δίνει συμβουλές; Ρωτά.
- Δεν ξέρω για συμβουλές. Απλά να βρίσκεις χρόνο για τον εαυτό σου. Να περιποιείσαι το πνεύμα σου.
- Ή την ψυχή.
- Κι αυτό, ναι. Συγκαταβαίνω.
- Και πως θα συντελεστεί αυτό; Ρωτά.
- Μάλλον διαβάζοντας την Καινή Διαθήκη, απαντώ.
- Πιστεύεις ότι δίνει κανείς, προσοχή, σήμερα;
- Δεν ξέρω για προσοχή. Είναι εξαιρετικά ελάχιστοι, εκείνοι, που Εκκλησιάζονται, και παράλληλα, μελετούν την Γραφή.
- Εσύ την μελετάς;
- Εγώ; Ψελίζω.
- Εσύ, ναι.
- Όχι.
- Γιατί;
- Έεε, γιατί δεν έχω δει κανένα καλό στη ζωή μου, ώστε…
- Να ευχαριστείς γι’ αυτά που έχεις.
- Μάλλον, χαμογελώ αδέξια.
- Αλλά την έχεις διαβάσει, έτσι δεν είναι;
- Μερικές φορές.
- Και τι αποκόμισες;
- Κάποιες καλές απόψεις. Κάποιες πνευματικές αλήθειες. Ένα βοήθημα για να είσαι καλός.
- Λες και ο άνθρωπος δεν μπορεί μόνος του, να διαλέξει, μιλά κάπως ειρωνικά. (Ή το κάνει για να με δοκιμάσει;).
- Δίνει καλά παραδείγματα, πώς να φερόμαστε. Κατά την γνώμη μου βέβαια, Ή τον Θεό θ’ ακολουθήσεις, πιστά, σ’ ότι σου Ζητά, ή θα διαλέξεις τα τεχνολογικά επιτεύγματα του ανθρώπου.
- Δεν υπάρχει μέση οδός;
- Δηλαδή; Ρωτώ.
- Να κάνεις το καλό, και συγχρόνως να χρησιμοποιείς τα απαραίτητα, μόνο, της ανθρώπινης ευρηματικότητας.
- Δεν νομίζω –ξανακάθομαι. Είναι τόσα, που γράφει, μέσα, που μόνο ένας άγιος, ή κάποιος που θα διαλέξει ν’ απαρνηθεί, κοσμικότητες, τηλεόραση, μουσική και ειδήσεις για να μην αναστατώνεται, είναι ικανός ν’ αντεπεξέλθει και να ηρεμήσει την ψυχή του.
- Γιατί; Δεν πιστεύεις ότι ο Θεός, δίνει δύναμη, σε όσους Τον αγαπάνε;
- Μπορείς να αγαπήσεις, τον Θεό;
- Έεε, μάλλον.
- Είναι αυτός ο δισταγμός –συνεχίζω ο ίδιος την κουβέντα. Είναι αυτός ο δισταγμός, να ευχαριστήσεις κάποιον που δεν βλέπεις, και δεν σου δίνει καμιά σημασία.
- Μου φαίνεται ότι μιλάς για λογαριασμό του Θεού. Λες και ξέρεις, πως, Εκείνος, Σκέφτεται, και Δρα.
- Όχι, όχι. Δεν εννοούσα κάτι τέτοιο –παίρνω το σοβαρό μου ύφος. Απλά..
- Εκφράζεις ελεύθερα την αυθόρμητη άποψη σου, με διακόπτει.
- Ναι. Μάλλον.
- Δεν είσαι σίγουρος.
- Πως. Είμαι. Απλά σκέπτομαι και εκφράζω, ότι δεν είμαι σε θέση, όχι να τα λάβω από τον Δυνατό, αλλά ότι εγώ δεν είμαι ικανός να διαλέξω. Ή θα παρατήσω τις ασχολίες μου: Τηλεόραση, υλικά αγαθά. Βιβλία παραμύθια και πόσα άλλα, δηλαδή, που οδηγείται ο νους μου, ώστε να αποσπώμαι από την συνεχόμενη γκρίνια των υπολοίπων, παραδίνοντας τον εαυτό μου στο τίποτα και τη βαρεμάρα. Κάτι ακατόρθωτο, δηλαδή. Ή θα εξακολουθήσω να στηρίζομαι σε ανθρώπους. Βάζοντας στην άκρη, τον Θεό.
- Ο καθένας διαλέγει –σα να βαριέται.
- Μάλλον.

Σηκώνομαι. Βρίσκω μια δικαιολογία και αποχαιρετώ.
Μ’ είχε κουράσει όλη αυτή η συζήτηση. Το πνεύμα ν’ απόλογούμαι για κάτι, που ούτως ή άλλως, δεν αφορά, κανένα.
Μήπως κι ο ίδιος, αρχίζω να παρουσιάζω σημάδια απάθειας;
(Ή συνέβαινε κι από παλιά;).

Kάπου εκεί καταλήγει ένας άνθρωπος, που μια ζωή, πρόσφερε, όμως τελικά, κανείς δεν του έδειξε




έλεος.

Φορές, διαφημίζουμε ότι κατέχουμε το προνόμιο στο να δείχνουμε έλεος. Είμαστε ..ανώτεροι, δηλαδή.

Σα να λέμε: αγκαλιά. Τι είναι αυτό; Πρέπει να της δίνω σημασία;


Πρέπει να δώσω σημασία στους άλλους;
Κάθεσαι στο σαλόνι και συλλογίζεσαι: - Μα τι μου λέει τώρα, αυτός, στο ιντερνετ, που δεν έχω δει, ούτε το σπίτι του, ούτε γνωρίζω πως ζει, ξανά, νάτος, μου εκδηλώνει την πρόσκληση: δείξε ενδιαφέρον στα λεγόμενα μου.
Μπορώ.. εύκολα ν’ αδιαφορήσω για τους άλλους.
Τι με νοιάζει, που προσπαθούν, να μάθουν οι άλλοι, πως έχουν καλή καρδιά;
Απλά, έχω.. έναν καλό λόγο για να τους ζηλεύω.
Επειδή προτιμώ ν’ αδιαφορώ. Ανεξάρτητα όπως είμαι!


Η μεγάλη φούσκα, να μιλάμε συνεχώς. Αποδεικνύοντας πως είμαστε, καλά. Μη έχοντας όμως, τύψεις, για το ότι βρίζουμε τους γονείς. Και με τις πράξεις μας. Ιδίως όταν, σπάνια, ορισμένοι από αυτούς, δείχνουν έλεος, υπονομεύοντας μας.
Ακόμη κι αυτούς που δεν λειτουργούν με ρεύμα, κάθε φορά που θ’ ανάψουμε το κομπιούτερ (άρα, μόνο τότε, ζουν, αυτοί στο ιντερνετ), ακόμη εν τέλει κι εκείνοι που μας γέννησαν ή απλά θέλησαν να κάνουν παρέα, έξω, μ’ εμάς. Ακόμη και τότε, ναι, τους φτύνουμε. Την ώρα που τους δίνουμε το δικαίωμα ύπαρξης –τους παρέχουμε ρεύμα..
(Φορές αναρωτιέται, κανείς, γιατί πρέπει ο άλλος, ν’ αξίζει έλεος).


Το έλεος μας επιβιώνει, όταν οι ίδιοι το επιθυμούμε. Παρομοίως όπως παραπονούμαστε, πως δεν μας προσέχουν –εννοείται, όταν είμαστε, μόνον, αδύναμοι.
Όταν οι ίδιοι το επιθυμούμε. Δηλαδή κάτι τριήμερα ελεύθερα. Χριστούγεννα, Πάσχα. Κάπου μεταξύ των ημερών που παίρνουμε άδεια από την δουλειά. Ή επιτρέπουμε στους άλλους να μας πλησιάσουν.

Μόνο ο Θεός δείχνει έλεος.
Εμείς είμαστε ανώτεροι απ’ τον Θεό!
Γι’ αυτό και αδιαφορούμε για Εκείνον!


Για εμάς, έλεος, αξίζουν μόνο, οι αδυναμίες μας:
Θέλω σοκολάτα. Θέλω διακοπές. Θέλω.
Δεν ξέρω τι θέλω.
Ποιος είσαι εσύ, για να με κρίνεις.

Ώ! Για δες, είμαι ανώτερος.
Ρίξε μια ματιά, στα νέα μου παπούτσια.
Πως σου φαίνεται το σακάκι μου; Γνήσιο δέρμα.
Καλό, έ;




Έλεος; Τι ‘ναι αυτό;
(Αγκαλιά; Είναι κάτι πρέπει να δίνω, σημασία;).
Έπειτα σε ονομάζουν σκληρό. Ψυχρό. Απόμακρο.
Λένε: δεν είσαι καλά.
Δείχνουμε υπομονή, και μας έχει γραμμένους. Δεν δείχνει, έλεος!
Εμείς, εμείς, εμείς.
Εμείς που δεν θελήσαμε ποτέ, να σε μάθουμε. Τα όνειρα σου. Τα ανώτερα.. ένστικτα σου. Τι σου λείπει. Τι δεν σου δώσαμε, δεν μας λες.

Λες, κι εσύ ρώτησες, ποτέ, αν είχαμε να τα βγάλουμε, πέρα. Αν η δική μας εποχή είχε ιδέα από διαφημίσεις. Έγχρωμες τηλεοράσεις. Αγαθά.

Μα εγώ θα σας απαντήσω: όπως δεν είχατε όρεξη, τα καλοκαίρια, να πηγαίνετε στη θάλασσα. Ή να βγαίνετε να περπατάτε στη φύση.
Εδώ δεν δείξατε εσείς, έλεος, στον ψυχισμό σας.
Πως περιμένατε να σας δείξω, εγώ.




Εγώ που δεν έζησα τίποτα ουσιαστικό, για την ηλικία μου.

Κοιτώ τους εικοσάρηδες κι αισθάνομαι ότι έχω γεράσει. Στα 34 μου.
Φαντάζομαι ότι φυλάνε κατουρημένες ποδιές για μια θέση στο δημόσιο. Ποιος είσαι εσύ, που θα βρεις μόνιμη δουλειά, ακόμη δεν βγήκες απ’ το τσόφλι;



Δεν θα δείξω έλεος, σε κανέναν που πάει κόντρα στον ψυχισμό μου. Στις δημοκρατικές μου ελευθερίες. Στις εργασιακές μου απαιτήσεις. Σε όσους δεν θέλησαν να παραλείψουν τα λάθη μου. Μη δείχνοντας μου έλεος. Ρατσιστές του “αντι-ωραίου” που δεν συμφωνεί με το μπουλούκι.

Δεν θα δείξω έλεος, σε κανέναν γονιό, που εξωτερικεύει προτίμηση, στο ένα του παιδί, γράφοντας από τώρα, ένα περιουσιακό στοιχείο. Κλωτσώντας το άλλο παιδί, στα “αχαμνά”, επειδή το άλλο παιδί, δεν έβγαλε πανεπιστήμιο!

Το έλεος, είναι μια ακόμη, λέξη.




Λατρεύω τις συμπτώσεις που με βάζουν στη θέση μου. Τις σιχαίνομαι. Εξίσου.
Ως άνθρωπος, αντιδραστικός, όπως όλοι μας που είμαστε λόγια, και πράξεις, μηδέν.

Στην ζωή, όταν περπατάς έξω, δεν σε συνοδεύει κάποιο ορχηστικό. Μια μουσική που εξυμνεί ή συμπαρίστανται στα αισθήματα σου, ή στο πως θα έπρεπε να είναι ο κόσμος.

Εκεί έξω, κάποιος θα κόψει τις φλέβες του, σήμερα.
Κάποιος άλλος θα πρωτοκάνει έρωτα και θα νοιώσει αηδιασμένος.
Άλλος ένας, θα καταταχτεί για τη θητεία του, χάνοντας την ελευθερία του!
Κάποια γυναίκα θα φοβηθεί κι αυτή, την πρώτη φορά.
Κάποια άλλη θα αρνηθεί το καθεστώς της ζωής, μόλις στα 22 της.
Κάποια άλλη θα φοβηθεί το άνοιγμα του άντρα που της μιλάει, ο οποίος της ανοίγει το παράθυρο μιας άποψης ζωής, μες το φόβο της κόλασης. Εκείνη θ’ αρνηθεί να κοιτάξει έξω από εκείνο το παράθυρο, μήπως και πάψει κι η ίδια, να πιστεύει στη ζωή.
Κάποιοι άλλοι, θα αρνηθούν να δουλέψουν. Θα αρνηθούν τη ζωή. Το δικό σου και το δικό τους, έλεος.
Θα πάψουν να έχουν ενδιαφέροντα, και πιο συχνά από πριν, θα τεμπελιάσουν: η νέα ερμηνεία της έλλειψης αγκαλιάς.



Κάποιος άλλος, θα έχει γράψει ήδη την γνώμη του για τη ζωή, μα αγνοεί και το ξέρει, πτυχές της ζωής.
Θ’ αποφασίσει να μην δείξει έλεος, σε καταστάσεις που δεν έχει βιώσει. Θα ευχαριστηθεί, που επιτέλους επαληθεύεται. Θα φάει κάτι. Ένα ποτήρι νερό, θα δροσίσει το λαιμό, μετά το παυσίπονο.





Ίσως να έχουν δίκιο, εκείνοι που βαπτίζουν την υπερβολική εξυπνάδα, ως παρανοϊκή συμπεριφορά.
Να ξέρεις ότι έχεις να δώσεις πολλά. Όμως κανείς να μη σε αφήνει.
Να σπουδάζεις, χάρη στο ταλέντο σου, με φιλότιμο και όνειρα, όμως το άθλιο Κράτος να μην σε διευκολύνει.

Να κοιμάσαι και να φοβάσαι μη σε ξεσκίσει…κάποιος.
Να ξυπνάς και να μην βλέπεις τον ήλιο.



Η εσωτερική πλευρά της παλάμης

Μερικά πράγματα, θέλουμε και τα κάνουμε. Και το ποτό, και το ξενύχτι. Και η επιβεβαίωση, ότι έχουμε κάτι, ανάμεσα στα πόδια μας.
Μήπως όμως, η έλλειψη αυτή, βοηθάει στην επίγνωση, ότι το ανθρώπινο σώμα δεν έχει φτιαχτεί, για να δοξάζεται.


«Είναι τόσα που θέλω να σου πω.
Τόσα, που ο πόνος, δεν μ’ αφήνει.
Σα να ‘ναι ο πόνος μου, όμως, πολύ μικρός, σχεδόν άχρηστος, εμπρός στον πόνο εκείνης της μάνας η οποία έχασε το μωρό της.

Επιτέλους, όμως, δάκρυσα σήμερα, κι ευχαριστώ το Θεό, γι’ αυτό, γιατί ήταν μια έλλειψη για μένα. Ένας μικρός πόνος. Όπως το: να αισθάνομαι το φιλί μιας γυναίκας και ο δρόμος που εκείνη μου παραχωρεί, χαρίζοντας μου, εμπειρίες.
Αυτές τις πολύτιμες εμπειρίες, που εν τέλει, δεν χαρίζουμε στον εαυτό μας. Γιατί απλά, δεν θέλουμε. Προτιμάμε τον πόνο μας.
Προτιμάμε να πονάμε».




Πάλι θ’ αναζητήσω στην τηλεόραση, όσα μου λείπουν.
Την ελπίδα. Το χαμόγελο. Τον πόνο, από τιμωρία, ή επειδή τον χρειάζομαι.
Θ’ αναζητήσω στην γυάλινη οθόνη, το αγκάλιασμα των παιδιών “μου”. Το αγκάλιασμα.
Τα χρώματα του ουρανού.
Τον όρο: παράλυση.
Τον όρο: Θέλω και το κάνω.
Τον όρο: αγάπη.
Τη μουσική που αγαπώ και τα ξένα βλέμματα, ενώ δεν μπορώ να κοιτάξω τους γονείς, στα μάτια. Με όλα αυτά τα ρευστά πράγματα, γύρω μου.
Τον ήχο του καυστήρα, του καλοριφέρ. Τον ήλιο, έξω. Τον αέρα. Το φως στη λάμπα. Μέσα.
Όσα αγαπώ. Όσα τοποθετώ στην άκρη.
Τον πόνο που δεν γνωρίζω. Τα χρέη των δικών μου ανθρώπων.


Η ώρα θα περάσει. Τι θα κάνω;

Που, όρεξη, πια, για κάτι πρακτικό, στη ζωή. Ο χρόνος κινείται. Οι άνθρωποι δημιουργούν οικογένειες.
Τι ώρα είναι;
Γιατί να με νοιάζει.

Ανοίγω την καρδιά μου.



Ποια μουσική θα διαλέξεις για τη ζωή μου;
Ίσως τους τίτλους της ταινίας, 21 γραμμάρια.
Άραγε, ζει κάτι άλλο, επίσης, μέσα σ’ αυτό το σώμα;

Ξανά θα χαμηλώσω το κεφάλι.
Με την άκρη του βλέμματος μου, νομίζω, προς το παράθυρο.
Πάλι θα καταστρέψω τα σωθικά μου, επειδή θέλω και το κάνω.
Πάλι θα βάλω στην άκρη, ανθρώπους που πέρασα μαζί τους, μια ζωή.


Έπρεπε να με Πάρεις, τη στιγμή που βαπτίστηκα.
Όταν οι αμαρτίες μου, έσταξαν από τα δάχτυλα των ποδιών.
Ενόσω το προπατορικό αμάρτημα ακολουθούσε κι εμένα. Παρόλη την βλακεία της Εύας, που έριξε στο θάνατο, και τον αγνό Αδάμ.

(Αλήθεια, Έχεις ανάγκη να Σε Δοξάζουν;)

Ανοίγω την καρδιά μου.
Μ’ ακούει κανείς;

Εσείς όλοι, εκεί έξω.
Στο κρεβάτι σας. Πάνω από ένα φύλλο, χαρτί. Οδηγώντας. Ακούγοντας μουσική. Κοιτώντας τον ουρανό.

Ξανά και ξανά, οι τίτλοι του τέλους. Η έμπνευση με γιατρεύει.
Χαρίζει κάτι νέο σ’ εμένα.

Σ’ εσένα.

«Αγάπη μου.
Σε λέω και το θέλω, αγάπη μου. Μες τα μακριά σου, καστανά, μαλλιά. Με τα καστανά μάτια και το ντύσιμο που βγάζει τα θέλω του εαυτού.
Τι να κάνεις; Έχεις ξυπνήσει; Η δουλειά στο μαγαζί με τα ηχοσυστήματα, σου προσφέρει κάτι καλό;
Είσαι η μόνη μου αγάπη.
Πάλι θα σκεφτώ, ότι κάπου με περιμένει η αγάπη».

Ξανά, ο ήχος από τον καυστήρα.
Λέω να ανοίξω το παντζούρι.

Σκέφτομαι να φροντίσω κάτι, εδώ μέσα, παρόλη την τεμπελιά της στασιμότητας.

Θα κρυφογελάσω.
Κάποιος στο κουτί της ανθρώπινης ευρηματικότητας, θα με κάνει να γελάσω. Θ’ αφήσω τη μνήμη μου να ξεχάσει. Να γιατρευτεί.

Θα σου αφήσω, χώρο και χρόνο.
Ποτέ μου δε θα δίνω σημασία, από εδώ και στο εξής, στις συμπτώσεις.

Δεν μ’ ενδιαφέρει, γιατί μ’ Έφτιαξε.
Ούτε κι Εσύ, Είσαι Αλάθητος.
Δεν θέλω να Σε φοβάμαι. Δεν γεννά κάτι καλό, στη ζωή μου.
Όχι ότι δεν χρειάζεται ένας μικρός έλεγχος.



Θα σκεφτώ τις προσωπικές στιγμές, που έχω και μπορώ να έχω, ανάγκη.
Κάτι ξανά θα με απορροφήσει.
Κάτι δικό. Κάτι ξένο.

Με τη σκέψη των ανθρώπων, στο πλάι μου.

Β ΜΕΡΟΣ








Η νύχτα είναι εδώ

«Σου μιλώ, τώρα, που η νύχτα είναι εδώ,
και μπορώ να σ’ αγαπήσω περισσότερο.
Σ’ αγκαλιάζω, κι είναι τα μάτια σου, τραβηγμένα από κάθε τι, άλλο.
Πάνω μου.
Κι είναι το πρόσωπο μου ήρεμο, κοιτώντας κάθε τεχνητή παρουσία, πλάι μου. Πλάι μας. Κι είναι κομμένα τα συναισθήματα, ο χρόνος, που σαν αδίκημα, έχει παραγραφεί.
Κι εγώ, το μόνο που θέλω, είναι να παρακολουθώ αυτά τα μάτια, που είναι μια ηλικία, ανθρώπου. Και πως φτάσαμε ως εδώ. Ζωντανοί, ακόμα.
Κι είσαι, εσύ. Το θηλυκό γένος, και ο χρόνος, με φυσικότητα, μαζί. Είναι το πρόσωπο που εμπιστεύομαι. Ήταν το πρόσωπο μου, απέναντι, στο δικό σου πρόσωπο, ένα σύνολο χαρακτηριστικών, ικανό ως έκφραση. Κάποιος να το εμπιστευτεί. Κάποιος να το αφήσει να δει με την ησυχία του, κάτι που χρειάζεται.

Είναι ο κόσμος απόψε, μόνο εμείς οι δύο. Η ευθύνη δυο υπάρξεων, σε παράλληλη σχέση και επαφή, με την ευθύνη του χρόνου και του πως, αντιλαμβανόμαστε, αγάπη μου, τα πάντα, τώρα, εδώ.

Κάτι θα βρούμε. Με κάτι θ’ απασχοληθούμε.

Ή απλά, θα παραμείνουμε αγκαλιασμένοι με κλειστά τα βλέφαρα, με ήμερο πρόσωπο. Με τις άκρες των δακτύλων να κινούνται σπασμωδικά ή με εντονότερη διάθεση, δεσίματος.
Ξανά θ’ αναρωτηθούμε, πως βρεθήκαμε εδώ. Πως, δύο ευθείες, παρέκκλιναν ..από την ευθεία. Από μια παράλληλη ευθεία, που χαρακτηρίζει, κάθε φύλο.

Αγκάλιασε με πιο σφιχτά.
Μάθε με. Άσε με να σε μάθω, από το αμίλητο και ακίνητο, σμίξιμο, της αγκαλιάς.
Από την φυσικότητα ετούτη.
Επειδή, πράγματι, αγάπη μου, ετούτο είχα ανάγκη. Να ενωθεί μια αύρα, παράλληλη με την δική μου.

Αγάπη μου.

Που η μέρα, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα, αυτόματα, όπως όλοι, μα τη νύχτα, είσαι δική μου. Είσαι και είμαι η δίδυμη ψυχή και το πνεύμα που λειτουργεί ως μπαταρία των κοινών χαρακτηριστικών. Τα οποία κοιτούν τον νυχτερινό ουρανό, μες την ησυχία των λιγοστών φώτων και της αίσθησης, να διακρίνεις γωνίες και σχήματα.
Μ’ εκείνο το όνειρο ενός τραπεζιού με κεριά, στην ταράτσα. Με τ’ απλωμένα ρούχα, το πρωί, ωσότου να τα “κάψει” ο ήλιος. Ωσότου οι πρωινοί θόρυβοι από τον δρόμο, να ενταχθούν, να συνενωθούν με την διάθεση των ανθρώπων. Να το παρακάνουν, με τις δραστηριότητες τους.
Πάντα, μ’ εκείνο το βλέμμα της περιέργειας για τις ανθρώπινες δραστηριότητες, και του πως, αντιλαμβάνεται, κάθε προσωπικότητα, πως χρησιμοποιεί τον χρόνο και τις αντοχές του. Αν ανακαλύπτει το που, το πότε, το πώς.

Μα αγάπη μου, όλα τα χρώματα χάνονται ή φωτίζονται, ξαφνικά, σαν Αμερικάνικη Χολιγουντιανή ταινία.
Με το γνώρισμα της ομιλίας, παράλληλα με το βλέμμα και την γλώσσα του σώματος. Παράλληλα, με όλες τις γλώσσες, στον αέρα, και τα βιβλία, σε κάποιο σκονισμένο σημείο, της πόλης.
Αφήνοντας σε, να είναι ο χώρος εδώ, η έννοια της αγάπης.
Η ανάγκη να ζήσουμε το όνειρο, που λύνει όλα τα προβλήματα, παγκοσμίως. Βιώνοντας την εύνοια του να είμαστε μαζί. Να φροντίζουμε ο ένας τον άλλο. Παρόμοια όπως ακουμπάμε, απαλά, στα κάγκελα στο φέριμποουτ, απολαμβάνοντας το ταξίδι.
Χαρούμενοι που αναπνέουμε χωρίς να δίνουμε μεγάλη σημασία σε μια αυτονόητη, αυτόματη διαδικασία.

Μα είμαστε, παράλληλα, εδώ. Με την ξεχασμένη ανάγκη, για φαγητό, παρούσα.
Με την γλυκιά σου φωνή, αγάπη μου, παρούσα.
Τόσο γλυκιά, ετούτο το ανεκτά δροσερό, Ανοιξιάτικο, βράδυ, που συλλογιέμαι αν αντέχω, τέτοια ευτυχία.
Ξανά σε αγκαλιάζω πιο σφιχτά. Σε θέλω πιο κοντά μου.

Ακούγοντας σε να γελάς, μ’ ένα μου ελαφρύ γαργάλισμα.
Παρομοίως της μνήμης, εκείνων που βιώναμε, όντας μόνοι.
Με το ανθρώπινο κρέας να πωλείται, στις αγορές της προαγωγού, Κοινωνίας. Που έχει ξεχάσει τα χρώματα, αγάπη μου, μαζί με τα συναισθήματα.
Υγιείς όπως αισθάνονται, όλοι. Όντας, μόνοι.

Στεγνοί κατά τ’ άλλα.
Κι άμα τους το αναφέρεις, θυμώνουν.

Ο χρόνος περνά, με τις ηλικίες, και μαθαίνουμε περισσότερα για την προσωπική μας υπόσταση. Μ’ εκείνη όμως, την φανερή ζήλια, για τις νεότερες ηλικίες, εντονότερη, σαν ανθισμένο λουλούδι.
Μα εγώ ήθελα μόνο, να χαϊδεύω το κεφάλι σου. Τα μαλλιά.
Να είναι η ελπίδα και η παρουσία, ένα παράλληλο, αυτόφωτο, σημείο. Έντονο και συναρπαστικά ανταγωνίσιμο.
Μ’ εκείνη την περιέργεια, παρούσα, για την ποσότητα της τρυφερότητας που ανταλλάσσει ένα ζευγάρι.
Αν αντέχει ο χρόνος, να τους αντικρίζει να γερνάνε, κι αν λυπάται γι’ αυτό.

Με τόσα άτομα, πλάι μας. Με τόσες ιστορίες.
Με την ανάγκη της ελευθερίας, έντονα παρούσα, σπάζοντας τις αλυσίδες των γονιών, μ’ εκείνες τις πελώριες σιδερένιες δαγκάνες.

Μα υπάρχει τόση ανωμαλία, εκεί έξω, αγάπη μου.
Τόση, μη συγχώρεση. Για τα πάθη του άλλου, που φυσικά, πρέπει να αποφεύγουμε. Μα να συγχωρούμε, με λύπη και μια μικρή ευχή, αν όχι προσευχή, για το καλό της πνευματικής τους υγείας.

Πες μου, αγάπη μου, κάτι.
Γιατί τα ζευγάρια, ως σύζυγοι, μεγαλώνοντας, ξεκινούν να ειρωνεύονται ο ένας τον άλλο;
Μήπως δεν αγαπήθηκαν ποτέ;
Που χάθηκε εκείνη η ανάγκη, να έχει λόγο η ηλικία, αν όχι η παρουσία. Η τρυφερότητα να αγαπάς κάθε τι, στο πρόσωπο του άλλου.

Είναι τόσα τα κατασκευάσματα εκεί έξω, αγάπη μου,
Μα απούσα η γνωριμία με τα συναισθήματα.

Τι άξιζα για να σε βρω, αγάπη μου;».

Εδώ

Έχω σηκωθεί από το κρεβάτι. Ξημερώματα, πια.
Κατευθύνομαι στο πορτοκαλί χωλ. Πλησιάζω την τζαμόπορτα που κοιτά, κάτω, την πόλη. Όλη αυτή η άσφαλτος στους δρόμους, από ανθρώπινο κόπο.
Τα λιγοστά φώτα, εκεί έξω.
Εκεί, έξω. Πάντοτε εκεί έξω, θυμάμαι, ήταν για μένα, η ζωή. Φτάνοντας στο σημείο, να φεύγει η ελπίδα, μες το νου μου, σαν ιστιοπλοϊκό, ή σαπιοκάραβο, που πλέον είχε σαλπάρει.
Μα έπρεπε να συνεχίσω ν’ αναπνέω, όπως ο “ναυαγός” Τομ Χάνκς. Που μιλούσε σε μια μπάλα, όσο καιρό ήταν μόνος.

Οι μέρες περνούσαν. Οι άνθρωποι και οι απόψεις τους, λες και πλάγιαζαν στο δικό μου σκαρί που γνώριζε τη θάλασσα, πόσο βαθιά είναι. Δεν ήξερα όμως, πως ετούτος ο ουρανός και η θάλασσα, ήταν μερικά από τα δικαιώματα που δίνονταν σε όλους. Να πετάξεις, αν θες. Να ψάξεις τα αχανή βάθη, για μια επαφή.
Οι απόψεις των ανθρώπων και η σημασία της παρέας που προσπερνά και χώνεται σε κάποιο φαγάδικο, με φυτά εμπρός, να δυσκολεύονται οι περαστικοί, να κοιτάξουν μέσα, με αδιάκριτο βλέμμα.
Έπειτα ήταν η αγάπη και το δάκρυ των ονείρων της.
Τα μάτια που δεν μ’ είχαν εμπρός τους.
Αν δεν μαζεύαμε και τις ταινίες, να θυμόμαστε ότι υπάρχει αγάπη.


Φέρνω πιο κοντά στην τζαμόπορτα, την καρέκλα από μπαμπού. Κάθομαι άνετα. Κοιτώ έξω.
Την πόλη που αναπνέει. Ακόμα.
Τα νιάτα που δίνουν ρυθμό σ’ ετούτο το σύμπλεγμα ντουβαριών, που όμως αναπαριστούσαν, κατοικίες. Καταστήματα.
Χώρους για να συναντούνται οι ψυχές.
Για να ερωτεύονται.
Για ν’ αγαπάνε τα λίγα άτομα που αξίζουν. Στα οποία συμπαρίστασαι, έστω, με λίγα ponstan. Κυρίως με τη σκέψη. Επειδή αξίζουν, μερικοί, άνθρωποι.
Μεγάλη έννοια ο άνθρωπος. Η εσωτερική του δύναμη.

Κάθομαι εδώ. Σκέφτομαι, όσους εμπιστεύτηκαν αυτό το πρόσωπο. Η δική του χαρά, και στο δικό τους.

«Σα ν’ ακούω το γέλιο σου, αγαπημένη.
Ξαπλωμένη στο δικό μας, γαλάζιο, δωμάτιο.
Η αίσθηση του πρώτου φιλιού. Του πρώτου, κοντινού κοιτάγματος, στα μάτια (θυμάμαι που με ρώτησες κάποτε, τι σκεφτόμουν όταν σε κοιτούσα).
Η αίσθηση της πρώτης αγκαλιάς. Του δικαιώματος ως άνθρωποι, με χωρισμένες φύσεις.

Κι όμως, η αγάπη, πλανά. Η αγάπη είναι ναρκωτικό. Ρίχνει τις άμυνες της σκέψης. Βοηθά να ξεχνάς. Τα προβλήματα των άλλων.
Γεννά όμως, ευθύνη, μέσα σου, για τον άλλο.
Γνωρίζοντας, όπως και ο άλλος: έχεις δικαίωμα στη ζωή».
Όπως κι αν έχει γίνει, αυτή.
Αυτό το βράδυ, που εδώ μέσα, είναι ήρεμο, σε άλλα σημεία όμως, της πόλης, η νόηση, έχει θολώσει.
Κάπου αλλού, κάποιος κρατά ένα μαχαίρι, μα δεν διακρίνει τον αντικατοπτρισμό του. Είναι ένα βλέμμα, ένα κενό. Μια άγνοια, που ποτέ δεν απολαμβάνει την λύτρωση. Είναι μόνο ένα βλέμμα. Σαν τοίχος στραμμένος, προς κάποια κατεύθυνση.
Σαν έφηβος που αγνοεί την μανία του πολέμου, εκτός από το προσωπικό του πεδίο, μάχης (όπου κάποτε θα πρέπει να αντιμετωπίσει). Τώρα, εδώ, γνωρίζει καλά –ή έτσι πιστεύει. Μια παγίδα εκεί –η υποψία της παγίδας. Αναχώματα. Σπηλιές με εφόδια. Πυρομαχικά.
Κάποιος κοιτά το μαχαίρι, έχοντας το ήδη μπήξει σε κάποιο σώμα. Ή το κοιτά, χαράσσοντας επάνω του, άπονα, μικρές οπές. Με το αίμα να χύνεται σιγά σιγά. Ζεστό και ζωντανό. Με τον ιδιοκτήτη του να χάνει την δική του πνοή. Ξεχνώντας τα πρόσωπα που χαιρέτισαν μ’ ένα νεύμα του χεριού ή ένα καλοσυνάτο βλέμμα. Υγιές. Επίκαιρο.
«Εγώ βλέπω μόνο το δικό σου πρόσωπο. Που είναι λουλούδι στο χέρι. Ροζ, όπως η φύση σου, πνοή μου. Με το κόκκινο στερέωμα να παίρνει νόημα.
Τις νύχτες, στα στενά, με τις επιγραφές, ξεχνάς πως μεγαλώνεις. Πως αλλάζει η χροιά της φωνής. Η πίστη σε όσα ξεχάσαμε, επειδή ήταν οι συγκυρίες που αποσπούσαν. Οι χαμένοι φίλοι που νοσταλγείς.
Συναντούνται σε κάποιο καφέ. Ανταλλάσσουν ορισμένα λόγια. Αποσπώνται απ’ τη στιγμή. Μερικά άσκοπα λόγια. Αναψυκτικά. Βλέμμα όλο άγνοια. Όλο ερωτηματικά.
Η ανάγκη να δακρύσεις μέσα σου, για τα πρόσωπα που μεγαλώνοντας, νοιάζεσαι όλο και περισσότερο, για εκείνα. Νοιάζεσαι. Αγαπάς. Σκέφτεσαι.
Όπως μια λευκή κορδέλα στα μαλλιά μιας νέας γυναίκας.
Ο χρόνος περνά. Ναι, περνά, αγάπη μου.
Η ζωή σε διδάσκει πολλά. Η ζωή περιμένει. Σα το διακόπτη του ηλεκτρικού. Ένα φως. Οι χώροι οι φωτισμένοι. Να διακρίνεις. Να ονειρεύεσαι».

Είναι περασμένη η ώρα.
Είναι πόλη, εδώ.
Μην περιμένεις να ακούς, φωνές αϊτών. Ή τη βροχή να χτυπάει στο χώμα, κι όχι σε μια ταλαιπωρημένη άσφαλτο. Μην περιμένεις πολλά. Μην περιμένεις, φωνή, από εκεί που δεν.. χρειάζεται, εξάλλου.
Επειδή ο καθένας είναι ελεύθερος.
Πρέπει να αισθάνεται, ελεύθερος.
Να μην τον αποσπούν οι σπουδαιότερες έννοιες. Όπως ο προορισμός της ψυχής.
Αύριο και κάθε αύριο, θα είναι μια νέα ημέρα. Με δεδομένα, ορισμένα στοιχεία: το ηλεκτρικό, το τρεχούμενο νερό. Η βιομηχανοποιημένη τροφή, προς μελλοντικό μαγείρεμα.
Η σκέψη, φρέσκου ψωμιού, κάθε που αλλάζει, ημερομηνία.
Εκείνη η παλιά αίσθηση της φράσης: ξέρω τι θέλω, αλλά πως θα αισθάνομαι, όταν θα έχω αυτό που χρειάζομαι. Ακόμα και με ερωτηματικό. Η φράση, κρύβει αισιοδοξία, όσο κι αν την αφορίζεις. Βολεμένοι όπως είσαστε με τις θεωρίες σας, που δυστυχώς όμως, είναι μόνο και μόνο, θεωρίες.
Και η θεωρία, ναι, δεν βοηθά, όλους τους ανθρώπους.
Ούτε οι σύμβουλοι ψυχικής υγείας, που βιάζονται να κατεβάσουν το ακουστικό, επειδή δεν πληρώνονται! για να σ’ ακούνε.
Τελικά, η ψυχολογία, είναι μια μεγάλη κουράδα.
Τι ντροπή, να λες σ’ έναν ξένο, τα προσωπικά σου.
Τα εν οίκω μη εν δήμω.
Ή το ξεχάσαμε αυτό;

Οι άνθρωποι πρέπει και θέλουν, να είναι κοντά, ο ένας με τον άλλο. Όχι με την τυπική έννοια της κοινωνικότητας.
Απλά, ως δικαίωμα. Ως χαρά στα μάτια. Στη καρδιά. Ως εγρήγορση στο νοιάξιμο.
Κόρες ματιών, γυαλίζουν, όλο ζωή, όλο αγάπη.

- Αισθάνθηκα ότι έλειπες απ’ το κρεβάτι.
Χαμογελά. Μάτια, γυαλίζουν, όλο ζωτικότητα.
- Σ’ αγαπώ.
- Κι εγώ σ’ αγαπώ -μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
- Είναι όμορφη η ησυχία. Ίσως θα έπρεπε να ξυπνάμε τη νύχτα. Ν’ απολαμβάνουμε την ησυχία. Εκείνο που μας δίνεται, απλόχερα.
- Η ταλαιπωρία ενός ακούρδιστου βιολογικού ρολογιού. Δεν θα μπορούσαμε, τότε, να δουλεύουμε.
Την κοιτώ. Είναι τόσο όμορφη. Κρατώ ακόμη, την παλάμη της.
Με ηρεμεί ένα άγγιγμα, όπως ετούτο.
Η αίσθηση. Δικαίωμα στις αισθήσεις.
- Έχεις κάτι; Ρωτά.
- Θυμόμουν τότε που ήξερα τι ήθελα. Συλλογιζόμουν παράλληλα, πως θα αισθανόμουν, όταν θα είχα, ότι χρειαζόμουν.
- Τώρα, τι αισθάνεσαι;
- Είναι όλα φυσικά. Ένα δώρο, δικό μου. Δικό μας. Όπως οι απογευματινοί περίπατοι, που έγερναν βαριεστημένα, αν και φυσικά, παρόλη την οικογενειακή αίγλη. Οι βόλτες, σε επανάληψη, δίχως στίγμα. Απλά ως δικαίωμα. Παρομοίως το δώρο του γαλάζιου ουρανού. Του οπτικού μας πεδίου. Η αναπνοή. Η φύση του ανθρώπου.
- Χάθηκες πάλι, στις σκέψεις σου.

Δεν αφήνω την παλάμη της απ’ τα χέρια.
Είναι σημαντικό.
Τώρα, και κάθε ξημερώματα.
- Λοιπόν, πως αισθάνεσαι, τώρα.. που μ’ έχεις;
- Μεγαλύτερη ευθύνη, απ’ όσο η σκέψη της ευθύνης.
- Που όμως αρνιόσουν. Πεισματικά.
- Φυσικά, απαντώ.
- Μες την άγνοια του χρόνου, ενόσω προσπερνά, προσθέτω.
Αποτραβιέται.
- Που πας; Ρωτώ.
- Δίψασα.
Η σιλουέτα της χάνεται στον διάδρομο, του οποίου το χρώμα είναι μισοσκότεινο, δίχως σημασία.
Η στιγμή. Άραγε, λείπει, η κατάλληλη μουσική;

Σηκώνομαι.
Πλησιάζω την κουζίνα.
Την αγκαλιάζω, με ένα τρυφερό πέρασμα των χεριών, αγγίζοντας την απαλά με το κορμί μου, κολλημένο στην πλάτη της.
- Πάντοτε εκτιμώ που σε έχω, μιλώ.

Είναι το βλέμμα και κάθε βλέμμα, όπως το πρώτο κοίταγμα.
Το πρώτο σκίρτημα. Η ανάγκη, για μαζί.
Η ανάγκη για έμπρακτη αισιοδοξία. Όχι υποκρίνομαι, πως όλα είναι αισιόδοξα.

Αν και το είχα αισθανθεί παλαιότερα.
Απλά δεν είχα προχωρήσει.

(Είναι όλα αισιόδοξα, όταν προσπαθούμε).




Αυτό το λίγο

που έχουν τα ζευγάρια, για να θυμούνται, μες το πέρασμα των ημερών. Μες την καθημερινότητα. Με την αγωνία κάθε πρωί, αν θα προλάβεις την αλλαγή στα δρομολόγια των λεωφορείων.
Τι μυαλό κι αυτό, ορισμένων ειδικών, να στέλνουν άδεια, τα λεωφορεία, στο μετρό, αφήνοντας τις καίριες γραμμές, μ’ ένα λεωφορείο, που κι αυτό αργεί (φυσικό είναι, αφού κάθονται και πίνουν καφέ, στην αφετηρία).
Η ανάγκη να περάσει η ώρα. Να καλπάσει αν γίνεται –που δεν συμβαίνει- το άπονο ωράριο. Ο καθένας εργαζόμενος, στο πόστο του.

«Σου έχω εμπιστοσύνη, μα πάντα θα ανησυχώ. Πάντα θα ζηλεύω, λίγο, μην σε παρασύρει κάποιος άλλος, επειδή δεν μεταφέρθηκε η αίσθηση της περιπέτειας, των προηγούμενων σχέσεων σου, στην δική μας.
Κάποτε σε ρώτησα τι αισθανόσουν όταν σε κρατούσα, μα δεν μου απάντησες.
Ούτε όταν έφερες τα δικά σου πράγματα και ρούχα, στο σπίτι.
Αν αυτό το σπίτι, σε ικανοποιεί, έτσι μικρό που είναι.
(Πόσα αναγκαστήκαμε, ν’ αποχωριστούμε, με την ανησυχία, αν κάποτε θα μετάνιωνες γι’ αυτό. Αν θα έπεφτες κι εσύ, στο επίπεδο άλλων γυναικών, που στο μέλλον, βρίσκουν πρόφαση για να προκαλέσουν προστριβές).
Πάντοτε ανησυχώ για σένα.
Γι’ αυτά τα μάτια.
Τα μάτια σου.
Αν είσαι ευχαριστημένη.
Αυτά τα μάτια που κοιτώ, και, συγκινούμαι.
Φέροντας τη ψυχή, εμπρός, με κύματα ευφορίας.
Θα ήθελα να με κοιτάς.
Όλο θέλω να σε θυμάμαι. Όταν σε κρατούσα.
Σαν ηφαιστειακές πλάκες, που κάλυπταν η μία την άλλη. Σε διαρκή τριβή η απλά, ξεκουράζοντας την πλάτη.
Πάντοτε ανησυχώ.
Πάντοτε αγαπώ το σχήμα σου.
Αυτά τα μάτια. Ότι κι αν κοιτούν.
Όταν γίνονται επίκεντρο, την νύχτα.
Όλα όσα συμμαζεύεις. Τακτοποιείς. Όλο ήθελα να με κοιτάς, μ΄ εμένα, να σκαλίζω την μορφή σου, μέσα μου. Σαν γλύπτης που γνώρισε το σώμα έτσι όπως έχει πλαστεί, τώρα.
Η δύναμη αυτού του σώματος.
Όλες οι φυσικές κινήσεις, που μηχανικά εκτελείς. Εκτελώ. Τα ρούχα στο πλυντήριο. Το σιδέρωμα ο καθένας, τα δικά του –μερικές φορές. Οι βάρδιες με τα πιάτα. Το σφουγγάρισμα. Οι τζαμόπορτες που ξεθόλωνα για ν’ αντιλαμβάνομαι την φθαρτότητα της ζωής. Της πόλης. Της ευθύνης απέναντι στην προσωπική μας ελευθερία. Του να μην προσβάλλουμε όσους δεν θα μας ανέχονται, για πάντα. Επειδή αντιδρούμε σαν κακομαθημένα παιδιά.

Όλο θέλω να ξεχνώ την καθημερινότητα. Τις διαθέσεις του καιρού ανά εποχή. Να μην συγκλίνουν οι άδειες μας, πάντα. Που συμβιβάζεσαι να με ακολουθείς στις ονειροπολήσεις μου. Διαφεύγοντας απ’ τις φίλες σου που τόσο συχνά, αφότου παντρευτήκατε, αναζητείς.
Τι θα σου δώσουν πίσω, άραγε.
Φορές, συλλογίζομαι, αν έχεις συμβιβαστεί με την ιδέα του γάμου. Με την ιδέα, του εαυτού σου, τώρα,




Όπως είσαι»

Θυμάμαι.
Εκείνο που δεν μπορούν να δεχτούν οι άνθρωποι, είναι ο εσωτερικός κόσμος του άλλου.
Περπατώ στον δρόμο.
Έχω δει ανθρώπους, παχείς, λεπτούς, ατσούμπαλους. Ζευγάρια με παραπανίσια κιλά. Ζευγάρια με ασύμμετρα χαρακτηριστικά. Παιδιά σοβαρά, σπάνια, συναντώ. Πάνω τους όμως, χτίζω, μια αξιοπρεπή εικόνα: έναν χαρακτήρα που αξίζει. Κάποια κρυφά ταλέντα. Ένα σημείο στον χώρο, με διαχρονική αξία. Παρόμοια με τις αλλαγές των εποχών. Με τα χρώματα στα δέντρα, που ορισμένοι τυχεροί κάτοικοι του πλανήτη, θαυμάζουν. Χαρούμενοι για την παρουσία της φύσης, που ολοκληρώνεται, όπως ένας υγιής γάμος, στο ξεκίνημα του. Ενόσω σέβεσαι τον άλλο, παρομοίως τους γείτονες. Τα περιστέρια στο δρόμο, περιμένοντας υπομονετικά, να διαλέξουν πρώτα, τη διαδρομή που τα βολεύει –όταν δεν πετούν. Ψάχνοντας για ψίχουλα.

Είμαι στο φούρνο.
Έξω, βρίσκεται ένα από εκείνα τα παλιά ποδοσφαιράκια, με κολλημένους παίχτες-φιγούρες, σε περιστρεφόμενα “ξύλα”. Πώς να περιγράψω καλύτερα, κάτι παλιό.
Ένας μικρός αριθμός εφήβων, αγοριών, ανταγωνίζονται: Στην διεκδίκηση του τίτλου, νωρίτερα, της δύναμης του αντρισμού, φαύλα, μιμούμενοι αισχρολογίες, παρατυπίες της θέλησης των ορμονών που καθορίζουν, κάθε συμπεριφορά.
Εκείνο που ενοχλεί τους ανθρώπους, δεν είναι το εξωτερικό καλούπι, που αν θες, διορθώνεται (ή μαθαίνεις να το δέχεσαι, αν έχεις λίγη επίγνωση, μέσα σου).
Εκείνο που ενοχλεί, είναι τ’ αγροτεμάχια του εσωτερικού σου κόσμου, που δεν είναι ικανοί να αγγίξουν. Ούτε να χτίσουν εκεί, κάποια χωματερή.
Είναι ο εσωτερικός σου εαυτός, που πολεμούν. Θέλοντας να ζήσεις ή απλά, να μην επιθυμήσεις όσα εκείνοι δεν κατάφεραν ποτέ, να τολμήσουν.
Την αξιοπρέπεια.
Το απλό χάδι, σαν αιωρούμενο τρένο, σε μαγνητική γραμμή. Το απλό χάδι, σ’ ένα γυμνό κορμί. Τα νειάτα και η χαρά, ενός ενήλικου, λείου, δέρματος. Η χαρά της καθαρής αναπνοής, δίχως μόνιμη βρωμιά, από τσιγάρα. Η χαρά να ξεχνάς την δύναμη της κινούμενης άμμου, που ρουφά το άτυχο θύμα, βαθιά και μόνιμα.
Ο εσωτερικός σου εαυτός, είναι, που μάχονται.
Ως δικαίωμα, ικανό να διαχωρίζει, πλατιά και απόμακρα, μια στάση βίου, από μια κοινά αποδεχτή, συνέχεια των πραγμάτων. Δικαίωμα να λες: είναι το όνειρο μου, είμαι, ο αφρός που σέρνει πίσω του ένα πλεούμενο, με μηχανές στο φουλ, για ταχεία έξοδο. Απομάκρυνση.
Δικαίωμα να επιβεβαιώνεις την παρουσία σου στην περίμετρο της κοινωνίας των άλλων, που σε πιέζουν να είσαι, να υποκρίνεσαι ότι αναπνέεις αισιοδοξία (όλα, εκείνοι, θέλουν να στα δώσουν).
Αποπνέεις, αισιοδοξία. Προκειμένου να ευχαριστήσεις συγκεκριμένα πρόσωπα, που εξακολουθούν να σε ελέγχουν. Εξαντλητικά. Μη αφήνοντας σε να μεγαλώσεις. Να δέσεις μέσα σου, το ρόλο που σου παραχώρησε η φύση, όπως σε κάθε φύλο, που δεν το αλλοίωσαν, όπως η μη επιστροφή από μια νόσο που δεν βρέθηκε ακόμη, ίαση.
Είναι τόσα που μας προκαλούν να φοβόμαστε. Τόσα που δεν αποδεχόμαστε ως πραγματικά. Όλα εκείνα που παραμένουν όνειρα. Τα ανεκμετάλλευτα παλαιότερα καλοκαίρια.
Το δικαίωμα μου να πω: εγώ διαλέγω. Ή χαλάω το βίο μου, ή παραγγέλνω τούβλα, υλικά “οικοδομής”.
Η δικαίωση του χαρακτήρα μου να είμαι ελεύθερος, περισσότερο για το καλό, παρά για εκείνα που σιγά σιγά, εναποθέτω, εκεί που θάβονται οι συμπεριφορές, που δεν σε ξυπνούν μέσα σου. Δεν σου χτυπούν το πρόσωπο, όπως η θαλάσσια αύρα. Το περήφανο κύμα. Η ιδιότητα του ήλιου να ζεσταίνει το βαθύ γαλάζιο. Ζεσταίνει μέσα σου τη σημασία να αγαπάς. Τους γονείς, που δεκαετίες, πλήγωνες (μόνο μέσα μου, τους αγαπώ, σε μια γωνιά, πλάι στον πυρήνα).

Ο πυρήνας της οικογένειας, της οικογένειας σου, που μ’ έφερες ξανά, να συναντήσω.
«Πόσο τυχερή, είσαι, αγάπη μου, που ανήκεις σε μια οικογένεια, την προσωπική σου οικογένεια, που σε αγαπούν και σε δέχονται, όπως είσαι. Που είναι με φυσικότητα, ευχαριστημένοι, μαζί σου. Σε σέβονται. Τα χρώματα του ουράνιου τόξου της υπόστασης σου.
Ο πεθερός μου, περνά το χέρι του από τον ώμο μου, ενόσω με οδηγεί στο σαλόνι.
Είναι το υποκατάστατο της στοργής του πατέρα.
Παρόλ’ αυτά, προσπαθώ να μη μιλώ, παρά μόνο στα βασικά και αυθόρμητα, της στιγμής. Δεν μου αρέσει να μιλώ για μένα. Να ξεχωρίζω, εμένα.
Σε λίγο θα φάμε. Κοντεύει μεσημέρι.
Η αγάπη μου, μάλλον, θα έχει ξαναπάει στο παλιό της δωμάτιο.
Θα μπει. Θα το επιθεωρήσει.
Θα καθίσει στο παλιό της κρεβάτι. Θα ρίξει μια ματιά ένα γύρω, και ευχαριστημένη θα βγει απ’ το δωμάτιο και την παλιά της ζωή.

Θυμάμαι όταν μ’ έφερες για πρώτη φορά, εδώ.
Στο σπίτι των γονιών σου. Μετά από μερικά γεύματα, αφότου βέβαια, είχαμε αρραβωνιαστεί, με πήρες από το χέρι, και μ’ έφερες στο παλιό σου δωμάτιο.
Ήταν σα να περπατούσα σε μια ξύλινη αποβάθρα, φεύγοντας προς τα μέσα. Στα βάθη του ωκεανού –στο βάθος. Μου μίλησες για την τσουλήθρα των παλιών σου εμπειριών, ενόσω άφηνες το σταθερό χέρι της μητέρας, αναλαμβάνοντας την ευθύνη των χρόνων της εφηβείας. Όλο ήθελες να φεύγεις, προς εκείνο τον ωκεανό. Με τα παγκάκια στην ξύλινη αποβάθρα, να είναι οι στιγμές που στάθηκες κάπου, δοκιμάζοντας την θέα της ζωής, κοιτώντας κάτω, τα κύματα που φορές, έτριβαν, τρώγοντας το ξύλο των γερών πασάλων.
Ήταν το βλέμμα σου εκείνο τον πρώτο καιρό, ένα διαρκές καλοκαίρι. Μια διάθεση να μοιραστείς την αγάπη της ευθύνης του να μεγαλώνεις και να ολοκληρώνεσαι ως άνθρωπος.
Γι’ αυτό σε αγάπησα».

Ξυπνά μέσα σου η αγάπη, και λες, δεν συνέβη σ’ εμένα, να μην με αγάπησαν οι γονείς μου.
Η ανάγκη να ονειρεύεσαι τις φράσεις. Οι πράξεις που δεν γίνονται, φράσεις. Απλά επειδή, είναι μια μίμηση ενός διακριτικού τρόπου, διαβίωσης.
Εκείνη η απλή διακριτικότητα των πεθερικών –μερικές φορές- που επιβεβαιώνει πως έχουν απέναντι τους έναν άνθρωπο, που μπορούν να αποδεχτούν.
Η διακριτικότητα, τα ρυθμίζει όλα, μόνη της.
Δεν είναι υποχρεωμένο το πρόσωπο, να πει, δυο λόγια. Οι πράξεις μιλούν. Γιατί να αποδείξω ότι πράττω, αυτό που εσύ, επιβάλλεις; Μ’ ένα ενδιαφέρον άρρωστο και ανησυχία πικρή, όλο αδιαφορία. Για μένα. Που ποτέ δεν έμαθες. Ποτέ δεν άνοιξαν τα μάτια της νόησης της αποδοχής, κάθε ανθρώπου.
Έστω κι αν πεις: ότι κακό κι αν πάθουν οι Αμερικανοί, το αξίζουν, εφόσον αφανίζουν χώρες. Αφανίζουν το περιβάλλον. Το δικαίωμα μου να αναπνέω καθαρό αέρα, και όχι κατάλοιπα ψεκασμών. Κατάλοιπα προτύπων. Να θέλω να χώσω το δάχτυλο στο στόμα να κάνω εμετό. Να καθαρίσω τα μέσα μου. Να εξιλεωθώ. Να καθαρίσω.
Φορές μετανιώνω, αποδεχόμενος τους ανθρώπους, όπου κι αν βρίσκονται.

Όπως είσαι. Έτσι σε δέχομαι.
Δεν σε αποδέχομαι, αν είσαι βλάσφημος ή χαλάς το κομμάτι της φύσης που ‘χει ανθίσει, και μέσα σου.
Όπως είσαι.
Με εμμονές. Περιόδους μετάνοιας. Περιόδους κλειστών θυρών. Συνειδητοποίησης, του τι είναι ο άνθρωπος. Πόσο να νοιαστείς, τώρα που μπορείς να νοιαστείς.
Ακόμη κι εσένα, με όλα εκείνα τα χρηματικά χρέη.
Μια ζωή μες την εκμετάλλευση. Να σου ρουφούν, όχι μόνο τα χρήματα, κυρίως τα όνειρα.
Τη διάθεση ν’ αγαπηθείς για μια φορά. Να νοιώσεις πως είναι μόνιμα.
Μόνο ελάχιστοι σε νοιάζονται. Τώρα που μπορώ.
Τώρα που αφιερώνω ότι μου ζήτησες.
Χρόνο. Διάθεση. Δικαίωμα σε αναφορά, προς εσένα. Σε όλα τα χαρακτηριστικά του διαλόγου της μορφής σου. Του εσωτερικού εαυτού, με τη φύση, το χώρο. Τις δύσκολες και επίπονες ώρες, της δουλειάς. Οι ψυχοσωματικοί πόνοι, λόγω άγχους. Στενοχώριας, λόγω αδιαφορίας των άλλων. Των δικών σου.
Τώρα που η έμπνευση της στιγμής, γίνεται ένα όνειρο μηνυμάτων, σε επικοινωνιακή διάθεση, με το πρόσωπο που μιλά σ’ ένα χαρτί, ξυπνητός, κι όχι, βιώνοντας τις αχρείαστες χαμένες εμπειρίες που αποτελούν πλέον, παρελθόν.
Τώρα.
Σε δέχομαι όπως είσαι.
Μόνο που τώρα, η συμπόνια μου έχει ένα αληθοφανές πρόσωπο. Δεν είναι ένα πρόσωπο-σκίτσο. Πρόχειρο. Με παροδικές βροχές, κατανόησης. Διάθεσης να ακούσεις έναν πόνο συγγενικό. Σαν κλάμα μωρού, τους πρώτους μήνες της ζωής του, στον πλανήτη.
Ακούς το αίμα σου, σαν περίπατος και βόλτα, πλάι σε μια κοίτη ποταμού, που γεμίζει με ύδατα, τις περιόδους βροχής, άρα προβλημάτων.
Η ανάγκη να δεις τη ζωή του άλλου, με όποια δικαιώματα ή αυτόματους φραγμούς, ενόσω εισχωρούν και διακόπτουν τα πάντα. Κάθε διάθεση επαφής. Λες θα βρεις το μοχλό που λειτουργεί αυτή τη διάθεση απομάκρυνσης, φορές. Να παραμείνεις ανεξάρτητος και ελεύθερος.



«Κοιτώ την νύχτα, τώρα, αγάπη μου, που δεν αναπνέει το σώμα σου, εδώ, ξανά, σ’ ετούτο το δωμάτιο του σαλονιού, ξαπλωμένη όπως είσαι, ζωντανή και ζεστή, στο κρεβάτι μας. Στο γαλάζιο υπνοδωμάτιο. Όπου σφραγίζεις τα βλέφαρα, μα η μοναξιά ξεχάστηκε, κατά τη μετακόμιση.
Πάντοτε μια παλάμη ενώνει το δέρμα της, με την έννοια, ενός αντίθετου φύλου».


Μια ζωή, στο ξεκίνημα της, παρόμοια με το βλέμμα ενός πολύ νέου, παιδιού, μ’ εκείνη τη βεβαιότητα, πως το φροντίζουν, παρόλη την άγνοια του. Για τα ψυχικά χρέη των μεγάλων, ως επακόλουθο ορισμένων κοινωνικών χρεών.
Η ανάγκη, οι μεγάλοι, να προσηλώνουν το βλέμμα τους σ’ εκείνο, των ολιγόχρονων νεαρών πλασμάτων, αγαπώντας μια παρουσία, που οι ίδιοι έχουν ξεχάσει, πως είναι ικανοί να κατέχουν. Σαφώς επειδή δεν είναι το φαγητό που μας λείπει. Ούτε η ανησυχία των δικών μας.
Απλά η ησυχία. Η ηρεμία του προσωπικού χρόνου που διατίθεται στον καθένα, αρκεί να την επιλέξει. Να τον αφήσουν να την επιλέξει. Ώστε να αισθανθεί ελεύθερος, παράλληλα φθαρτός. Να προλάβει να μείνει ζωντανός και ελεύθερος, μες τις ασχολίες του, του προσωπικού χρόνου.
Τι σπουδαίο δικαίωμα να είσαι ζωντανός.


Οι μέρες θα περάσουν. Οι άνθρωποι θ’ αποζητήσουν, μια ακόμη, παρουσία. Μια ακόμη ένωση, παρόμοιων ηλικιών, σε συζήτηση. Δικαιωματικά, ακούγοντας τη φωνή του άλλου. Αγνοώντας το θαύμα του γνωρίσματος της ομιλίας. Αναπνοή και ομιλία. Η δικαίωση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών. Η ανάγκη να επιμένεις σε παρόμοιες ή κοντινές, ηλικίες. Με τα ίδια δικαιώματα, σε φράσεις. Σε σκέψεις. Ακόμα και άγευστες, αφού όλοι, κρύβουμε κάτι.
Η ανάγκη να θυμώσεις. Να διαλύσεις ή να χτίσεις, τη στιγμή. Ν’ απομακρύνεις ή να ενώσεις τα κομμάτια σου και μόνο. Επειδή ο άλλος δεν αντέχεται, αν δεν είσαι γνώστης του τι περνά. Ή αδιαφορείς, για εκείνο που μπορείς, και καταστρέφεις. Την όποια διάθεση, επαφής.
Την όποια παρουσία που ζεσταίνει το νοιάξιμο, μα τοποθετείς στο ψυγείο, τη στιγμή, της ζεστής αναφοράς.

Ο χρόνος περνά. Ο χρόνος δεν συγχωρεί.
Η ανάγκη, φορές, να μιλήσει το σώμα, εκεί που η νόηση σιωπά.
Εκεί όπου οι συνήθειες της κοινωνίας, μας κρατούν μακριά, από τα όνειρα μας.

Ξεχνώντας την ανάγκη να σεβαστείς τη ζωή του άλλου.
Ακόμη κι αν τα ξεσπάσματα, είναι αποδείξεις, που κόβει η κοινωνία.

Δεν θα σας ευχαριστήσω, όμως.
Όσο κι αν εσείς, είδατε, τι είναι ο άνθρωπος, και την μη χρεία, να προσπερνά





ο Χρόνος,

σαν κλήση, φράσεων, Πράξεων, που δεν συμφωνούμε μαζί τους.
Σηκώνω το ακουστικό. Είναι μέρα.
Είναι ένας διάλογος που αενάως συμμετέχω, αφού έχουν μπλεχτεί, οι γραμμές.
«Με την σκέψη των ματιών σου. Με τη τρυφεράδα σου. Με τον ήχο του αγέννητου παιδιού μας».
- Αλήθεια, σου προσφέρει, κάτι, η προσευχή; Ρωτά η γυναίκα.
- Γιατί μ’ ενοχλείς, ξανά, στη δουλειά, αντιδρά ο άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής.
- Αυτή την εντύπωση έχεις; Πως σε ενοχλώ;
- Έχω δουλειά τώρα –σα να ρίχνει τους τόνους, εκείνος.
- Τι είναι εκείνο που σου λύνει, η προσευχή;
- Γιατί πρέπει να είσαι τόσο κάθετη; Τόσο απομακρυσμένη;
- Πάντα κυνική, όπως μ’ αποκαλούσες στις φίλες μου, πριν με αγαπήσεις.
- Δε θυμάμαι, πως, σε αγάπησα –μιλά, ήρεμα, εκείνος. Εξακολουθεί πιο σοβαρός, πλέον.
- Δεν θυμάσαι, πως, με αγάπησες!
- …Δεν θυμάμαι.
- Μήπως επειδή σου έλειπα; (Σα να ηρεμεί κι εκείνη).
- Μήπως σου λείπω και τώρα; Προσθέτει. Γι’ αυτό καταφεύγεις στη προσευχή;
- Δεν έχω δικαίωμα;
- Έχεις κάθε δικαίωμα! Το οποίο δεν σε διώχνει από την πραγματικότητα.
- Επειδή θεωρούμε τύχη, ότι αποφεύγουμε τα ατυχήματα.
- Τι είναι η τύχη για σένα; Άντρα μου; Άνθρωπε;
- Δεν υφίσταται τύχη.
- Ώ, πάψε μ’ αυτή τη πιπίλα, ότι κάθε τι συμβαίνει για κάποιο λόγο. Τι είναι εκείνο που σου λύνει η προσευχή; Δεν απαντάς. Εξακολουθείς να είσαι ένας τοίχος. Όπως όταν σε γνώρισα. Ένας κρύος τοίχος που λες, κάθε τόσο, ζεσταίνει ο ήλιος ή τα σώματα του καλοριφέρ.
- Είναι κακό να έχεις συναισθήματα;
- Που δεν μου ‘δειξες, ποτέ. Δεν ανοίχτηκες. Απορώ, πως σε παντρεύτηκα! Όλη αυτή η υποκρισία –υψώνει τη φωνή της- να λες χωρίς να λες! Να ζεις άλλη μια μέρα, καταφεύγοντας στο Θεό, και όχι σ’ εμένα. Είσαι στ’ αλήθεια, τόσο άχρηστος;!
- Σου είπα, έχω δουλειά.
- Δεν είμαι εγώ, εδώ. Δεν υπάρχω; Δεν είμαι γυναίκα; Δεν είμαι εκείνη που διάλεξες; -κλαίει. Τι σου λύνει η προσευχή; Ρωτά ψιθυριστά. Τι σου λύνει. Τι σου λύνει. Είμαι τόσο κουρασμένη. Τόσο μόνη.
Εκείνος δεν μιλά.
- Μα εσύ καταφεύγεις στο Θεό, λες και Εκείνος θα σου λύσει τα προβλήματα που δεν μοιράζεσαι. Την πνοή τους. Τη ζεστή ή τη μουχλιασμένη τους πνοή. Πού πήγαν τα όνειρα; Που οφείλεται όλη αυτή η έλλειψη αυτοπεποίθησης; Ή έλλειψη, ότι είσαι κι εσύ, άνθρωπος. Ότι είσαι άντρας. Ότι μου ανήκεις. Έστω κι αν χαραμίζεται ο καιρός. Ο χρόνος, που προσπερνά, σαν νιάτα και δέρμα φωτεινό. Σαν βρύση που έχει ξεχαστεί ανοιχτή. Είμαι βρύση, που ξέρεις, πως είναι ανοιχτή. Είμαι γυναίκα! Είμαι το θηλυκό του ανθρώπου. Η Εύα, από παλιά, που κάθε τόσο, πετάς τη σπόντα, πως φταίω εγώ που μας πέταξαν απ’ τον παράδεισο των πρώτων ημερών του γάμου μας. Της πρώτης περιόδου του γάμου μας. Είμαι εδώ. Είμαι πάντοτε εδώ. Αναγκασμένη να σε πιέζω, για λίγο χρόνο, δικό μας. Για στιγμές που δεν επηρεάζονται από εποχές, και τα θέλω τους. Με όλα αυτά γύρω μας, τα οποία απλά, χρησιμοποιούμε ή μας μεταχειρίζονται. Ωφέλιμα. Ή απλά, προκαλούν τριβή, στην ψυχή μας.
- Έχουμε ψυχή –μιλά ο άντρας.
- Νομίζεις, πως δεν το ξέρω;
- Πάντα ήθελες ν’ αγαπώ το σώμα σου. Πάντοτε το εξωτερικό σου. Δεν είμαι εγώ, αυτός που δεν ανοίγεται.

Με αυτή τη φράση του άντρα, κλείνω σιγά σιγά, το ακουστικό. Δεν θέλω να ακούσω, παρακάτω. Δεν θέλω να σκεφτώ, να θυμηθώ, παρόμοιες προστριβές, που εύκολα, δημιουργείς. Μα δεν επουλώνονται. Ούτε ο ίδιος ο καιρός, γιατρεύει. Αφού οι άνθρωποι, δεν αλλάζουν. Ας πούμε, μετά τα σαράντα.
«Αν είναι το πρόσωπο σου, εσύ.
Αν τα ζευγάρια παντρεύονται για την ιδέα του γάμου. Για την εδραιωμένη παράνοια της ολοκλήρωσης.
Της αδιαφορίας που μπορείς! και δείχνεις, στους ανθρώπους. Στους δικούς σου ανθρώπους. Σε όλη εκείνη τη διάθεση επαφής που μένει ανεκμετάλλευτη, μιας και το δημιούργημα του ανθρώπου, είναι καταδικασμένο από την ημέρα κατασκευής του».







Ο πόνος

Σα βήματα στο χιόνι, τον χειμώνα.
Ο θόρυβος κάθε κίνησης μου, στο σπίτι.
Όλη εκείνη η πνοή των γραμμένων πράξεων, σε κάποιο ημερολόγιο. Δείγμα ότι πρόλαβες. Σε πρόλαβαν τα όνειρα. Η ζεστή τους πνοή. Η ζεστή πνοή του ανθρώπου, που θερμαίνει και στεγνώνει, τα υγρά ρούχα, πάνω στο δέρμα του.
Η ανάγκη να γίνει πνοή η πίστη η ίδια, στη ζωή, και σε όσα μπορούμε να βιώσουμε.

Έπειτα, θα πλησιάσει η νύχτα, με τα φώτα τα αμυδρά, μέσα από τα παραθυρόφυλλα. Όπου πρόσωπα, γελούν. Παίζουν με τα παιδιά τους. Μαγειρεύουν. Κάνουν έρωτα.
Εξερευνούν το δικαίωμα στην εμπειρία της διαδρομής του χρόνου.
Κάποιος ζωγραφίζει. Κάποιοι άλλοι, ακούνε με σφιχτές κι ενωμένες, παλάμες, με κλειστά βλέφαρα, μουσική.
Ένας πίνακας, σε κάθε τοίχο. Κάτι μικρό, κάτι σίγουρο. Το ταξίδι της φυγής. Το μικρό όνειρο που οι ενωμένες παλάμες, μοιράζονται. Το κρυφό μυστικό του ταξιδιού, που σε καθοδηγεί στον ονειροκόσμο του.
Μικρά και δειλά βήματα στο όνειρο.
Οι παλάμες, εξακολουθούν ενωμένες.
«Αγάπη μου,
Η σκέψη μου, χαϊδεύει τα καστανά σου μαλλιά, τώρα, που αναπνέεις, κοιμισμένη όπως είσαι. Με το αμυδρό φως του φεγγαριού, πίσω από αχνά, σαν βαμβάκι, σκούρο, σύννεφα, τούτη τη ζεστή νύχτα. Πρώτες ημέρες της ζεστής, Άνοιξης.
Πάλι με τη σκέψη μου, θα σου χαϊδέψω τη πλάτη. Θ’ ακουμπήσω το αυτί, ν’ ακούσω τη καρδιά σου. Να ‘μουν ένα πανί, ένα μαντήλι, να περιηγηθώ, στο σώμα σου. Να το καλύψω, σαν όνειρο και πλάσμα άϋλο, της φεγγαρολουσμένης νύχτας και του ονείρου που είσαι εσύ η ίδια. Με νότες μουσικής, η αναπνοή σου.
Σαν έρωτας, είναι.
Σμίξιμο.
Χάδι των λέξεων στα μαλλιά.
Κεφάλι στον ώμο μου. Στέρνες ενωμένες. Αναπνοές ευθυγραμμισμένες. Παράλληλες. Το όνειρο να μη τελειώσει.
Στέκω ακίνητος.
Κλείνω τα μάτια».







Ευχαριστώ

Για το πόπκορν. Το κομμένο λάχανο. Τις μπανάνες. Ότι μας μεγάλωσες.
Να ζούμε σ’ ένα κόσμο διαφορετικό, από αυτούς που δεν έχουν οικογένεια.
Το δικαίωμα να βγαίνεις στο πάρκο και να το βλέπεις, αυτό.
Ευχαριστώ για την ασφάλεια που μου δίνει ο Κύριος, λόγω Ελέους, ενόσω κάνω τους γύρω, για λίγο ή πολύ, στην άκρη.
Ευχαριστώ για το ευχαριστώ στην προσευχή, κάθε ολοκληρωμένου γεύματος.

Για την ελεύθερη ζωή του δικαιώματος να είσαι παντρεμένος, μα να οφείλεις, παράλληλα, λίγη προσοχή στους γονείς που σε έφεραν ως εδώ.
Για το ευχαριστώ που δεν είπες, ούτε με μία αγκαλιά.
Για το ευχαριστώ που δεν έκφρασες για την παρουσία του αντίθετου σου φύλου.
Για τον κόπο των ανθρώπων, που στέκονται και δημιουργούν ένα όνειρο, για σένα. Μια μουσική θεσπέσια, που εξυψώνει την επαφή σου με το δημιουργό, σύμπαν.
Ένα με το σύμπαν. Το τώρα. Τη διακοπή του χρόνου, που μόνο η σιωπή και η πλήρης ηρεμία, γαληνεύει. Μια παρουσία που μαθαίνει να αγαπάει την έννοια της, δημιουργώντας, επεκτείνοντας, κλωστές επαφής, που η ψυχή θέλει και γεννά. Επιδιώκοντας την επαφή που της λείπει.
Τώρα. Που μόνο τη νύχτα, είσαι τυχερός, κι απολαμβάνεις, λίγη ησυχία.
Οι ώρες περνούν. Η σκέψη σου γαληνεύει ή ταξιδεύει στις όμορφες αναμνήσεις του πριν, ή σ’ εκείνες που ο ίδιος δημιουργείς, για να θυμάσαι κάτι καλό.., αφού δεν εκτιμάς όσα βίωσες.
Η ανάγκη να βλέπεις το πλάσμα που γέννησες. Να σου παραχωρείται αυτό το δικαίωμα, φυσικά, όπως το δικαίωμα στην πλήρη εργασία που πολλοί, σου στερούν. Μια σταθερή δουλειά. Ένα πρόγραμμα ζωής. Μερικά λόγια, ευφυολογήματα ανθρώπινης σκέψης.
Η ανάγκη να περιμένεις να ακούσεις τα παλιά. Τα μαθήματα ζωής που μεταδίδονται. Ν’ αποφεύγεις τα αιχμηρά μονοπάτια. Να μην έχεις τίποτα, να σε πολεμά. Μα να περισσεύει η εμπειρία. Να ‘χεις κάτι, να προβληματίζεσαι. Να αισθάνεσαι ότι υπάρχει μυαλό, μες το κεφάλι σου.
Να μην αισθάνεσαι μόνος.

«Αναρωτιέμαι αν θα φτάσουμε κι εμείς, σ’ αυτό το σημείο, να πούμε εκείνα που αντάλλαξαν, οι συνομιλητές στο τηλέφωνο, όταν μπλέχτηκαν οι δικές τους γραμμές, με την δική μας γραμμή, του τηλεφώνου.
Αν ετούτη η ζωή, δικαιούται να είναι μια μορφή τέχνης. Ένα αξιόλογο θέατρο.
Μια πέτρα που αξίζει να ασχολείσαι, μαζί της.
Παρέα με άλλες, που πλέον έγιναν ένα μη τη γη. Φεύγοντας στην ώρα τους. Ή έχοντας απομακρυνθεί, λόγω ορισμένου ατυχήματος, στη δουλειά. Στο σχολείο. Με μια απότομη και δίχως νόημα, απρόοπτη, καρδιακή προσβολή, για ένα νειάτο που ζητάει όμως, κι αυτό, τη μάνα του, από τον αιώνιο τόπο, που πλέον, κατοικεί.
Όπως θυμάται η μάνα, τα ρούχα του που έπλενε, οι πρώτες πάνες που πετούσε. Το γάλα, στη σωστή θερμοκρασία. Το δικαίωμα ν’ αγαπάς, ν’ ανησυχείς για το παιδί σου.

Το χαζοκούτι, που μόνο ρεύμα καίει –τελικά- συνεχίζει από ώρα, να λέει τα δικά του, μα είναι το βλέμμα μου πολύ μακριά, όσο κοντά βρίσκεται η ακοή. Αύριο πάλι, θα ξημερώσει.
Που θα συνεχίσω τη ζωή, τη νέα μου ζωή, με τον άνθρωπο της ζωής μου. Κόβοντας τον γόρδιο δεσμό, πολύ φυσικά, ως συνέχεια. Πολύ ελεύθερα, δίχως τύψεις. Επειδή όλοι αναγκάζονται να το κάνουν.
Ανησυχώντας παράλληλα, εν μέρει, στιγμές που το ταίρι κοιμάται, πλάι σου, αν μια μάνα, ένας γονιός, αισθάνεται, όπως εκείνο το πρόσωπο στον πίνακα Γκουέρνικα, που χάνει μια ζωή, αφού του φεύγει από τα χέρια.
Μόνο που εδώ δε μιλάμε για θάνατο, αλλά για φυσιολογική συνέχεια μιας ζωής, που κι εκείνη, παρόμοια, κάποια στιγμή, θα περιμένει να της οφείλει, ένα ή περισσότερα παιδιά, στο μέλλον, ένα ευχαριστώ.
Για τη μέρα. Τον ήσυχο ή τον αγχώδη ύπνο, τη νύχτα.
Για την αναπνοή. Τη στέγη, πάνω από τα κεφάλια μας. Τα ρούχα που μπορούμε να πλένουμε. Έστω για ετούτο το φαγητό το βιομηχανοποιημένο, πλέον, με όποια χημικά, που ούτως ή άλλως, κανένα Κράτος, και Θεσμός, δεν ενδιαφέρεται, να μας προστατέψει.
Ίσως μόνο το ενδιαφέρον κάποιων λίγων προσώπων που παλεύουν για μια ποιότητα προσφοράς, βιολογικών, άρα υποτίθεται, καθαρών, φαγητών. Πρώτων υλών.
Με όλους γύρω, να προτιμούν την πράξη, παρά τη σκέψη. Λες και η σκέψη, η ενασχόληση με αυτή, κάνει κακό, όπως το καθαρό φαγητό, που εδώ και πολλά χρόνια, δεν αποτελεί, αυτονόητη έννοια. Επειδή όλο και κάτι, θέλεις να προσθέτεις.
Κάτι που θεωρείται μη προσβάσιμο –ατελές, ή ανεπίκαιρο. Σαν ασχολία που δεν σου φέρνει χρήμα. Αφού τα πάντα, πρέπει να παραλληρίζονται με αυτό: το χρήμα. Που σου επιτρέπει να πληρώνεις: λογαριασμούς. Τρόφιμα. Ρούχα. Λίγο ακόμη χρόνο, στο γάμο σου. Ώστε ο άλλος, να μην σε παρατήσει.
Κι ας σου ζαλίζουν τα μυαλό, ότι όλοι δεν ακολουθούν το χρήμα. Ή ότι παντρεύονται και οι χαμηλόμισθοι. Ή ότι αν ένας από τους δύο, σε φιλία, δεν εργάζεται, μένει, παρόλα αυτά (κουραφέξαλα).

Αυτά τα μικρά πράγματα. Οι μικρές σκέψεις. Που πραγματικά σε βοηθούν, αποσπώντας τη σκέψη σου από θυμό. Επειδή κάποιος αλάθητος, ή κάποιος ανόητος πιθανόν, σε παίρνει τηλέφωνο, χτυπώντας απλά, η συσκευή, χωρίς να προλάβει να λειτουργήσει η αναγνώριση του αριθμού του, ώστε αυτός ο ανόητος, ο ανώμαλος, δηλαδή, δει, αν είσαι στο ιντερνετ, αν είσαι σπίτι. Πως θα σε φακελώσει, περαιτέρω.
Μα ξεχνάω αυτή την αδελφάρα του κερατά, που παρακολουθεί τον κόσμο, στο ιντερνετ. Δήθεν ότι προστατεύει την κοινωνία. Κι ύστερα, κάποιος μαλάκας πολιτικός που μ’ αφήνει άνεργο, τον βραβεύει, για την προσφορά του στην προστασία της έννοιας και μόνο, Κοινωνία.
(Παλιοαδελφάρα του κερατά. Που παρακολουθείς τον κόσμο στο ιντερνετ. Στο δρόμο. Από ψηλά. Με κάμερες. Θα πας κι εσύ, στην κόλαση. Όπως οι πανίβλακες του ΣΕΒ, χάρη στους οποίους, ζευγάρια, δεν παντρεύονται. Δεν φτιάχνουν τη ζωή τους. Δεν πληρώνουν, δεν αγοράζουν, πετρέλαιο).



Τόσο καιρό με κατακρίνουν επειδή θυμώνω, λόγω πίεσης που εξακολουθεί. Σα σπυράκι που δεν επουλώνεται.
Μα να, που πλέον, μου ζητάνε να θυμώσω, εναντίον όσων ρίχνω τα βάρη για την δική τους άσχημη, συμπεριφορά, που θα οφείλεται, πάντα, σ’ εμένα!!

Ζώντας σε μια χώρα, που πλέον, όχι μόνο, έχουν κατεβάσει στους δικούς μας, τα παντελόνια, οι αμερικανοί, αλλά τώρα, τους πηδάνε κιόλας!







Είναι

αυτές οι μικροστιγμές, θυμού, πράγματι, που αποζητάς έναν συγγενή, παρά το ίδιο σου το ταίρι, προς συνομιλία, επειδή εκείνο το πρόσωπο, γνωρίζει αρκετά για εσένα –αν έχεις αφήσει φυσικά, κάτι τέτοιο, να συμβεί.

Κοιτάς την φωτογραφία ενός συγγενή που δεν ζει, κι αναρωτιέσαι, γιατί τελικά παντρεύονται, κάποιοι άνθρωποι, ενώ δεν μπορούν να επικοινωνήσουν στα βασικά, μεταξύ τους.
Βιαστικά ο γάμος.

Έπειτα τους βλέπεις να μεγαλώνουν. Να έχουν δικά τους παιδιά. Να μην είναι ικανοί να επικοινωνήσουν με τα ίδια τους τα παιδιά –επειδή κάποτε πρέπει να πάψει εκείνη η πιπίλα, ότι κανείς δεν γίνεται τέλειος γονιός, για τον λόγο ότι δεν κατάφερε να τα βρει με τον εαυτό του, ποτέ, όπως λένε, ορισμένοι, όταν επιθυμούν ν’ αναδειχτούν, ανώτεροι.
Παρ’ όλα αυτά, αυτοί οι ανίκανοι γονείς, εξακολουθούν να συμβουλεύουν ακόμη και τ’ ανίψια τους. Τα επικρίνουν. Βάζουν λόγια, γι’ αυτά, αφού τα ανέχονται, σπάνια. Όπως το πέπλο, ότι “είμαστε καλά”, το ζευγάρι, πουλώντας το προς τα έξω. Έστω κι αν ο άλλος αντιλαμβάνεται, πως πλέον, δεν υπάρχει ευτυχία. Ή έστω κάποτε, υπήρξε ένας έρωτας που φθάρθηκε γρήγορα. Για τους δικούς του λόγους.
Κατόπιν μεγαλώνουν τα παιδιά, με τη σκέψη, ότι οι γονείς τους δεν τα βρήκαν, ποτέ. Οπότε, κι εκείνα, αναβάλλουν να τους δώσουν σχήμα και όνομα.
Βέβαια, κανείς γονιός, ιδίως ο πατέρας, δεν έχει κανένα δικαίωμα, να επιβάλλει στον ενήλικο γιο του, πότε θα πρωτοκάνει έρωτα. Με ποια. Πως. Γιατί υπάρχει και το πώς. Ενόσω μεγαλώνεις, με την ψευδαίσθηση, ότι ο πατέρας σου υπήρξε τελικά, μόνο τίμιος με τη δουλειά του, και όχι με τη σύζυγο, στο κρεβάτι τους.
- Κι ύστερα μου λες, εμένα, ή μάλλον δεν μου έχεις πει, τίποτα, γι’ αυτό το καίριο θέμα, της ολοκλήρωσης ενός άντρα, για τον λόγο, επειδή δεν θέλεις να μεγαλώσω.
ΘΕΛΕΙΣ, να αισθάνομαι παιδί. Ώστε να με ελέγχεις. Τι, θα φάω. Πότε θα φάω. Πότε θα κοιμηθώ. Κάθε πότε θα κάνω μπάνιο. Κάθε πότε οι ορμόνες μου θα βαράνε (μπιέλα το λένε;). Να μην πηγαίνω μακρινά ταξίδια. Να μην έχω, μακρινά, όνειρα. Και όλα αυτά, ως ενήλικος.
Επειδή, ναι, πολύ νωρίς, έχω δοκιμάσει, προφυλακτικά. Και ειλικρινά, απορώ, αφού πιστεύω, ότι δεν προσφέρουν καμία ικανοποίηση, στον άντρα. Καμία ζεστασιά. Καμία αίσθηση δεσίματος.

Αφού έχουν δικαίωμα οι γονείς, να έχουν μυστικά από τα παιδιά τους, έτσι κι ο ίδιος έχω δικαίωμα να μην μάθουν ποτέ για κείνη την ημέρα, λίγο καιρό μετά το στρατιωτικό, που πήγα στο φαρμακείο για ν’ αγοράσω ηρεμιστικά, ώστε ν’ αυτοκτονήσω. Έχω δικαίωμα να φαντάζομαι ότι θέλω, για όποιον θέλω. Ακόμη και να θυμώνω με κάποιους που δεν γνωρίζω. Όχι ότι είμαι ικανός για το κακό. Μόνο λόγια είμαι και τίποτα περισσότερο.
Εξακολουθώ όμως, το να έχω δικαίωμα να αντιδρώ και να σκέπτομαι, να πάθουν κακό όσοι με πρόδωσαν στη ζωή μου, καταστρέφοντας την.
Όλες οι κλίκες, που δεν επιτρέπουν την ουσία της προσφοράς μέσω της διαχρονικότητας.
Επειδή, ναι, πλέον, έχω δικαίωμα να έχω, όποιο ταλέντο θεωρώ –σύμφωνα με την υπόδειξη, άξιων Ανθρώπων- ότι έχω.
Σαφώς επειδή έρχεται κάποτε η στιγμή, που θέλεις την ποιότητα, και, την αγάπη. Αλλά, δεν σ’ αφήνουν να τους αγαπήσεις. Εξακολουθεί η επιθυμία τους, να ελέγχουν.
- Είναι αυτό που σου έλεγα, πριν.
Άλλο τι θέλω, κι άλλο πως θα αισθάνομαι, όταν θα έχω, αυτό που χρειάζομαι.
Τώρα που χρειάζομαι την αγάπη.
Τώρα, ναι. Ποια είσαι εσύ, που με αφορίζεις;
Αλλά όπως διαπιστώνεις, δεν με αφήνουν να αγαπήσω. Και πραγματικά πιστεύεις, πως υπάρχει περίπτωση, να δω, τα πάντα, αισιόδοξα, ενόσω δεν μου δίνουν την ελευθερία μου;
Ενόσω κυριαρχεί γύρω μας αυτή η μη διάθεση, να προσφέρεις, αρχικά, με χρόνο, για σένα;
Ζωγραφίζοντας. Γράφοντας. Φωτογραφίζοντας. Φτιάχνοντας κάτι με τα χέρια σου. Ξυλογλυπτική. Π.χ. προσφέροντας στον εαυτό σου, μια εκδρομή. Αυτή την αίσθηση της ελευθερίας η οποία θα σου επιτρέψει να έχεις αναφορές από πρώτο χέρι, του τι συμβαίνει εκεί έξω.
Μήπως και δεις τον εσωτερικό κόσμο που φοβούνται όλοι, να εξωτερικεύσουν. Παρά μόνο, εμπιστεύονται, πολύ λίγοι, σε πάρα πολύ, ακόμη λιγότερους.
Οπότε, αν κι εσύ, δεις, τι συμβαίνει εκεί έξω, τότε αποδέχεσαι τα ζευγάρια που πιστεύεις ότι το καλούπι τους, δεν ταιριάζει. Μήπως επειδή, έχει σημασία, το μυαλό;
Η στιγμή που ξεκινούμε να γνωρίζουμε τον εαυτό μας. Να τον αγαπάμε. Την εικόνα του, όχι μόνο στον καθρέπτη. Συνολικά.
Μήπως και αισιοδοξήσουμε στη ζωή, όταν οι ίδιοι είμαστε έτοιμοι, κι όχι όταν μας το επιβάλλει ο ψυχολόγος με το θεώρημα της θεωρίας!
Οι νέοι, έχουν ανάγκη τους νέους, για να αισιοδοξήσουν, όπως οι ηλικιωμένοι αποδέχονται τους συνομήλικους τους, μιλώντας τους, ακόμη κι αν δεν τους γνωρίζουν.
Το σημερινό πρόβλημα.
Έχουμε ξεχάσει την αμεσότητα της επαφής, της παιδικής, ή έστω, της εφηβικής ηλικίας. Όπου μιλάς ανοιχτά. Γνωρίζεσαι. Δημιουργείς φιλίες. Πλάκες. Όταν πραγματικά αισθανόσουν χαρά, κι είχε ευτυχία η χαρά. Δεν μετάνιωνες, όπως την επομένη, τώρα, από ενοχή, επειδή πέρασες καλά.
Στο μεγάλο κεφάλαιο της κοινής πορείας των δύο φύλων.
Με αγάπη. Ειλικρίνεια. Αποδοχή.
Του τι είναι κάθε φύλο. Πως επηρεάζεται, κάθε φύλο, όταν του λείπει η ολοκλήρωση.

Είναι από τα πράγματα, που πρέπει, επίσης, να σκεφτείς, μόνος σου, ή μόνη σου.

Σκέπτομαι: «τώρα, που σου βαπτίζω τα μαλλιά, μπροστά στον δικό σου καθρέπτη, αγάπη μου -που μετέφερες απ’ το σπίτι σου. Μαζί με τα υπόλοιπα πράγματα, τα οποία σε συντρόφεψαν, τις μοναχικές στιγμές ή κατείχαν μια λάμψη, επειδή οι φίλοι, χάρισαν στον εαυτό τους, απλόχερα.
Οι αληθινοί άνθρωποι. Όχι οι ηθοποιοί, οι ξένοι ιδίως, που συμπαθούμε –που δεν γνωρίζουμε αν κοροϊδεύουν το έθνος μας, την κληρονομιά, ή τη φυλή μας. Φαίνεται, δεν γνωρίζουν πως είναι κι εκείνοι, φθαρτοί. Άλλο αν πληρώνονται με εκατομμύρια δολάρια.
Αυτό πιστεύεις ότι τους λύνει όλα τα προβλήματα; Προσφέρει ευκαιρίες, χαράς;
Την χαρά, έχεις δικαίωμα, μόνο εσύ, να την επιλέξεις.
Όταν θέλεις. Εσύ!
Κι ας πάει, χαμένος, ο χρόνος.
Αφού συμφωνείς, πως για κάποιο λόγο, γίνονται όλα. Γιατί τότε διαφωνείς με τις επιλογές μου;

- Τι σκέπτεσαι; Με ρωτά, εκείνη.
- Τις μικροδιαφωνίες μας.
- Δεν έχουν καμία σχέση, με των γονιών.
- Όσο γι’ αυτό –χαμογελώ.
- Θυμάμαι –προσθέτω- την τελευταία φορά, στα γενέθλια μου, που ούτε χρόνια πολλά δεν μου είχε πει, ο πατέρας μου.
- Θα συμφιλιωθείς, ποτέ, μαζί του;
- Όχι. Είναι κι αυτό, δικαίωμα μου.
- Εσύ όμως, μου είχες πει, κάποτε, ότι ήταν εκείνος, κυρίως, που αγαπούσες.
- Υπάρχει λίγη σκόνη από αυτό, στο σπίτι. Απλά ξεχνώ να καθαρίσω.

- Τι θα γίνει μ’ εκείνα τ’ ανίψια σου; ρωτά, εκείνη, μετά από δυο λεπτά, ενόσω εξακολουθώ ν’ απολαμβάνω το χτένισμα στα μακριά της μαλλιά.
- Τι θες να γίνει;
- Δεν είναι ανάγκη να θυμώνεις.
- Δεν θυμώνω –σαν ένα παράπονο στη φωνή.
Μου χαμογελά.
- Θα πας να τα δεις;
- Κάποτε.
- Πότε κάποτε;
- Πρέπει να το συζητήσουμε, τώρα, αυτό; Μη μου χαλάς το Σάββατο μου.
- Σάββατο μας, εννοείς.
- Ναι.
- Έλα τότε, να σου φτιάξω ένα γλυκό, στην κουζίνα.
- Χρειάζεσαι βοήθεια;
- Πάντοτε, χρειάζομαι βοήθεια».

Αυτό είναι το προτέρημα των φθαρτών ανθρώπων. Η πλεονεκτική θέση να γνωρίζεις ότι είσαι φθαρτός. Επιρρεπής σε λάθη ή καλά. Σε επίγνωση του δικού του χρόνου ή των άλλων. Κυρίως όσων γνωρίζεις.

“Σημειώνω” : να θυμηθώ, πως γελούσα με το παραμικρό, όταν ήμουν παιδί. Και όλα ήταν ξέγνοιαστα. Όλα ήταν πιθανά. Μπορούσαμε να τα έχουμε όλα.
Ακόμη κι εκείνο που δεν γνωρίζαμε, ότι μας ταίριαζε.



Η σκέψη του μικρού, δικού μας, παιδιού.
Η σκέψη του. Η ματιά. Η γκρίνια. Η άγνοια για τα νέα μαθήματα που του φαίνονται βουνό.
Η φωνή του.
Η παρουσία του στο σπίτι.
Η ανάγκη που επαληθεύεται, ως ολοκληρωμένος άνθρωπος – γονιός επομένως.
(Έχεις ανάγκη, να αισθάνεσαι


ολοκληρωμένος;

Τι κάνει έναν άνθρωπο να αισθάνεται ολοκληρωμένος;
Ότι έχει κάνει, έρωτα;
Επειδή είναι σημαντικό, ναι, να αισθάνεσαι, ότι έχεις κάτι ζωντανό, ανάμεσα, στα πόδια. Διαφορετικά, δεν θα είχε θέση ή αξία, εκεί.

- Ολοκληρωμένος, χωρίς το Θεό; ρωτώ μια ξαδέλφη μου, επικοινωνώντας τηλεφωνικά, μαζί της.
- Δεν πιστεύω ότι υπάρχει Θεός. Διαφορετικά, γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά, γύρω μας. Η αδικία. Ο πόνος των ανθρώπων. Ο θάνατος τους.
- Όντως. Πάντα θα υφίσταται αυτό το χάσμα, ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους. Ιδίως, απέναντι, στο Θεό, που δεν Του αρέσει, να δείχνει το πρόσωπο Του, στους ανθρώπους. Τόσο Αγαθός, πια; (Μισογελάμε κι οι δυό).
- Αλήθεια, εσύ, ως γυναίκα, πότε αισθάνθηκες ολοκληρωμένη;
- Όταν έπαψα να λυπάμαι τον εαυτό μου.
- Πραγματικά, όμως, χαίρομαι, συνεχίζει, όταν βρίσκει κανείς, εκείνο που του ταιριάζει. Όπως εσύ, με την γυναίκα σου.
- Ευχαριστώ.


- Αλήθεια, τι είδες σ’ εμένα; τη ρωτώ (τη γυναίκα μου).
- Τον ήλιο στα μάτια, που μόνος σου, θάμπωνες.
- Κι όμως δέχτηκες να είσαι, μαζί μου. Τότε, ως η μελλοντική μου γυναίκα.
- Ίσως χρειαζόσουν λίγη βοήθεια –χαμογελά.
- Μη με κάνεις να σε κυνηγήσω, χαμογελώ κι ο ίδιος.


Είναι αυτός ο ήλιος της αισιοδοξίας, που ζεσταίνει το χώμα, την ανθρώπινη ανατομία. Επειδή ο ήλιος είναι το φως. Είναι ένας μονόλογος, μόνο σ’ εσένα. Επειδή ο ίδιος, πιθανόν να μην ενδέχεται να τον πραγματοποιείς με τον ίδιο σου τον εαυτό. Επειδή οι γύρω πιέζουν, λες και είναι ποτέ δυνατόν, άνθρωπος να μοιάσει σε άνθρωπο. Επειδή αυτό, ορισμένοι, το θεωρούν τελειότητα και ψυχική υγεία.



«Θέλω να σε πάρω από το χέρι, να τρέξουμε ξανά, το γύρο του παλιού γηπέδου, με το χωμάτινο διάδρομο. Να δεις, ότι τα κόκαλα μας, ακόμα, αντέχουν.
Να χαρούμε τον ήλιο, τον αέρα, τον γαλάζιο ουρανό.
Το φως».

Άραγε

Πως θα αισθάνομαι, όταν θα έχω φτάσει σ’ αυτή την ηλικία, αναρωτιόμουν, εκείνο τον τελευταίο καιρό. Όταν αισθανόμουν την αγάπη να γίνεται βίωμα, κι όχι το θέλω του Παντοδύναμου, για να μην αισθάνομαι τενεκές. Άδειος.
Όπως τόσοι εκεί έξω που επειδή έχουν παντρευτεί, έχουν δουλειά, ή δικό τους σπίτι, πιστεύουν ότι τα έχουν όλα. Εκτός φυσικά από συμπόνια.
Σύμπνοια, ίσον αγάπη.
Μα είναι τόσο αποχαυνωμένοι από την φαινομενική τους ασφάλεια, δυναμικοί, άρα νευρασθενικοί. Που είναι ανίκανοι να αγαπήσουν αληθινά. Με συμπόνια. Με σκέψη ανησυχίας. Ανάγκη για σκέψη ανησυχίας, για τον άλλο. Αγαπώντας τον άλλο που έχει τις δυσκολίες του. Με συμπόνια. Πέρα από κατευθυνόμενες νουθεσίες, θρησκευτικής φύσεως, που όμως, δημιουργούν ενοχές και μόνο. Και συμπλέγματα. Ακόμα και οι αιρέσεις. (Γι’ αυτό, θα μιλήσουμε παρακάτω). Επειδή, βλέπεις, εκεί πάνω στον Παράδεισο, τελικά, ο Αδάμ με την Εύα, θα αισθάνονταν κάποτε, μισοί, χωρίς προσωπική τους οικογένεια. Χωρίς δικό τους παιδί. Ήταν κι αυτή, μια καλή πρόφαση, για να τους κλωτσήσουν από τον Παράδεισο. Πέρα από το ότι, ο Θεός δεν μας ήθελε, ποτέ, ελεύθερους ή ίσους, απέναντι Του.

Αναρωτιόμουν, πως θα αισθάνομαι, όταν κι ο ίδιος, θα είμαι ηλικιωμένος (Αν βέβαια, δεν έχει γίνει ως τότε, ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος ή η Δευτέρα Παρουσία). Αν τότε, ηλικιωμένος, θα κοιτώ πίσω, και θα έχω δει, πως την κρίσιμη στιγμή θα έχω ανακαλύψει το σεντούκι της αξιοπρέπειας, όπου από παιδί-ενήλικας, μετουσιώνεσαι σε ενήλικα, υπεύθυνο για τον εαυτό του. Για τον χρόνο που περνά και δεν επιστρέφει: Μήτε τα νιάτα, μήτε την κρίσιμη περίοδο, όπου θα καθίσει ξανά, στο σταυροδρόμι, όπου χωρίζεται η οδός της ζωής.
Αριστερά, είναι ο δρόμος που οδηγεί στη γειτονιά των πολλών που επέλεξαν να πάψουν να είναι και να αισθάνονται μισοί, κρατώντας το χέρι και τη ζωή, ενός άλλου ανθρώπου. Σταθερά όμως. Ξεκινώντας να μοιράζονται τα έξοδα. Τα γούστα. Τις εξόδους. Την υπευθυνότητα του εαυτού, που επιτέλους αποκτά αξιοπρέπεια και σταθερότητα στο χαρακτήρα. Αποβάλλοντας περιττούς φόβους, που μόνο κακό προκαλούν και προβλήματα που λειτουργούν ως κερκόπορτες.
Μόνο τότε, ξεκινάς να αγαπάς τον εαυτό σου, με τα ταλέντα του ή τις αδυναμίες, που λόγω τριβής, έχουν λειανθεί στις άκρες ή έχουν δημιουργήσει βαθουλώματα, που όπως στα πάζλ (με κομμένα κομμάτια εικόνας), κλειδώνεις, με ένα άλλο άτομο. Αλληλοκαλύπτοντας τα βαθουλώματα και τις λείες προεξοχές.
Απομακρύνοντας από μέσα σου, θεωρίες συνωμοσίας. Χάνοντας χρόνο και ψυχικό σθένος, σε άτομα, αυτοματοποιημένα ρομπότ, που η κατασκευή τους έχει συντελεστεί σε ξένη χώρα. Άραγε, γιατί να χάνεις χρόνο, με χαφιέδες και πρόσωπα-φωτοτυπίες και μόνο, που δεν κατέχουν, μήτε αξιοπρέπεια, μήτε τιμή, μήτε αγάπη.

Ήταν εκείνη η περίοδος όπου η αγάπη αρχινούσε να μπαίνει στα σωθικά μου, μα επέλεξα τον δεξιά δρόμο, όπου τον είδα πιο ήρεμο. Πιο αποστασιοποιημένο από τον πονοκέφαλο των πολλών που έτρεχαν να προβληθούν ολοκληρωμένοι, όμως ήταν τενεκέδες και μόνο.
Διάλεξα τον δεξιά δρόμο, με τα λιγότερα φώτα, όπου αφορίζεις τις νουθεσίες των άλλων, που πίστεψαν, πως πλέον, είχαν το δικαίωμα να διαφημίζουν την ολοκληρωμένη.. τους εικόνα.
Επέλεξα, ναι, φυσικά και επέλεξα, τον δρόμο τον χαμένο, χωρίς χάρτη, όπου δεν δίνεις αναφορά σε κανέναν, έχοντας όμως απομακρυνθεί απ’ το καλό και την αιώνια γαλήνη. Την τωρινή ηρεμία, μα και την αιώνια.
Μα στο είπα, οι θέσεις έχουν ήδη, κλείσει, κάπου εκεί γύρω από τις 100.000, σύμφωνα με τις φυλές, που αναφέρει, μέσα. Δεν χωράει άλλος. Τους υπόλοιπους θα μας πετάξουν στον αστεροειδή της φωτιάς, όπου αιώνια καίγεται και αιώνια αναγεννάται.
Επειδή τελικά, ο μεγάλος εγωιστής, δεν ήταν και δεν είναι, ο άνθρωπος.



Ήταν εκείνη η περίοδος που έβλεπα εμπρός μου, τις δύο κατευθύνσεις. Ξεκινώντας στην αχαρτογράφητη, διαδρομή, δεξιά, όπου παύεις ξανά, να μην νοιάζεσαι, επειδή ο ίδιος, εγκατέλειψες την αγάπη. Τα πιστεύω του βίου. Των ευθυνών. Της αυτογνωσίας του φθαρτού υλικού μας. Επειδή μια ζωή, έλεγα, τίποτα δεν πήγε καλά, σ’ εμένα –εκτός ότι ανέπνεα ακόμη. Ξεχνώντας να διεκδικήσω να σπάσω τα δεσμά, του παιδιού-ενήλικα, που μου επέβαλαν οι δικοί μου, μη αφήνοντας με ν’ αποκτήσω αξιοπρέπεια, και σταθερότητα, χαρακτήρα. Επέλεξα να τους αφήσω να με βλέπουν ως παιδί, έχοντας τους διαρκώς, ανάγκη. Κυρίως οικονομικά, ώστε να ελέγχουν και τη σκέψη μου. Το μέλλον μιας μίζερης ζωής. Να οδηγείσαι στα σαράντα. Δίχως σταθερό εισόδημα. Δίχως προοπτική, προσωπικής ελευθερίας.
Προοπτική να θέσεις ο ίδιος τις βάσεις ενός σταθερού και αληθινά, ελεύθερου, χαρακτήρα.
Ζώντας σε ένα καθεστώς –και όχι κοινωνία- στο οποίο ελέγχεται ανά πάσα στιγμή.
Όλοι θέλουν να σε ελέγχουν. Τις προτιμήσεις σου. Τι θα φας. Πως θα ντυθείς. Τι θα σκεφτείς. Ποια δουλειά θα διαλέξεις. Που. Ποιο πρόσωπο θα γίνει ένα, μαζί σου, περιορισμένα, συντροφεύοντας σε στο υπόλοιπο ταξίδι της ζωής. Ως τον θάνατο ή την αιώνια καταδίκη –έτσι όπως έχουμε μπλέξει.
Όλοι θέλουν ένα κομμάτι σου.
Κάπου να σε οδηγήσουν. Έχοντας όμως ο καιρός και το χώμα, όπου πατάς, πλέον, μεταβληθεί, σε βάλτο. Κορεσμένο έδαφος, από πολύ νερό –ενδιαφέρον, που αντιμετωπίζεις κι ο ίδιος, την αίσθηση των λιμναζόντων νερών, στην επιφάνεια, που όμως δεν υποχωρούν. Δεν τα καταπίνει η γη.
Οπότε χωρίζεις με την αγάπη.
Χωρίζεις και στα χαρτιά.

«Αυτός ήταν ο λόγος, που χωρίσαμε.
Επειδή επέστρεψα στα παλιά λάθη, έχοντας γίνει τα απωθημένα, το χρυσό τιμόνι, και το άφθαρτο τους υπόβαθρο.

Ας έπαυαν οι άνθρωποι, να δίνουν συμβουλές. Όντας ανίκανοι, οι ίδιοι, ν’ αναγνωρίσουν, ότι δεν μπήκαν ποτέ, στο αριστερό μονοπάτι. Της ολοκλήρωσης.
Επειδή δεν είχαν, αγάπη. Συμπόνια».

Αν έπαυαν οι άνθρωποι να δίνουν συμβουλές, θα το σκεφτόμουν να τους αφήσω κι ο ίδιος, ήσυχους. Αλλά όχι. Δεν σε αφήνουν ήσυχο. Αφού κάθε τι που συμβαίνει, προέρχεται από τον φαινομενικά, βάλτο, του καλού ή από το κακό. Κάθε μια σκέψη, καλή.. ή κακή, μπαίνει στον άνθρωπο, από τον Θεό, ώστε, χάρη σε ένα λάθος ή με μια σημαντική πρώτη ενέργεια, ανεξαρτητοποίησης –καλού, δηλαδή- να βιώνεις τα συναισθήματα. Τα συμπεράσματα.
Πιθανόν να μην ξέρεις, μα είναι καιρός να σου αποκαλυφθεί και αυτό: οι ευλογίες του Θεού, διαρκούν, το πολύ, λίγες ημέρες, άντε, μερικές εβδομάδες. Ύστερα, Επανέρχεται και σου Αρπάζει ότι σου Έδωσε, επειδή στάθηκες αχάριστος.
Επειδή, έχεις τα πάντα…
(Ακόμη κι αν δεν γεννήσεις το δικό σου παιδί).



Βέβαια, το ουσιαστικότερο, είναι, να πάψεις να βλέπεις το άλλο φύλο, ως βαθούλωμα, μέσω του οποίου, επικοινωνεί μόνο, το γνώρισμα του φύλου, που βρίσκεται, ανάμεσα στα πόδια σου. Λες και μόνο τότε –όταν είσαι άντρας- μόνο, όταν επιβληθείς στη γυναίκα, κάνοντας την πράξη, θα βγεις πλήρης.
Άραγε γιατί;
Επειδή κουμάνταρες έναν άλλο άνθρωπο;
Τι αλήθεια, σε τι, επιβλήθηκες;
Στο σώμα; Μήπως στην σκέψη; Μη με κάνεις να γελώ.
Άρα δεν αγάπησες, ποτέ.
Την αξιοπρέπεια του ατόμου.
Επειδή και οι γυναίκες, μερικές φορές, έχουν, εκείνο το μικρό φόβο, περί της πράξης. Να τους επιβληθεί ένας άντρας. Στο κρεβάτι.
Επειδή αυτό συμβαίνει. Κυρίως όταν δεν σου έχουν μάθει, να αγαπάς το σώμα σου. Τις ικανότητες του, που ο χρόνος φθίνει. (Η ανησυχία να μην προλάβεις να κατακερματίσεις τ’ απωθημένα σου. ποδοπατώντας τα. Ξεχνώντας τα. Κοιτώντας πλέον έναν άνθρωπο



στα μάτια.

Κοιτά ο άντρας, την γυναίκα, με συμπόνια.
Δεν σκέφτεται ότι τον πλησιάζει, και έχει ειλικρίνεια, απέναντι του, μόνο όταν είναι αδύναμη.
Αντιμετωπίζει ο άντρας με αγάπη συμπόνιας, την συνάδελφο του, στη δουλειά. Ικανός να της μεταδίδει μια αίσθηση εκτίμησης, άρα αναγνώρισης μιας αξιοπρέπειας, την οποία, μεν, πολεμούν, όμως, εκείνος αποδεικνύεται νικητής.

Ναι, έχει χωρίσει. Το λένε και τα χαρτιά.
Μα ήταν μια άτυχη στιγμή. Μια αδικαιολόγητη κατάληξη. Επειδή, ναι, έφταιξαν και οι δύο. Έχοντας όμως επάνω τους, το χρώμα των γονιών
«που πίστεψε με, δεν είναι, μήτε το γαλάζιο στο υπνοδωμάτιο, που πλέον, δεν έχει το άρωμα σου. Μήτε το λευκό ψυχρό της κουζίνας, ούτε ακόμη και το πορτοκαλί στο σαλόνι, όπου έφερνες τους φίλους σου, μήπως και με φτιάξεις κοινωνικό.
- Μα δεν στο είπε κανείς, πως οι άνθρωποι, δεν αλλάζουν;».

«Μπορούσες να με φτιάξεις να ανέχομαι τους δικούς σου. Επειδή, ναι, πράγματι, έθεσες σε σωστούς ρυθμούς, τις σωματικές μου ανάγκες.
Αυτό όμως που δεν μπορούσες να φτιάξεις και δεν ήθελα, ήταν και παραμένει, η επαφή με τους δικούς μου.

Εκείνο τελικά, πάνω στο οποίο δεν ήθελα να έχω ευθύνη, ήταν η γέννηση ενός νέου ανθρώπου.
Δεν μπορούσα να είμαι, εγώ, ο υπεύθυνος –με την σκέψη και μόνο- ότι θα φέρω ένα πρόσωπο σ’ αυτό τον κόσμο, το οποίο, πεθαίνοντας, κατά 75%, θα κατέληγε η ψυχή του, στην κόλαση».


«Έτσι, σε άφησα κάπου, σε μια μικρή γωνιά, του μυαλού, όπου κι αν βρίσκεσαι. Διακρίνοντας πότε πότε, αχνά, τον αριστερό δρόμο, ο οποίος μου έστελνε τον καθοδηγητή και Προστάτη του.
Μα είναι ζηλότυπος και επικίνδυνος και αυτός.
Αφήνοντας τις μεγάλες αδικίες να συμβαίνουν».
Καταλήγοντας οι άνθρωποι, σε αιρέσεις. Αφού κάθε άνθρωπος, μόνος του, δεν είναι ικανός να βρει την αγάπη. Πρέπει! να του την προσφέρει κάποια θρησκεία. Να εξαρτάσαι από το εισαγωγικό, στην αγάπη, επειδή, εκεί, στην αίρεση, που σε τράβηξε, η έλλειψη της αγάπης, άρα της αποδοχής, πίστεψες ότι θα σου λυθούν όλα τα θέματα τα οποία σε αφορούσαν.
Ότι ο Θεός θα σου έκανε τα χατίρια. Θα σου έβρισκε σταθερή δουλειά. Σύζυγο. Θα άλλαζε τον χαρακτήρα των γύρω σου –αν ήσουν πιστός, σε Εκείνον. Στεγνός δηλαδή, από όνειρα και ελπίδα. Δίχως το φόβο της κόλασης.
Όπως όλα στη ζωή, πρέπει να σε απειλούν, για να τα κάνεις. Είναι προτιμότερο.. απ’ το να είναι ελεύθερος, κάποιος.
Να ξυπνάει το πρωί και να είναι χαρούμενος που είναι ελεύθερος και μπορεί και περπατάει, και αγαπάει τα δέντρα, τα περιστέρια. Τις παιδικές χαρές. Ακόμη και τις οικογένειες με τα καροτσάκια, στην βόλτα τους, όταν η πόλη αδειάζει. Ελεύθερος, αγαπώντας συχνά, αυτό που δεν έχει.



Θυμάμαι:

Είναι Κυριακή.
Ο ανίκανος –από έλλειψη πατρικής στοργής και καθοδήγησης, σύμφωνα με το φύλο μου- πατέρας, με οδηγεί ξανά, στην εκκλησία των Πεντηκοστιανών, όπως κάθε κυριακή –όπου μπορώ να μείνω ολόκληρη τη μέρα, και για το απογευματινό κήρυγμα.
Που υποτίθεται, τι υποτίθεται, είναι η μόνη μέρα που έχω, αφού εργάζομαι και σάββατο, που μπορώ να ξεκουραστώ από την βαριά, χειρωνακτική μου εργασία. Να ξεκουραστώ από την πίεση. Μια μέρα αποκλειστικά για μένα. Όπου θα δεχτώ τον εαυτό μου όπως είναι, ποθώντας αυτό το σώμα, μια ολοήμερη ξεκούραση. Με ηρεμία νου και σώματος. Έστω και με χαζοσειρές στο χαζοκούτι. Του οποίου την πρόσβαση μου έχουν κόψει οι υπεύθυνοι της εκκλησίας. Παρομοίως, στα ταλέντα μου. Επειδή είναι πρόσκαιρες και μάταιες ενασχολήσεις.

Η γραμμή του δρομολογίου, του λεωφορείου, μας φέρνει στην εκκλησία των πεντηκοστιανών.
Η αίθουσα είναι ψηλοτάβανη. Μακρόστενη. Χωρίς εικόνες στους τοίχους. Με μια στενή τουαλέτα, σε σημείο που δεν φαίνεται.
Ο χώρος είναι χωρισμένος μ’ έναν διάδρομο, και στασίδια για το κοινό.. –και μόνο- των πιστών. Όπως μπαίνουμε, αριστερά, κάθονται οι άντρες. Δεξιά οι γυναίκες. (Δεν επιτρέπεται να κοιτούν οι άντρες τις γυναίκες, και τούμπαλιν. Ιδίως οι νέοι).
Στο βάθος, σ’ ένα υπερυψωμένο επίπεδο, 70 εκατοστών, βρίσκεται ένα έπιπλο –όπως στις διαλέξεις- με κατάλληλη θήκη, για να διαβάζεις ένα ανοιχτό βιβλίο. Εννοείται, της Αγίας Γραφής.
Μην ξεχάσω και την κρυφή μπανιέρα, κάτω από ένα σημείο της “εξέδρας”, όπου βαπτίζεσαι, ντυμένος, ώστε να σου φύγουν.. οι αμαρτίες.

Στο υπόγειο της αίθουσας, βρίσκεται η χαμηλοτάβανη τραπεζαρία, και κάποια άλλα εύχρηστα αντικείμενα και έπιπλα.
Κάθε φορά που έρχομαι εδώ, αισθάνομαι ξεκομμένος από τους ανθρώπους.
Όχι τυχερός που με διάλεξε.. ο Θεός, για να Σώσει την ψυχή μου, από όλη αυτή τη βρωμιά εκεί έξω. Την ξεβρακωσιά, δηλαδή. Όπου παίζει ρόλο, πόσο μεγάλο είναι το μόριο του άντρα. Το μέγεθος και το σχήμα του γυναικείου σώματος, ιδίως του στήθους. Όπου οι νέοι, είναι νέοι, για να μπορούν να τα δοκιμάζουν όλα αυτά, πριν να παντρευτούν, ώστε να μην έχουν απωθημένα, ότι δεν έζησαν. Δεν χάρηκαν όλα τα μικρόβια που κουβαλάει ο ένας και ο άλλος!
Κάθε φορά που έρχομαι μες σε αυτή την εκκλησία, ιδίως στην προσευχή, ενόσω είμαστε στα γόνατα, με το πρόσωπο κολλημένο στο κάθισμα, κάποιοι πιστοί.. αρχίζουν και ουρλιάζουν, μιλώντας σε άλλες γλώσσες. Κάτι μοιρολόγια, ακούγονται πότε πότε. Όλο και κάποιος θα πετάξει μια προφητεία, για να φοβηθούν οι υπόλοιποι πιστοί, και να παραμείνουν στο εκκλησίασμα. Κοντά δηλαδή, στον Θεό. ώστε ο Θεός να μην Αποφασίσει να τους παραδώσει στον έξω απ’ οδώ. Πάντα φοβισμένοι, οι πιστοί..
Ποτέ ελεύθερος, να διαλέξω να δοξάζω τον Θεό, αλλά παράλληλα να απαιτώ μια αγκαλιά από το άλλο ταίρι, που ακόμη κι αυτό, πρέπει ο Θεός, να μου υποδείξει.
Περιμένοντας ακόμη κι αυτό, όχι πια, ως δικαίωμα στα νιάτα μου που φεύγουν, απλά ως υπόσχεση του Θεού, αν παραμείνω πιστός στο εκκλησίασμα και στα θρησκευτικά μου καθήκοντα –και μόνο. Μηχανικά.
Όπως κάθε κυριακή, που αντί να ξεκουραστώ, είμαι καθισμένος, με το αίμα να κατεβαίνει στα πόδια, αντί να ανακατανέμεται σε ισορροπία, σε ολόκληρο το σώμα. Με όλο τον υπόλοιπο κόσμο, εκεί έξω, στην καταδίκη του –στην κόλαση, δηλαδή. Οι ζωντανοί νεκροί, να θάβουν τους δικούς τους νεκρούς!
Επειδή, εμείς, εδώ, σε αυτή την αίθουσα, με τα κλιματιστικά, είμαστε ο περιούσιος.. λαός!
Εδώ μιλάμε, για ΤΗΝ, οργάνωση.
(Με τις υποσχέσεις του Θεού, να παραμένουν υποσχέσεις. Με κανέναν να θεραπεύεται. Να λαμβάνει.. Άγιο Πνεύμα).

Μη ξεχάσω, όταν εισέρχεσαι στην αίθουσα, στο αριστερό μου χέρι, βρίσκεται ένα μικρό και μακρόστενο “κιόσκι”, όπως οι ρεσεψιόν, στα ξενοδοχεία. Με Αγίες Γραφές, σε μια γυάλινη προθήκη, όπου επίσης, πωλούνται, κασέτες με ύμνους και κηρύγματα.
Εδώ, εμείς, δεν αγαπάμε το σώμα μας.
Εδώ αγαπάμε να προσφέρουμε τον όβολο μας, πολύ φυσικά. Να ερχόμαστε. Να καθόμαστε ή να γονατίζουμε, αρχικά. Να τιμούμε, συνεχώς, Κάποιον, που οι υπόλοιποι εκεί έξω, θυμούνται, μόνο, την παραμονή της Ανάστασης Του. Όταν τους πιάνει μια μελαγχολία ..ξαφνικά!
Εδώ, αυθόρμητα, “αγοράζεις” τα μέσα, περί φόβου της κόλασης. Είτε είναι υλικά αγαθά, είτε το φέρσιμο των υπευθύνων, οι οποίοι προσπαθούν να σε αποτρέψουν απ’ το να σκέφτεσαι, ότι σε ελέγχουν. Αν όχι την τσέπη σου, αν θα σωθεί η ψυχή σου ή όχι!
Ναι, οι νέοι δεν επιτρέπεται να ανταλλάσσουν βλέμματα, πριν, μετά, ή κατά την διάρκεια του κηρύγματος, ή της κυριακάτικης λειτουργίας, όπου λαμβάνουμε άρτο και κρασί. Τυπικοί στα καθήκοντα, μα ανίκανοι οι νέοι, να δικαιούμαστε στην ώρα μας, να αποκατασταθούμε.
Μια φορά, είχα ζητήσει απ’ τον ποιμένα της εκκλησίας, την γνώμη του για μια κοπέλα που συμπαθούσα πολύ –ένα καλούπι που ήταν το κλειδί για την ιδανική, για μένα, χημεία- και ο ποιμένας, αυτός ο Χριστιανός.. –με βούλα- γέμισε το πρόσωπο του με την πιο απαίσια γκριμάτσα, που έχω συναντήσει. Για γνώμη απλού ανθρώπου, για άλλο άνθρωπο.

Ακούμε το κήρυγμα.
Υποτίθεται, ότι την ώρα του κηρύγματος, “μπαίνει” ο Θεός, μες το πνεύμα εκείνου που συζητά ένα κεφάλαιο ή μια παράγραφο απ’ τη Γραφή, ελέγχοντας ορισμένους απ’ το κοινό. Για όποιες λάθος σκέψεις. Ή παραστρατήματα..
Όπως να ασχολούμαστε με τους δικούς μας, που δεν πιστεύουν. Ή με συγγενείς μας, που δεν πιστεύουν.
Ακούμε το κήρυγμα. Ακολουθούμε έναν αναγκαστικά ταπεινό, τρόπο, επικοινωνίας. Σα ρομπότ. Σα θαμώνες ενός χώρου που δε ζει σε αυτό τον τόπο. (Είμαστε οι εκλεκτοί.. βλέπεις).

Μια φορά, είχε έρθει ένας ομιλητής, που τον επέλεξε ο Θεός, να τραβάει τις μάζες, λέγοντας μας, ότι ήταν ομοφυλόφιλος, και ο Θεός, τον έκανε άντρα. Παντρεύοντας τον, τελικά. Με τρία παιδιά. Τρομάρα του. (Τότε σκέφτηκα, κοίτα έναν άσχημο ομοφυλόφιλο J που ο Θεός τον πάντρεψε κιόλας J και αμέσως, αυτός ο φυσιολογικός πλέον, άντρας-ομιλητής! με κατακεραύνωσε από κει πάνω, γι’ αυτή μου τη σκέψη. Ότι έχω σαρκικά μάτια. (Γενικά μίλησε, από την εξέδρα).
Που πρέπει κάθε φορά, να ελέγχω, τι, πως, και που, κοιτάζουν.
Ιδίως στις συναντήσεις, μια μέρα της εβδομάδας, το απόγευμα, των νέων. Ξανά, εννοείται, για κήρυγμα ή για μια βόλτα-περίπατο.
Μια φορά είχαμε πάει να “αθληθούμε” αλλά ένοιωσα ότι ήταν κάτι που με αποσπούσε τελικά, από το να είμαι προσηλωμένος, στα καθήκοντα μου, απέναντι στον Θεό. γι’ αυτό και δεν το ξαναεπιχείρησα. Όχι ότι συνέβη ποτέ, ξανά. Θεώρησα δηλαδή, ότι ήταν κάτι μάταιο.
Εκτός απ’ το να αναπνέεις και να μοιράζεις το βίο σου, μεταξύ μόνο, κηρυγμάτων, εργασίας, συναντήσεων για κήρυγμα! Των νέων, ή σε φιλικά σπίτια, για προσευχή, φαγητό, και ξανά κήρυγμα!!
Μια φορά, όταν ήμασταν στα γόνατα, αναγκάστηκα.. να αποκαλύψω ότι ζήλευα έναν άλλο πιστό, που ο Θεός επρόκειτο να αποκαταστήσει –στο μέλλον, εννοείται.

Πόσο τυχεροί είμαστε.
Εδώ πέρα. Σ’ αυτό το καθεστώς ασφάλειας. Ότι σε προστατεύει ο Θεός, απειλώντας σε, παράλληλα! Ότι θα πας στην κόλαση, αν δεν μείνεις έως τέλους.
Εδώ πέρα, κυριαρχεί ένα πνεύμα, ανωτερότητας: Εμείς θα σωθούμε και κανείς άλλος, από τους ..έξω. Εμείς έχουμε κόψει εισιτήριο. Εμείς, θα σωθούμε. Εμείς μιλάμε –εννοείται οι βαπτισμένοι, με Άγιο Πνεύμα- γλώσσες ξένες και άγνωστες μας. Εμείς, θεραπεύουμε, μερικοί –εννοείται- κάθε αρρώστια. Αρκεί να πιστεύουμε!
Τίποτα χωρίς αντάλλαγμα.
Σωτηρία, χωρίς υποταγή. (Η ελευθερία πάει περίπατο).
Άγιο Πνεύμα, χωρίς τριήμερη νηστεία.
Σύζυγο, χωρίς υπομονή και αγαμία σωματικών αναγκών.
Εμείς δεν έχουμε.. φύλο. Μας έχουν κοπεί οι ορμές, όπως τότε, με την κιβωτό του Νώε J
Εμείς έχουμε μόνο, ψυχή.


Τίποτα χωρίς αντάλλαγμα.
Ακόμη και η αγάπη.
Να αισθάνεσαι το χέρι του Θεού, στην πλάτη σου, όταν κάνεις προσευχή, ή στην κεφαλή.
Μα που είναι η αγάπη. Η αγκαλιά που ποτέ δεν είχες. Ούτε εδώ, στους πεντηκοστιανούς, που δεν επιτρέπονται οι χειραψίες, ούτε να σε χτυπήσει φιλικά, κάποιος, στον ώμο. Να σου πει: όλα θα πάνε καλά. Κάνε υπομονή. Υπάρχει και αγάπη. Και να συγκινηθείς. Αν όχι με δάκρυα, μέσα σου, τουλάχιστον. Κοιτώντας πλέον τον κόσμο ως δώρο. Ως κάτι που ζεις τώρα, ακόμη και ως πεντηκοστιανός. Κοιτώντας τη ζωή εκεί έξω, με αγάπη για τον συνάνθρωπο. Όχι να αισθάνεσαι ανώτερος, επειδή υπηρετείς τον Θεό, όπως σου υποδεικνύουν οι άλλοι που δεν σου μαθαίνουν, καν, την έννοια της αγάπης. Η οποία φυσικά, δεν σημαίνει, να κλαις αναγκαστικά –υποκριτικά δηλαδή- ώστε οι άλλοι πιστοί.. να εννοήσουν ότι ανήκεις πλέον, στον Θεό. Ακόμη και οι κοπέλες, εδώ, τις έχουν μαθητεύσει, να διαλέξουν, μόνο όποιον αφιερώνεται εντελώς, στον Θεό. Βλέποντας τους άντρες, μόνο ως πρόβατα-πιστούς, και όχι ως ανθρώπους-άντρες, με δικαιώματα. Όπως και εκείνες, έχουν δικαιώματα, βάση του φύλου τους. Μα δεν τις αφήνουν να το δουν. Φαντάζομαι, ότι ακόμη και η ίδια τους η μάνα, δεν τις αγκαλιάζει. Δεν τους χαϊδεύει τα μαλλιά. Δεν τις κανακεύει, δηλαδή.
Δυστυχώς, ακόμη και η αγάπη, η συμπόνια, είναι καταπιεσμένη, εδώ.
Το γεύεσαι στις εκτός κηρύγματος, συναντήσεις.
Οι άνθρωποι είναι απίστευτα σχολαστικοί στο τι λένε. Πως εκφράζονται. Δίνουν κάποια ελάχιστα φαγητά ως δώρο, ή σε εξυπηρετούν με το αυτοκίνητο. Όμως, δεν ξέρουν να επικοινωνούν.
Ο Θεός τους έχει λύσει.. όλα τα προβλήματα.
Ο Θεός, τους ενημερώνει για το τι γίνεται στον κόσμο. Ο Θεός, τους προστατεύει από τα κρυφά συμβούλια, που θέλουν να εξοντώσουν, κάθε ιδέα, Χριστιανισμού.
Ο Θεός δίνει. Ο Θεός, παίρνει.
Με σταγονόμετρο.
Κάνε υπομονή: το ίδιο σχόλιο.
Καταπίεσε τις ανάγκες σου.
Τι κι αν παντρευτείς στα 35; Αρκεί να παντρευτείς, όταν παντρεύτηκε κι ο πατέρας σου. Μη φανεί ότι είσαι ανώτερος του πατέρα σου!
Έστω, σε κάτι.
Εκτός από την διαφορά ύψους, στο σωματικό καλούπι.

Ακόμη κι εδώ, στους πεντηκοστιανούς, κάποιος είναι ακόμη ανώτερος.
Κάποιος πρέπει να δίνει οδηγίες.
Εσύ, πάντα, να εκτελείς. Να υπακούς.
Πάντα.
Να μην ξεκουράζεσαι. Να προσεύχεσαι. Πάντα.
Να υπομένεις.
Η ..αγάπη, υπομένει. Ελπίζει..
….Βοηθά.


Πλέον, εδώ και πολλά χρόνια, έχω γλιτώσει από αυτούς τους καταπονημένους ανθρώπους, τους πεντηκοστιανούς.
Από αυτούς τους στεγνούς ανθρώπους. Από αγάπη αληθινή. Με συμπόνια έμπρακτη, με αγκαλιά. Με βοήθεια.

Θυμάμαι έναν πιστό, τον τελευταίο καιρό που είχα αποφασίσει να φύγω από αυτή την κλειστή κοινωνία, ο οποίος με έφερε σπίτι, και ο βλάκας, παίζοντας το Θεός, καθόταν και έκλαιγε, στον δρόμο, για την ψυχή μου. Κάνοντας με ρεζίλι, στη γειτονιά.




Ύστερα

Ρωτάς, «γιατί δεν θέλω να φέρω ένα παιδί, το δικό μας παιδί, στον κόσμο.
Επειδή δεν θέλω να είμαι εγώ, ο υπεύθυνος για μια πιθανή, κατά 90% -ανέβηκε- καταδίκη του, στο αιώνιο πυρ.
Επειδή, ναι, υπάρχει Θεός, και τσιράκι, τιμωρός.
Εδώ, είναι ένας προθάλαμος, κάπου, έστω, μεταξύ πρόσκαιρης χαράς και επαναλαμβανόμενης τιμωρίας, επειδή αυτό είναι τα προβλήματα.
Μην αυταπατάσαι, στο είπα πολλές φορές, ότι επειδή δεν κλέβεις, δεν έχεις σκοτώσει κανέναν. Δεν μισείς κανέναν –ναι;- ότι αυτόματα, είσαι καλός χαρακτήρας. Λες και είμαι ικανός κάθε στιγμή, να σε κοιτώ στο πρόσωπο ή να έχω την ικανότητα να διαβάζω την κρυφή σου ειρωνεία για πρόσωπα και καταστάσεις. Λες και έχεις τέλεια προσωπικότητα, όπως ορισμένες νεαρές ενήλικες γυναίκες, που πιστεύουν ότι είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν τα πάντα. Τα πάντα χειρίζονται με τον αρμοδιότερο τρόπο, βάζοντας τον άλλο, στη θέση του! Γι’ αυτό και θα μείνουν μόνες, για πάντα.

Τίποτα δε δίδεται, χωρίς αντάλλαγμα.
Κι άσε τους άλλους να λένε, ότι όλοι μπορούμε να πράξουμε, προς το μέρος της πραγμάτωσης ενός ονείρου ή επιβεβαίωσης του ταλέντου μας. Ότι μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα.
Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.
Ο Θεός θα πει: Όχι.

Σε μερικούς, ο Θεός, βάζει απίστευτα εμπόδια, κι αφήνει άλλους να πηδιούνται όσο θέλουν, πριν να παντρευτούν.
Σε μερικούς, ο Θεός δεν μας επιτρέπει να μείνουμε και να χαρούμε τα ταλέντα μας, όσο είμαστε, νέοι.
Οι κλίσεις του καθενός, είναι μόνο μια παρηγοριά. Ώστε να μην αισθάνεσαι, άχρηστος.
Ταλέντο, μόνο για σένα τον ίδιο.
Στους τέσσερις τοίχους».

Ο Θεός, μπορεί να έρθει στον ύπνο σου, ως φωνή συνείδησης και να σε προειδοποιήσει ότι αν δεν αλλάξεις.. θα σου έρθει ένα πρόβλημα, στη ζωή σου. Θα στο στείλει, ο Θεός. Όπως σε τρομάζει με εφιάλτες, στον ύπνο σου.

«Στο είπα πολλές φορές, ότι ευγνωμονώ για όσα έχω, όμως, η Δύναμη, δεν θέλει να σου λύσει, ορισμένα ψεγάδια.
Λες και θα σε κρατήσουν ταπεινό, δηλαδή υποτακτικό, ενόσω αυτά τα ψεγάδια, σε προκαλούν να εξακολουθείς να μην αγαπάς το σώμα σου. Τις ικανότητες του –για τον άντρα- που μπορεί να θέλει να “εκμεταλλευτεί” μια γυναίκα.
Ούτε ακόμη και τώρα, που έχεις βάλει, γυναίκα μου, σε σωστό ρυθμό, τις σωματικές μου ανάγκες.
(Εκτός κι αν αποτελεί κατακάθι, ότι θέλω… πάντα, κάποιος να με ελέγχει).
Ούτε και τώρα, που έχω αναφέρει τα πάντα, για μένα, μα εσύ τα στρίμωξες στην βαλίτσα σου, ένα πρωί, μαζί με τα υπόλοιπα υπάρχοντα σου, επειδή σου είπα ότι δεν θέλω να κάνουμε, παιδί. (Όπως εκείνοι οι άχρηστοι, παντρεμένοι, που χρησιμοποιούν, ακόμη, προφυλακτικό).

Ακόμη δηλαδή, ένας μπελάς, στο κεφάλι μου.


Κι αν σε βρήκα, μόνος μου το επιτέλεσα.
Δεν λυπήθηκα τον εαυτό μου. Να μεμψιμοιρήσω. Να δηλώσω: κάποιος Ανώτερος, θα μου λύσει τις διαφορές που έχω, με τη ζωή».

Κανένας δεν θέλει να λυθούν οι διαφορές που έχεις, με τη ζωή. Όση δύναμη και αν έχει. Από τη θέση ασφαλείας, που στέκεται. Του αποφασίζουμε και διατάσουμε. (Και η γη θα κλείσει ως βιβλίο, και θα εξαφανιστεί. Μαζί με τον θυμό σου. Την νευρασθένεια του δυναμισμού σου).

Κι ύστερα, μερικοί, απορούν, πως γίνεται, κάποιος που έχει περάσει από το κατώφλι, κάποιας αίρεσης, να είναι δυνατόν, πλέον, να δει τη ζωή, με ελπίδα. Το τώρα. Ν’ αποφασίσει να το ζήσει, το τώρα.
Δεν μπορείς, καν, να το δεις αυτό, μέσα στον άλλο, που πήγε να σκάψει για Αγάπη, και βρήκε ένα καταστατικό, και μόνο.


Πρωί

Νωρίς.

Ξημερώματα.

Η τηλεόραση έχει κλείσει, ξανά, μ’ ένα γυναικείο, ελκυστικό, πρόσωπο.

Οδηγώ τα βλέμματα μου στον κυβερνοχώρο.
«Να σε ξεχάσω.
Την απόλυτη εγκατάλειψη σου».

Παρομοίως όπως προσπαθώ να μην σκέπτομαι κάτι ηλίθιους μπάτσους, που υποδύονται τους ταξιτζήδες, παρακολουθώντας, αξιοπρεπείς, νομοταγείς, πολίτες.

Προσπαθώ να ξεχάσω το κακό που έχω προκαλέσει σε δικά μου πρόσωπα ή όσους, έχουν καταστρέψει την ζωή μου.
Προσπαθώ να ξεχάσω ότι αύριο έχω δουλειά. Ότι το πρωί, αύριο, θα κάνω ξανά την τελετουργία, αγοράς, εφημερίδας, ή αριθμού σοκολατών.
Προσπαθώ ν’ αποφύγω τις νουθεσίες σας.
Ή ότι μου ζητά το σώμα, τόσους μήνες, μόνο του.
Ελπίζω να βρέχει αύριο, ώστε να επιστρέψω απ’ τη δουλειά και να μη βρω, ξανά, αυτούς τους ηλίθιους φωνακλάδες μετανάστες, στην διπλανή νεοαναγειρόμενη, οικοδομή. Που ούτε τις Κυριακές, δεν σέβονται οι πανηλίθιοι ιδιοκτήτες του νέου κτιρίου.
Θέλω να θυμάμαι ότι έχω ζωγραφίσει. Καλά, μάλιστα.
Έχω σχεδιάσει, ιδιαιτέρως πρωτότυπα, κοσμήματα.
Έχω τραγουδήσει, με την καρδιά μου. Όχι γκαρίζοντας.
Έχω αγαπήσει το φως. Τα λουλούδια. Τα ζώα. Τη θάλασσα.
Εκείνη.
Θέλω να είμαι ικανός ν’ αφουγκράζομαι το καλό, και να το δέχομαι.
Να διώχνω, θέλω, τα τρωκτικά που οι αισθήσεις μου, λαμβάνουν.
Να διώχνω τις ανάγκες και να ‘μαι ελεύθερος.
Να πετάω πράγματα και να ελευθερώνομαι.

Να έχω χρόνο, για μένα.
Να μπορώ, ναι, να μπορώ ν’ αγαπάω.



Αγάπη σημαίνει ν’ ανησυχείς, με παλμό, στο ίδιος μήκος κύματος, με τον άλλο που περνάει άσχημα. Να μην τον απορρίπτεις, επειδή απορρίπτει τη ζωή, όταν θυμάται, τους πεντηκοστιανούς. ΜΗΝ τον απορρίπτεις για τις παλιές του εμπειρίες, παίζοντας το δυνατός ή ικανός να τον ρεζιλέψεις σε όλο τον κόσμο, για τα κατάλοιπα δεκαετιών, καταπίεσης. Αυτό σημαίνει, αγάπη αληθινή. Με συμπόνια. Όχι αγαπάμε το άλλο πρόσωπο, επειδή ζούμε μαζί. Είτε είναι οι γονείς μας, οι συμφοιτητές. Όλοι, εκείνοι, που εμπιστευόμαστε.
ΜΕΓΑΛΗ κουβέντα, η εμπιστοσύνη.
Εμπιστοσύνη, σημαίνει, να ξέρεις ότι ο άλλος δεν θα σε ρεζιλέψει, επειδή έκανες το λάθος! να μιλήσεις για την ζωή σου. Αυτό δηλαδή που εσύ ο έξυπνος, αποκαλείς: παίζω με τη φωτιά.
Εμπιστοσύνη σημαίνει, ν’ ανοίγεσαι κι εσύ, όχι μόνο, ο ίδιος.
Σου έχω αναφέρει ορισμένα σημαντικά περιστατικά, του βίου μου. Εσύ, γιατί δεν μιλάς για την ζωή σου; Τι νομίζεις ότι είσαι;
Διαρκώς σε άμυνα. Φοβάσαι να πεις, τη γνώμη σου, για τα δικά σου προβλήματα;
Νομίζεις ότι θα το ανέχομαι για πάντα;
Θα στερέψει κι αυτό, όπως το να δίνω, πράγματα.
Οπότε θα πάψω κι ο ίδιος, δικαιολογημένα όμως, πλέον, να μιλάω για μένα.
Τόσα χρόνια, που μιλούσα για μένα και τα έλεγα, όλα, δεν είδα χαμπέρι.
Θα φύγω από κοντά σου. Που μόνο, ξέρεις.. ν’ ακούς. Και ποιος ο λόγος της παρουσίας σου, ως πρόσωπο κοντινό μου, άρα εμπιστοσύνης;
Σκατά εμπιστοσύνη, δηλαδή. Να μιλάει μόνο ο ένας και ο άλλος να το παίζει δυνατός… συνεχώς σε άμυνα. Νευρασθενικός μες την ωριμότητα του!!

Νομίζεις ότι είναι θεμιτό, πλέον, στην εποχή μας, να κλείνεσαι στο καβούκι σου. Μόνο να δίνεις συμβουλές. Παρόλο το περίεργο της νεαρής σου ηλικίας. Που υποτίθεται, άνθρωποι, ξεκινούν να γνωρίζουν την ζωή. Αλλά εξαρτάται από την παιδεία που έχεις λάβει, από τους γονείς. Από το ποσοστό ενδιαφέροντος και αποδοχής, που σου έχουν αποδείξει, όχι απλά, σε μεγαλώνω, τοποθετώντας σε αργότερα, στο κουτί της υποχρεωτικής αναφοράς, του τι κάνεις. Τι λες. Ότι πρέπει να φροντίσω τους γονείς για να μου αφήσουν, κάτι. Πως τους οφείλω, για πάντα, ότι υπάρχω, άρα δεν πρέπει να μεγαλώσω. Να κόψω το χαλινάρι από το οποίο με σέρνουν.
Να είμαι ικανός να πάψω να μιλώ και να γκρινιάζω.
Να είμαι μόνος και να ‘μαι ευχαριστημένος.
Κανείς να μην δέχεται τα παράπονα μου.
Παράπονα να μην υπάρχουν, πια.

Ίσως τότε, όταν πάψουν οι συμβουλές, ένθεν κι εκείθεν, να βγει η ζωή και να μιλήσει. Να φέρει ανθρώπους, πλάι σου, άξιους εμπιστοσύνης.
Ναι, η εμπιστοσύνη, είναι μεγάλη κουβέντα.
Να γνωρίζει ο γονιός, πως το παιδί του δεν θα τον κλέψει, ποτέ. Δεν θα τον φέρει σε άσχημη θέση, με ψέματα και υποσχέσεις, ότι όλα, ξαφνικά, θα φτιάξουν, όπως θέλει ο γονιός, κι όχι όπως τα ταλέντα ή ο ψυχισμός του παιδιού, επιβάλλει. Φυσικά, με εμπιστοσύνη στη ζωή που δίδεται ως δικαίωμα. Άρα, με σεβασμό. Επειδή και η αποδοχή, είναι μια κουβέντα, που πρέπει να πλένεις το στόμα σου, προτού βγάλεις τον αέρα απ’ το λαιμό –χρησιμοποιώντας τις φωνητικές χορδές.

Επειδή είσαι άνθρωπος κι έχεις δικαίωμα να λες την άποψη σου ή να περιγράφεις τη ζωή σου, όπως και να ‘ναι. Ώστε να μάθουν, με αποδείξεις, οι άλλοι, αυτό που είναι πλέον, γνωστό: πως ο καθένας έχει τα προβλήματα του. Πως ο άλλος ζει διαφορετικά από εσένα. Πως η ζωή δεν είναι μόνο αυτό που εσύ ακολουθείς.
Ή που σου επιβάλλουν οι ψυχολόγοι, ότι πρέπει ξαφνικά, όλα να τα βλέπεις αισιόδοξα, με το βάρος της αιώνιας καταδίκης, στην πλάτη, κάθε ώρα και στιγμή, στη σκέψη σου. Ότι πλησιάζει η ώρα, να πάρει ο Θεός, τους πιστούς Του. Ότι δεν πρέπει να μείνεις, κάτω, στη γη. Να σου βάλουν το χάραγμα στο χέρι ή στο μέτωπο. Να μείνεις κάτω και να βιώσεις τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Και να βλέπεις την κάθε ημέρα ως μια απειλή, ένα άγχος ασυγχώρητο. Και να μιλάς και να επαναλαμβάνεις τα ίδια πράγματα που κουράζουν τους άλλους που δεν δέχονται να μιλήσουν κι εκείνοι για τα δικά τους δεινά, που επαναλαμβάνονται. Που κάνουν στη ζωή, κακό, χωρίζοντας τους ανθρώπους απ’ το να συναντηθούν, ή τα δύο φύλα, να βλέπουν αιώνια, επίτηδες, φιλικά, ο ένας τον άλλο. Και να ‘χεις αυτό το παράπονο συνεχώς. Και να ξυπνάς, να τρως, να επαναλαμβάνεις τις ίδιες αναφορές και να μιλάς και να πράττεις. Να μιλάς και να πράττεις. Να μιλάς και να πράττεις. Συνεχώς, δίχως ξεκούραση. Δίχως αγκαλιά.
Και να θυμάσαι ότι σε εγκατέλειψε κάποιος ή το ταίρι σου που διάλεξες για μια ζωή, επειδή είδε μια αδυναμία σου που δεν ήθελες να διορθώσεις.
Και να κουράζεις εσένα και τους άλλους. Ξανά.
Ώστε να μην σε αποδέχονται, ποτέ!
Να είσαι ο μόνος ήρωας του θεατρικού της ζωής σου, καταλήγοντας να μην αποδέχεσαι ούτε ο ίδιος, τον εαυτό σου.
Επειδή δεν σου το δίδαξαν αυτό.



Έπειτα έρχεται η ησυχία, σαν άδεια είσοδος, κατοικίας.
Ξεχνιούνται όλα.
Τα λόγια. Οι εικόνες.
Ότι συμβαίνει.



Να είσαι πάντα, σε ετοιμότητα, να ακούσεις τον άλλο, όπως έχεις τη δύναμη να ευχαριστείς για την ομορφιά των ματιών, ο καθένας με το χρώμα το.
Μόνο τότε θα αποδείξεις ότι αποδέχεσαι τον άλλο.

Τεράστια κουβέντα η αποδοχή. Η οποία, ναι, ανικανοποίητο τομάρι, πρέπει να συμβαδίζει με τον σεβασμό.
Αλλά, τι περιμένει κανείς, από ανθρώπους που τα σκάτωσαν στη ζωή τους, και τώρα, λίγο πριν, ή λίγο μετά τα σαράντα, κοιτάνε να πιαστούν από τον πρώτο, με απλοϊκό και ποιοτικό χαρακτήρα. Μήπως με αυτό το πρόσωπο, απατήσουν τελικά, το στεφάνι τους. Ή απλά ζητήσουν από το άλλο πρόσωπο, της εμπιστοσύνης τους, να χαλαρώσουν.
Ότι κι αν σημαίνει αυτό.

Μήπως η υπόλοιπη ζωή, κυλήσει κατηφορικά και λεία. Με άνεση. Δίχως σκαμπανεβάσματα.
Πότε αισθάνομαι καλά. Πότε μ’ ενοχλούν όλα. Δεν αντέχω, άλλες αναρριχήσεις.

Πότε επιθυμώ να μου λύνουν οι άλλοι, κάθε μου ανάγκη. Απλή ή περίπλοκη.
Φαντάσου, ένας γιος, να έχει ξεπεράσει τα τριάντα, να γυρίσει να κοιτάξει τον πατέρα του, και να του πει: Πήγαινε να μου αγοράσεις μια γυναίκα. Έχω μισή ζωή που δεν έχω πηδήξει.


Θυμάμαι: «μια παλιά μας, συνομιλία.

- Αλήθεια, τι εννοούσες; όταν έλεγες: κοιτώ μια γοητευτική γυναίκα, και λέω: τι στερούμαι.
(Σε κοιτώ. Θυμάμαι πόσο γρήγορα επήλθε ο κορεσμός, όσον αφορά, τον ερωτικό τομέα. Επειδή ακόμη κι αυτό, είναι μια ασχολία που πρέπει να συζητείται πίσω από κλειστές πόρτες. Μεταξύ του ζευγαριού. Επειδή ορισμένα ζευγάρια, δεν “κλειδώνουν”, μόνο όταν ενώνονται οι λεκάνες τους).
- Τι εννοούσα, ρωτάς.
Σίγουρα όχι, αυτό που σκέφτονται οι περισσότεροι άντρες: η γυναίκα, μόνο ως είσοδος, μέσα στο σώμα της. Αντιμετωπίζοντας κάθε χαρακτηριστικό, στο σώμα της, ως εξόγκωμα – κρέας, δίχως κεντρικό “υπολογιστή”, ικανό να λαμβάνει αποφάσεις για την σωματική υγεία και λειτουργία, του γυναικείου σώματος. Κυρίως όμως για τις αποφάσεις που ορίζουν τον όρο γυναίκα, και πως, εκείνη, αντιμετωπίζει την ζωή. Αν χρησιμοποιεί το σώμα της ως όπλο, ως εκβιασμό: αν θέλεις, άντρα, να μπεις, μέσα μου –επειδή περί αυτού πρόκειται- του λέει, πρέπει να σε έχω του χεριού μου. Σα σκυλάκι. Μόνο που τα σκυλιά, δεν έχουν φωνή. Μόνο οι άνθρωποι που θέλουν αυτές οι πονηρές γυναίκες, να ελέγχουν: θα με ντύνεις, θα με ποτίζεις. Λούσα, λεφτά, εκδρομές. Ελευθερία!
Ώ, πιάσαμε πάτο!
Οι σημερινές γυναίκες, πιστεύουν, πως ακόμα κι ως παντρεμένες, θα εξακολουθούν να βάζουν τις φιλίες και τις εξόδους, μαζί τους, πάνω από τον σύζυγο, με τον όρο που τον ακολουθεί: οικογένεια».
Αλλά είσαι κι εσύ, άντρα, σύζυγε, πολύ άχαρος στις αποφάσεις σου, που πας και παντρεύεσαι μια γυναίκα που έδειξε έναν ευαίσθητο χαρακτήρα, όσο η ίδια το είχε ανάγκη. Έως να ξυπνήσει μέσα της εκείνη η παλιά ανάγκη για ελευθερία. Μήπως θυμηθεί τα νιάτα της. Τον χρόνο που έχασε, ακόμη και μαζί σου.
Μαζί μου.

Κι ύστερα αναρωτιέμαι, πως είναι δυνατόν, μια τέτοια γυναίκα, να μην φύγει από κοντά μου. Εξακολουθώντας να μην συμβιβάζεται, ότι έπαψε να μπορεί να κάνει ότι θέλει, μη δίνοντας λογαριασμό, σε κανένα.
Ακόμη και στον σύζυγο.
«Αλλά τελικά, δεν φταίω μόνον, εγώ, που δεν θέλω παιδιά, μήπως όταν πεθάνουν, πάνε στην κόλαση.
Φταις κι εσύ, που τελικά, μόνο αγαπούσες τα παιδιά –όπως κι ο ίδιος. Δεν πιστεύω, ότι ήθελες να γεννήσεις ποτέ.
Να ξεχάσεις ότι έπαψες να είσαι καλή με την έννοια και μόνο, ότι οι άλλοι πρέπει να υπηρετούν, κάθε μας ανάγκη. Αυτό που λένε, έδεσα τον γάιδαρο μου.
Μα επειδή ο σύζυγος βγάζει στη φόρα, παλιές του φοβίες, που ακόμη εξακολουθούν. Τότε, εσύ, η γυναίκα του, αποφασίζεις να τον αφήσεις, επιτέλους!
Ποια γυναίκα είναι ικανή ν’ ανεχτεί έναν σύζυγο που της αφαιρεί το δικαίωμα να βλέπει ή να γνωρίσει, τους δικούς του. Επειδή, πίστεψε, ο ανόητος, πως εκείνη θα του χάριζε την έννοια, αγάπη. Ίσως και να τον άλλαζε. Μαλακώνοντας την καρδιά του».

Όμως εκείνο που δεν γνωρίζετε, εσείς οι γυναίκες, είναι, πως δεν μπορείς να αλλάξεις έναν άντρα.

Εδώ δεν τον άλλαξε το σχολείο. Η στρατιωτική θητεία. Οι πρώτες χυλόπιτες.
Ο ίδιος ο Θεός.

«Όπως τότε που σου ανέφερα, ότι, προτού σε γνωρίσω, για 11 μήνες περίπου, ακολουθούσα τον πατέρα μου, στους πεντηκοστιανούς. Αλλά ακόμα, και αυτός, ο σωτήρας!! της οικογένειας, δεν ήταν ικανός, τελικά, ούτε την ίδια του την ψυχή, να σώσει! Φεύγοντας από αυτούς, τους απλούς, καλούς, Χριστιανούς!! (Άβουλα όντα, στερημένα, που δεν αγαπάνε το σώμα τους).
Με ρώτησες, πως καταλήγει κανείς, σε ξένους σωτήρες, βλέπε: αιρέσεις.
Μια ζωή να μας σώζει! Κάποιος άλλος. Εκτός απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό».

Όλοι θα έλεγαν: εκεί πάνε, μόνο όσοι έχουν αδύναμο χαρακτήρα. Ή προβληματικό, χαρακτήρα.
Εν μέρει, έχουν δίκιο. Αφού αυτοί οι μισοί-άνθρωποι, βγάζουν εκτός, ακόμη και τους ανθρώπους της ίδιας τους της οικογένειας που το “μήκος” του λουριού, της σωτηρίας.. δεν είναι ικανό να τους δεσμεύσει, στην ίδια, παγίδα! Και μετά λένε, ότι είναι Χριστιανοί. Πως έχουν αγάπη Θεού, μέσα τους. Σπλάχνα Θεού.
Αν ήταν όλοι οι πιστοί, έτσι, ή όλοι οι καλοί άνθρωποι, έτσι: τόσο συμπονετικοί! Τόσο απλοί. Τόσο φθαρτοί. Τόσο άβουλα όντα.
Αφού, άβουλο ον, είναι, όποιος ακολουθεί μια θρησκεία.

«Μα εσύ, τελικά, δεν ήσουν ικανή ν’ αντισταθείς, ως ενήλικη.
Όταν θα σε ρωτήσει ο Θεός, τι έκανες στην γη, όσο ζούσες, μες το φθαρτό σου σώμα, θα του πεις: μου άρεσε να υποκρίνομαι. Δεν εκτιμούσα τον άντρα μου. Τον ήπιο του ρυθμό. Μου άρεσε να βάφομαι, να ξενυχτώ, κάθε τόσο. Κακό είναι; Θα έχεις το θράσος, ακόμη και τότε, μπροστά στον Θεό, να το πεις, αυτό.
Και θα συνεχίσεις; Κοιτώντας τον Θεό: και που χάλαγα χρόνο σε χορούς, σε διασκεδάσεις. Σε ρούχα, με τις φίλες μου, αδιαφορώντας για το σύζυγο, ε και;
Και που αδιαφορεί μια γυναίκα, ένας άνθρωπος, για τον Θεό, ε και;
Σάμπως για μένα σταυρώθηκε ο άνθρωπος;!!!!
Αυτά γίνανε στο παρελθόν.
Ίσως και να μην συνέβησαν.
Πότε μου μίλησε, εμένα, ο Θεός;
Ήρθε και έκατσε στο τραπέζι, να πούμε, δυο κουβέντες».

Θα συνεχίσει να λέει και άλλα, ο άνθρωπος, που δεν θέλει τον Θεό, στην ζωή του. Που έχει ακουστά, μόνο, την Αγία Γραφή (δεν είναι μόνον, ικανοί, οι άνθρωποι, για να γράφουν). Που να μείνει χρόνος για Διάβασμα, εν μέσω, δουλειάς, οικογένειας. Υποχρεώσεων. Εξόδων. Χρεών. Διασκεδάσεων. Πονηρών βλεμμάτων στα γυμνά της τηλεόρασης ή στην ξεβρακωσιά εκεί έξω.
Μεταξύ εκδρομών. Προετοιμασίας μαγειρέματος.
Χαλαρώνοντας με μπουζουκοτράγουδα ή υπολογίζοντας, πότε ακριβώς, θα κάνεις έρωτα.

Που να μείνει χρόνος, να ησυχάσεις.
Λες ότι είσαι καλός.
Ότι η εσωτερική πλευρά της παλάμης, είναι μαλακή, όπως ο τρυφερός σου χαρακτήρας.
Είναι;

Είναι;

Επειδή η ζωή, δεν είναι μόνο οι απλές στιγμές που ζούμε.
Οι στιγμές που μοιράζεται ένα ζευγάρι, πηγαίνοντας ένα ταξίδι. Μοιράζοντας τα έξοδα και το ίδιο κρεβάτι. Περπατώντας στα στενά, με τα χέρια ενωμένα. Σταματώντας να χαρούν το φόντο ή απλά, να φιληθούν, όταν δεν κοιτά, κάποιος.
Η ζωή δεν είναι μόνο, δικαίωμα.

- Ποιος σου τα ‘φερε, τόσο δεξιά, στη ζωή σου, εξακολουθώντας να είσαι υγιής. Να υπάρχει μια σταθερή κατοικία. Μια σταθερή διατροφή. Ικανότητα να έχεις καθαρά ρούχα. Καθαρό σπίτι.
Καμία υποχρέωση, λοιπόν, στον Θεό;
Νομίζεις ότι έχεις αγάπη, μέσα σου;
Φιλότιμο;

Μόνο μια υγρασία αγάπης.
Ένα φιλικό, τρυφερό ενδιαφέρον, για το άλλο φύλο.

Τίποτε περισσότερο.
Πίστεψε με! Θα το καταλάβεις, όταν θ’ αρχίσεις να αγαπάς, τους ανθρώπους.
Το έχω περάσει, έστω, για ελάχιστες ημέρες.
Πίστεψε με! Θα το θυμάσαι.
Θα το αναπολείς.
Ωσότου η καρδιά σου χαρακτηριστεί, παγερή.
Πίστεψε με.

Και θα καταλάβεις, ότι ποτέ σου, δεν είχες αγάπη, για τίποτα και κανέναν. Απλά έτρωγες. Κατανάλωνες. Πλενόσουν. Άλλαζες. Ικανοποιούσουν.
Κοιτούσες τον ήλιο. Έπαιρνες το λεωφορείο. Πήγαινες σινεμά.
Παρατηρούσες την ανάγκη των γύρω, να ξεχωρίσουν.
Λες και μόνο, τότε, θα κατακτούσες την αγάπη των γύρω.
Την ΑΠΟΔΟΧΗ.
Αφού ποτέ, κανένας σας, δεν πήρε την πρωτοβουλία, να δείξει την εσωτερική πλευρά, της παλάμης του. Ώστε να μονιάσετε. Μ’ ακόμη και τότε, θα έχετε ένα απίστευτο κενό –που λέγεται αγάπη, έστω και για λίγες ημέρες.
Ένα κενό που δεν σας έμαθε ή δεν σας άφησε να γνωρίσετε, την παρουσία.

Συνέχεια έγνοια, να είναι καθαρό το αμάξι. Σιδερωμένα, τα καλά ρούχα. Πληρωμένοι οι λογαριασμοί. Τακτοποιημένα τα παιδιά. Στα σχολεία τους. Τα πανεπιστήμια. Στους γάμους τους.
Χωρίς αγάπη, όμως.
Απαιτεί χρόνο, το αληθινό ενδιαφέρον. Η αληθινή συμπόνια.
Χρόνο. Ακόμη και χρήμα.
Ιδίως όταν κάνεις τα έξοδα, σ’ ένα άνεργο φίλο.


Η μέρα θα ξημερώσει
Η γη θα εξακολουθήσει να περιστρέφεται.
Που ξέρεις,
Μπορεί να φωτιστεί και η εσωτερική πλευρά, της παλάμης σου.
Ενδέχεται να γνωρίσεις, πως η γυναίκα, θέλει να βλέπει τον άντρα, και ως φίλο.


Τωρινή μας, αυτή τη στιγμή, τηλεφωνική, συνομιλία.
«Αλήθεια, με είδες ποτέ, ως φίλη σου;
- Τι εννοείς;
- Πως έχω κι η ίδια, εγκέφαλο.
- Αυτό εξυπακούεται.
- Σίγουρα;
- Τουλάχιστον ο ίδιος, δεν αναγκάστηκα να δημιουργήσω, επαφές, εκτός γάμου, προκειμένου, τον τελευταίο καιρό, ή το μεγαλύτερο διάστημα, να μπορώ να λέω, μια κουβέντα.
- Δεν μου απαντάς, όμως.
- Όπως δεν μιλάς, κι εσύ, για κείνη την προτίμηση σου, να απαρνείσαι τον νέο σου ρόλο, μέσα στην οικογένεια.
- Και ποιος είναι αυτός;
- Να πάψεις να το παίζεις, Λαζόπουλος.
Γελά.
(Οι φίλες σου, σ’ έκαναν να γελάς;).
- Τι εννοείς; ρωτά.
- Την μια, να το παίζεις ευαίσθητη, και την άλλη, ν’ αδιαφορείς αν θίγεται το οικογενειακό σου περιβάλλον. Το δικό σου, οικογενειακό, περιβάλλον. Με τον άντρα, που εσύ, διάλεξες. Ή μήπως, έβαλαν ο φίλες σου, την βαθμολογία τους;
- Αυτό είναι που εννοώ: αν με είδες ποτέ, ως φίλη σου. Επειδή από τα λεγόμενα σου, βγαίνει, πως δεν έχω, εγκέφαλο. Δεν είμαι ικανή, να πάρω αποφάσεις.
- Όπως, δεν σ’ είδα να πάρεις την απόφαση να αλλάξεις. Να πάψεις να είσαι ασυμβίβαστη. Τα ήθελες όλα. Και να είσαι παντρεμένη. Και ν’ αδιαφορείς για μένα. Το σπίτι. Το σπίτι μας.
- Γιατί εσύ, που δεν ήθελες παιδιά;
- Μην αλλάζεις, συνεχώς, θέμα! Αναρωτιέμαι, γιατί εμείς οι δύο, παντρευτήκαμε, τελικά;
- Για να μην πηγαίνουν χαμένα, τα καλοκαίρια; ρωτά. Για να έχεις μια πλαστική, ζωντανή, κούκλα, στο κρεβάτι σου;
- Σου φέρθηκα, ποτέ, έτσι;
- Όχι.
- Αλλά –την διακόπτω, πριν συνεχίσει προφανώς- σε εξίταρε η ζωηράδα, που δεν έβρισκες σ’ εμένα. Κάτι σε μονόχνοτο, ίσως.
- Χαίρομαι που έχεις αυτογνωσία.
- Χαίρομαι, που τελικά, επιβεβαιώνομαι, πρακτικά, με αποδείξεις, πως οι γυναίκες δεν θέλουν να δείχνουν όλα τους τα αισθήματα ή όλα τους τα χαρακτηριστικά, του χαρακτήρα τους. Λες και τα φυλάνε για τον επόμενο.
- Κάθε φορά; ρωτά.
- Ακριβώς.
- Άρα, δεν θα μπορέσεις ποτέ, να έχεις, εκείνο που έλεγες, πως στερείσαι.
- Μια γυναίκα;
- Αγάπη, απαντά,
Και πριν διακοπεί η τηλεφωνική μας συνομιλία, μου λέει:
- Αναρωτιέμαι τι αισθανόσουν, όταν με κρατούσες».

Κι εγώ αναρωτιέμαι: τι αισθανόσουν, όταν σε κοιτούσα.


Ίσως αυτό να είναι, το πρόβλημα μου: Ότι αφού δεν καταδέχτηκα, ποτέ, ότι η μητέρα μου είναι μεν, έξυπνη, αλλά της αφαιρώ το δικαίωμα να παίρνει πρωτοβουλίες, “νικώντας” τον πατέρα μου, χρίζοντας την αύρα της, με ανεξάρτητη, νικηφόρα, πανοπλία, τότε, δεν θα μπορούσα, ποτέ, να ζήσω με γυναίκα, την γυναίκα μου, ενόσω εκείνη θα εκδήλωνε, δραστικά, μετά το γάμο, την ανεξάρτητη φύση της.
Βέβαια, αυτό έχει και τ’ αρνητικά του.
Επειδή, κανείς από τους δύο, δεν καταφέρνει να ικανοποιήσει τα γούστα του άλλου, όντας ο καθένας, κλεισμένος στο καβούκι, της δικής του συμπεριφοράς:
1 Η γυναίκα θέλει να βάζει χαλινάρι, στις ορμές του άντρα, χρησιμοποιώντας το σώμα της, ως όπλο. Ως εκβιαστικό μέσο, για να αρπάζει, πράγματα, ή να χρησιμοποιεί τα συναισθήματα, κατά το δοκούν.
2 Ο άντρας, όταν είναι ικανός ν’ αγαπήσει –με συμπόνια- μαθαίνει μεν, να σέβεται το σώμα της γυναίκας, την παρουσία, της γυναίκας, εξακολουθεί όμως, -επειδή ο Θεός το έχει πει- να την βλέπει, ως κατώτερη. Όχι ότι δεν θα τη σεβαστεί. Τουλάχιστον, εκείνη, πρέπει να πάψει να δείχνει τόσο δυνατή. Τόσο ανεξάρτητη. Τόσο υπεράνω των προβλημάτων. Αν φυσικά, δεν δημιουργεί κι η ίδια, ορισμένα, βαπτίζοντας τα άχαρα επιφανειακά και πρόσκαιρα, συμβάντα. Προβλήματα που δεν είναι προβλήματα!!!
Λες και η γυναίκα, έχει μυαλό, μόνο για εκείνη, ενώ ο άντρας, είναι ένα παιδί, που ποτέ δεν αποφοιτεί απ’ το σχολείο που λέγεται, ωρίμανση.
Και μετά, αναρωτιέστε, εσείς, οι γυναίκες, γιατί υπάρχει αντιπαλότητα μεταξύ των φύλων. Αφού το παίζετε συνεχώς, δυνατές, χαρακτηρίζοντας όλους τους άντρες άντρες, παιδιά. Ή μη ολοκληρωμένους χαρακτήρες, ότι κι αν κάνουν.

Αλήθεια, πιστεύετε εσείς οι γυναίκες, πως μαζί με το απολυτήριο λυκείου, σας δίνουν και ένα δίπλωμα, ωρίμανσης;
Γιατί τελευταία, μόνο δυνατές γυναίκες, συναντώ.
Παντού, τις συναντώ.
Οπουδήποτε.
Πάντα σε άμυνα.
Πάντα φιλικά.
Ετοιμοπόλεμες. Στερημένες.
Κυνικές ή επιφανειακά, ονειροπόλες. Μήπως και τυλίξουν κανέναν ευαίσθητο άντρα.
Εσείς οι γυναίκες το προκαλέσατε αυτό.
Τον αναμεταξύ μας, πόλεμο.
Που πατάτε συνεχώς, στα πόδια σας ή περιμένοντας, για πάντα, έναν υπηρέτη: να σας φυλάει τα μωρά. Να πληρώνει τα λούσα σας. Να σας λέει, πόσο ωραίες είστε, ακόμη και μετά τα σαράντα που μετανιώνετε για ολόκληρη τη ζωή σας.
Παρομοίως όπως αναζητούν οι άντρες, έστω και αργά, ποια θα τους λύσει, τα απωθημένα τους.

Επειδή οι περισσότεροι άντρες, βλέπουν, ξεχωρίζουν, μόνο σχήματα, περιφέρειες, άντε και κανένα όμορφο γυναικείο, πρόσωπο.
Τους τρίβει κάτι, συνεχώς, στο παντελόνι.
Ψάχνουν την απόκτηση του χρήματος, με κάθε τρόπο.
Το περίεργο είναι –και συγνώμη που αναφέρω τ’ Όνομα Σου, ξανά- πως τους Αφήνεις, να κάνουν ότι θέλουν, μερικοί: να χρησιμοποιούν τις γυναίκες. Να κάνουν καταχρήσεις, κάθε είδους. Να μην σέβονται κανέναν και τίποτα. Να καταπατούν τα δικαιώματα των απλών νομοταγών πολιτών. Να ψεκάζουν λαούς και εδάφη. Να λερώνουν ότι βρουν, όπως βρουν. Να εξοντώνουν τους συνταξιούχους, με την ακρίβεια. Να χρειάζεται να δουλεύεις, με μισθό, χρηματικής ικανότητας και ξοδέματος, πριν από μιάμιση, δεκαετία.
Και όλα αυτά, ελεύθερα. Αρκεί να μην Σε πολεμούν.
Δεν πειράζει που βλασφημούν, κάθε τόσο.

Είναι πραγματικά, κουραστικό, να σε απειλούν, μια ζωή.
Θα πας στην κόλαση.
Δεν θα βρεις δουλειά.
Δεν θα σου αφήσω τίποτα.

Ζώντας σε μια κοινωνία που, γέροντες, βιάζονται. Ανήλικες κολλάνε AIDS, από μετάγγιση. Εξαφανισμένα παιδιά, δεν επιστρέφουν ποτέ, στους γονείς τους. Παρόλη την διαφήμιση από τους μαστρωπούς της τηλεόρασης.
Κόσμος πεθαίνει με κρύο ή καύσωνα.
Λαοί ετοιμάζονται να σφαγούν από τους πανηλίθιους αμερικανούς.

Στο ξανάπα: τίποτα δεν δίνεται, χωρίς αντάλλαγμα, και θα τελειώσω, μ’ αυτό.
Αν θες να σ’ αγαπάει, ο Θεός, και να σε βοηθήσει, στη ζωή σου, πρέπει πρώτα ν’ ακολουθήσεις, ΑΚΡΙΒΩΣ, ότι λέει η Καινή Διαθήκη. ΠΡΕΠΕΙ να επιλέξεις τα πνευματικά, ΠΡΩΤΑ, και μετά θα ευλογηθείς.
Εννοείται για λίγες ημέρες ή λίγες εβδομάδες.
Εξάλλου, η ευλογία είναι μετά θάνατον.
Κυρίως, τώρα, πνευματικές ευλογίες, όχι πρακτικές, στην πραγματικότητα.
Πνευματικές, όπως να αγαπάς την αλήθεια, να μην είσαι τενεκές (ρώτα έναν χριστιανό, τι σημαίνει να είναι κανείς, τενεκές, ή τον παπά της γειτονιάς σου).
Να ‘χεις συμπόνια, υπομονή. Ελπίδα.
Όχι ότι δεν θα ‘ρθουν οι δοκιμασίες.
Έτσι είναι. Δεν αλλάζει.
Δεν υπάρχει χαρά και σταθερότητα, στα νιάτα. Έτσι, για να μάθεις ότι είσαι ατμός, χώμα. Ότι η ζωή είναι μικρή. Έμαθες, για όλα αυτά, τα νέα παιδιά, που διαρκώς πεθαίνουν, χωρίς λόγο. Με απίστευτες, καρδιακές προσβολές. Δίχως ιστορικό, προβληματικό, υγείας.
Φαντάζομαι ότι το παν είναι.. να σκύβεις τον σβέρκο, να σε “χτυπάει” ο καθένας. Να σε πατά. Να ξεχνάς τα όνειρα σου. Να μεγαλώνεις ανικανοποίητος, σε σημείο που να λες, ως εδώ.

ΤΕΛΟΣ



Γεράσιμος Μηνάς 2006