Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Μυθιστόρημα - Η εσωτερική πλευρά της παλάμης - Γεράσιμος Μηνάς 2006







Εκεί που στεκόμουν, και τηγάνιζα πατάτες, ανακατεύοντας άλλη μια φορά, αισθάνθηκα μια μεγάλη, υγρή, στάλα, να πέφτει στην αριστερή παλάμη. Αμέσως αναρωτήθηκα, αν ήταν λάδι, και γιατί δεν κάηκα.

Ήταν ξημερώματα, σχεδόν πρωί, που έμπαινα σ’ αυτήν την διαδικασία παραγωγής, ενός τύπου φαγώσιμου, στα γρήγορα, ώστε μετά να έπαιρνα ένα πονστάν για τον πολύωρο πονοκέφαλο που είχα, από αρκετά νωρίς.


Ετούτη η υγρή στάλα, δεν ήταν λάδι. Προτού προλάβει να εξατμιστεί, ομολογουμένως, γρήγορα, πλησίασα τη μύτη μου, κοντά, και σαν μια ευωδία, να έβγαινε. Αμέσως το συνδύασα με μια είδηση που έκπεμπαν, τα τοπικά κανάλια, για έναν ιερομόναχο, του οποίου αποκάλυψαν τον τάφο, και του οποίου το σκήνωμα, ήταν ανέπαφο για 15 χρόνια. Ο τάφος του, ευωδίαζε, ως ευαρέσκεια του Θεού, προς τον προσκολλημένο σ’ Εκείνον, ιερομόναχο.

Δεν τα πήγαινα για πολύ καιρό, καλά, με τον Θεό. Ακόμη, μου είναι αδύνατο να Τον πλησιάσω και να δεχτώ τις βουλές Του.
Πολλές ώρες μετά, το απόγευμα, μπήκα στον ρόλο εκείνου που μαγείρευε, ενόσω ο Ιησούς, τον κοιτούσε από το πλάι, με λίγο λυπημένο, ύφος, σα να περίμενε τον άνθρωπο να συναισθανθεί την θυσία Του, και του πόσο ασήμαντοι, είμαστε, μεις, οι άνθρωποι.
Ένα δάκρυ, δε, έπεσε από το πρόσωπο του Ιησού, στην παλάμη του ανθρώπου, μα ο άνθρωπος θέλησε να σκεφτεί, πως ήταν η υγρασία από τα τοιχώματα του εξαεριστήρα, εν λειτουργία, πάνω από την κουζίνα (που ευωδίαζε;).

Είναι αυτές οι περίεργες ημέρες, που χάνεις κάθε ελπίδα. Ιδίως με ειδήσεις, του τύπου: γέροντας πέφτει θύμα ξυλοδαρμού και ληστείας. Αφήνεται δεμένος για τρεις ημέρες δίχως έναν γείτονα να ενδιαφερθεί, αμέσως. Μα που να βρεις γενναιόδωρο άνθρωπο, σήμερα.
Η ποιότητα δεν διαφημίζεται. Πώς να καλλιεργηθεί ο νους ώστε να ενεργοποιηθεί. Να νοιάζεται.
Σ’ αυτή τη ζωή, χρειάζεται να μη δουλεύεις, για να κάνεις την νύχτα, μέρα, ώστε να φτάνει σ’ εσένα, η μεταμεσονύχτια τηλεοπτική ποιότητα, οργανωμένων παραγωγών, κλάσεων ανώτερες. Μήπως και η ψυχή βρει αγαλλίαση και μάθει το παράσιτο της αγάπης, το οποίο ξυπνά την απάθεια της κοιμισμένης συνείδησης. Ή μιας συνείδησης που δεν ακούγεται, επειδή πολύ απλά, αδιαφορείς σ’ αυτή τη φωνή.
Λες, στο λάθος, θα επέλθει κορεσμός, και δεν θα επανέλθεις ξανά.
Άραγε είναι σημάδι έλλειψης, του παρασίτου της αγάπης;


Παρακολουθώ μια Ελληνική ταινία.
Είναι τα γενέθλια μου. Η νύστα με γυροφέρνει. Σήμερα, δεν κοιμήθηκα, μέρα. Φοβάμαι πως θα επανέλθω στο φυσιολογικό ωράριο ενός υγιούς μεταβολισμού. Έτσι όπως είναι ρυθμισμένο, αρχικά, το βιολογικό ρολόι. Να ξυπνάς το πρωί και να σέρνεις τα βήματα σου στη δουλειά. Με το χάδι της μητέρας, στα μαλλιά σου. Με το στοργικό βλέμμα του πατέρα, που αποδέχεται το παιδί του, όπως είναι. Ελπίζει κι εκείνος, σε μια καλύτερη τύχη. Να γνωρίσει ο γιος του, τα δικά του χνάρια. Τον πόνο των κλειδώσεων στα πόδια, μετακινούμενος με τον ηλεκτρικό. Προσπερνώντας φτωχές, βιομηχανικές, βιοπαλαιστών, συνοικίες. Όπου αναπνέουν τα μικρά και τα μεγάλα όνειρα.
Τόσα σπίτια, κολλητά το ένα με τ’ άλλο. Σιμά σιμά, οι πίκρες με τις μικρές χαρές, που ολοένα πλησιάζουν και πιο σπάνια.
Δεν φωτίζεται πια, συχνά, με χαμόγελο, το πρόσωπο.
Άλλαξαν οι καιροί. Χάθηκαν οι αγώνες των εργαζομένων, πριν από δεκαετίες. Λες και οι εργαζόμενοι –πλέον συνταξιούχοι- γονείς μας, να μη δούλεψαν, ποτέ, με ψηλά το κεφάλι. Χρεώθηκαν, λύγισαν, πάλεψαν μεταξύ τους να μείνει ενωμένη η οικογένεια.

Κοιτώ το διεγερμένο γυαλί. Κάτοικος, τούτης της γειτονιάς. Βρέχει επιτέλους ξανά. Τα βλέφαρα μου, λυγίζουν. Έχω ξεχάσει τι σημαίνει, καφές. Αν σε ξυπνάει, λειτουργικά.

Δεν έχω γνωρίσει –για να ξεχάσω- τι σημαίνει, ν’ αγγίζεις ένα γυναικείο κορμί, κι’ εκείνη να το αποδέχεται.
Εδώ, σήμερα, σπάνιο να βρεις ένα ακόμη γενναιόδωρο άνθρωπο, που να δέχεται να του μιλάς!
Όλοι ζητούν, ναρκισσιστικά, προσοχή.
Να τους μιλάς, όπως μια μάνα κοιτά την φωτογραφία του νεκρού παιδιού της, σε μια κορνίζα.
Μιλάς, αλλά μην περιμένεις ανταπόκριση. Παρομοίως όπως τα πόδια, αρνούνται πλέον, να κουραστούν. Λες και θα αλλοιωθούν οι κλειδώσεις, και κατόπιν θα χρειάζεσαι, άμεσα, ιατρό.
Αυτά τα πόδια, που κινούν τα πετάλια στο ποδήλατο, που ορισμένοι βρίσκουν πρόφαση, και μειδιούν. Λόγω άγνοιας. Παρομοίως όπως κάποιος, δεν οδηγεί αυτοκίνητο. Άρα, πως θα συνειδητοποιήσει την ευθύνη της οδήγησης; Της όποιας ευχαρίστησης.
Να είσαι χρήσιμος στην κοινωνία, έστω και μ’ αυτόν τον πενιχρό μισθό που δικαιολογεί τον χρόνο που διαβαίνει, ανεπιστρεπτί. Πως πέρασαν τα χρόνια. Πόσα αγνοείς από τις εμπειρίες των γονιών.
Από τις εμπειρίες της αγάπης.


Νυστάζω.







Θα ξυπνήσω

Το πρωί.
Θα σαπουνίσω τα χέρια μου. Τώρα με τι. Με λάδια από ψητοπωλεία;

Θα δεχτώ την αγάπη των ακτινών του ήλιου.
Πως κάτι, εκεί έξω, αγαπά ακόμη, εμάς. Εμένα.

Θα ονειρευτώ ένα διπλό κρεβάτι. Ένα ζευγάρι, ντυμένες σιλουέτες, κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Εκείνη. Εκείνος. Να αγγίζονται, μόλις. Να αισθάνονται ασφάλεια. Προσοχή. Αποδοχή.



Θα βγω στους δρόμους. Θα υποπέσω στο οπτικό πεδίο των άλλων. “Κλέφτες” κομματιών, χρόνου δικού μου, θα γίνουν. Θα γνωρίσω ότι υπάρχω. Πως, ζω. Κάπου ανήκω. Σ’ ετούτη την πόλη που μυρίζει σύνδρομο έλλειψης. Όλα οργανωμένα. Στα χαρτιά.

Πάντα υπόχρεοι στο Κράτος. Πάντα σε κάποιον ή σε κάτι, που εξασθενεί την κρίση μας. Κάτι που βοηθά να ξεχνάμε. Ότι ο χρόνος δεν επιστρέφει. Πάλι προς αναζήτηση εργασίας, χωρίς μέσο. Χωρίς ελπίδα.
Με τον Θεό να καγχάζει, πως μόνο αν πας κοντά Του, θα σε βοηθήσει.
Στο χαζοκούτι: Πως η αμαρτωλή ψυχή δεν αντέχει, τελικά, το σώμα. Άρα πρέπει να φύγει. Να πέσει στα νύχια που ξεσκίζουν. (Επειδή Εκείνος, Δημιούργησε το φως, αλλά και τον τρόμο του σκοταδιού!).



Θ’ ακούσω την βροχή. Θα στήσω ένα παραμύθι. Μόλις, για ένα δευτερόλεπτο. Θα δεχτώ, σύντομες, περιεκτικές προτάσεις, προς πράξη, αλλαγής του φόντου που κοιτώ, από έστω, ένα πρόσωπο που με νοιάζεται.
Θα πιστέψω να θυμηθώ να πλένω τα δόντια μου –και πως αντέχουν, όσα μείνανε όρθια.
Θα γυρέψω την γούρνα του ύπνου. Με την ανησυχία, μη ξύσει κανείς, ξανά, την πλάτη μου, με τα μυτερά του νύχια.

Άραγε, με Κοιτάς, ακόμη, με λύπη;

Όσο Πόνεσες στο Σταυρό, αν όχι με σωματικό πόνο εμείς οι υπόλοιποι, με ψυχικό όμως, θα πονάμε, έως το θάνατο μας.
Άραγε, γιατί, άνθρωπε, -αναρωτιέσαι- πονάς;

Θα υποπέσω ξανά σε λάθη, στο ιντερνετ. Θα ψάξω, εκεί, τους ανθρώπους. Τις ιστορίες τους. Θα μάθω, γιατί δίνουν, τόση αξία στην ζωή.
Θα κρύψω μια αγαπημένη αγγελία, από συνοικέσια. Θα μας φανταστώ μαζί.

Θα ονειρευτώ, ακούγοντας την SADE να τραγουδάει. Θα θυμηθώ την αξία της ζωής, στην εφηβεία μου. Όταν οι ανθρώπινες σχέσεις, ήταν πιο ανοιχτές. Επειδή πρέπει, επειδή είναι Γραμμένο, τα πράγματα να χειροτερεύουν, πάρα να βελτιώνονται. Κι έπειτα ρωτάς, γιατί έχω χάσει την ελπίδα. Που σε ταξιδεύει σε άλλες χώρες, αν σου περισσεύουν, φράγκα.

Συμβιβάζεσαι. Θέτεις σε λειτουργία, το τεχνολογικό κουτί, που ονομάζεται, PC. Συνδέεσαι στο ιντερνετ. Ψάχνεις. Μετακινείσαι μέσω των πληροφοριών και των εικόνων, σε άλλες πόλεις, κατά πολύ μακρύτερα. Όπου κι εκεί, ξημερώνει. Νυχτώνει. Άνθρωποι περπατάνε σε πεζοδρόμια. Οι live κάμερες σε μετακομίζουν.
Εκεί.
Θ’ αναζητήσεις καινούριους “γείτονες”. Θα βοηθηθείς, εκεί. Μα θα σε πουν, κριτή, επειδή εξωτερικεύεις την αλήθεια. Θα σε κλείσουν σε κουκούλι του ρόλου: το παίζω θύμα. Θα θελήσουν ν’ απατήσουν, ανοιχτά, το έτερον τους ήμισυ, μ’ εσένα. Ιδίως όσοι έχουν περάσει τα σαράντα και το δέρμα τους, τους προδίδει, ταχύτερα κι από αγάλι. Οπότε, έστω, αποζητούν την επιβεβαίωση, ενός Α φλέρτ, μέσω της τηλεφωνικής γραμμής.
Θα σε πουν υπάνθρωπο, επειδή απειλείς το καθεστώς της απάθειας τους. Πως δήθεν, η αποδοχή, δεν συμβαδίζει με τον σεβασμό. Βεβαίως, όταν η μόνη τους ασχολία είναι, πως θα υπερασπιστούν την προσωπική τους στέρηση: να κάνεις ένα γάμο για το γάμο,
Κι ύστερα να γκρινιάζεις για την αξιοπρέπεια των άλλων. Εδώ, δεν σεβάστηκες τον ίδιο σου τον εαυτό, δεν του ‘δειξες εκτίμηση, και δόθηκες σ’ ένα επιπόλαιο, για την ασφάλεια.., καθεστώς γάμου. Μόνο για να μοιραστείς τα έξοδα. Όπως λέμε, βάζω μια αγγελία στην εφημερίδα, αναζητώντας συγκάτοικο.

Και που ξέρεις εσύ, αυτό το πρόσωπο, μήπως σου κλέψει, κάτι;
Το δικαίωμα των προσωπικών στιγμών, με ηρεμία, πνευματική υγεία, και ψυχική χαλάρωση. Σε μια κοινωνία, στερημένη από αγάπη, φιλία. Αποδοχή. Με υπέρτατο στόχο, πως θα βρεις μια εργασία, η οποία δεν σε καταπονεί, σωματικά. Ή δεν δέχεσαι, έστω, ψυχολογικό πόλεμο, από τον περήφανο –πάντα- εργοδότη.

Η διαφορά, ανάμεσα στην πολύ καλή χρήση της γλώσσας, και του: ωραιοποιώ την συνομιλία, με της πραγματικότητας που μας γερνά, εξασθενώντας τις σωματικές μας λειτουργίες. Αποδυναμώνοντας τους ανθρώπινους δεσμούς.
Σα να έχεις, μόνιμα, μια εσωτερική κεραία, στο “σπίτι” σου. Λες, σε προστατεύει από τα τσοντοκάναλα και την ανηθικότητα. Λένε, αυτό σου πρέπει. Ώστε να προστατευτείς από τις φθαρμένες αξίες των άλλων. Έρμαια της λίμπιντο τους: Χαμένη υπόθεση, οι ίδιοι.


Θα περνάνε οι μέρες.
Αντέχεις;
Επιεικής με τις αδυναμίες, που με χαρακτηρίζουν, ως άνθρωπο.
Καταλήγοντας στη φράση: Δεν έχω ζήσει.
Δεν έχω επισκεφτεί άλλα μέρη.
Δεν βρήκα την όρεξη να δώσω λίγη χαρά στην προσωπικότητα μου. Να πω: σήμερα Κυριακή, θα καταλήξω, στις καφετέριες, πλάι στις γραμμές του ηλεκτρικού. Ο ήλιος ζεσταίνει τα κόκαλα μου. Το βιβλίο που κρατώ είναι μια επιπλέον προσφορά –όχι, με σκέψη προβολής. Δήθεν, πως είμαι ξεχωριστός. Άρα, πρέπει να με προσέξεις.

Αντίθετα, θα βγω ξανά για μια βόλτα με το ποδήλατο.
Αργά και σταθερά. Το βλέμμα μου στις πράσινες, γόνιμες, κηλίδες.
Θα προσπεράσω τα λουλούδια, που ποτέ δε θα μάθω το σχήμα τους. Άσε το όνομα. Είναι απλά, μια ταμπέλα. Μια λέξη που εφηύραν οι άνθρωποι. Θα δω τους άλλους.

Θα καταλήξω στη νέα μου φίλη, σ’ ένα άλλο ψιλικατζίδικο, της γειτονιάς. Θα δεχτεί ξανά, να μου μιλήσει, επειδή καταλαβαίνει ότι είναι ανθρώπινη. Θα ανταλλάξει την νέα μου προτίμηση στα προϊόντα του μαγαζιού της, με την φιλική αποδοχή, μιας συζήτησης, η οποία αποθέτει σε ράφια, τα ψυχικά βάρη.
Της καταπίεσης, όσων δεν θέλουν να μεγαλώσουμε. Ή να μας αφήσουν ελεύθερους.

Ξανά θα υποπέσω στην υποχρέωση της καθαριότητας, στο σπίτι. Μηχανικά, για να μη με φάνε τα ζουζούνια, ή με ρίξουν, τα μικρόβια.

Κάθομαι στο κρεβάτι. Και κανείς δεν με κρίνει.
Δεν επιθυμεί να με προσηλυτίσει στις ανάγκες του.
Οι νουθεσίες με κουράζουν. Κανείς, δεν είναι, εγώ.
Κανείς δεν θα μπει σ’ ετούτο το σαρκίο, να βιώσει τις εξάρσεις του.

Αν θελήσω, θα χαμηλώσω το βλέμμα. Θα αισθανθώ ότι μ’ αγαπούν. Ότι εκτιμώ, εμένα.

Η αλλαγή

έρχεται,
Μετακομίζοντας.
Η αρχή, πλησιάζει,
Μετακομίζοντας.
Είναι μονόδρομος η αλλαγή. Η προσωπικότητα μου.
Σαν σπίτι στο οποίο ξεκινάς από την αρχή. Το υπνοδωμάτιο θα το βάψω, σ’ ένα ανοιχτό γαλάζιο, να παίρνω ενέργεια και χαρά, από την απεραντοσύνη του ουρανού και την φυσιολογική παρουσία του χρώματος του. Ο διάδρομος, θα χρειαστεί ένα διακριτικό κίτρινο, με δόσεις καφέ.
Η κουζίνα λευκή, να με απωθεί η απάθεια του ψυχρού χρώματος, να μην τρώω και βαραίνω.
Στο χώλ, και στο σαλόνι, ένα όμορφο πορτοκαλί. Να ζεσταίνει η ψυχή. Να χαλαρώνει το μάτι. Να στέκεσαι με ασφάλεια.

Θα θυμηθώ μια παρόμοια τιμιότητα. Εκείνη του πατέρα μου, όταν έλεγχε τους ξένους ισολογισμούς. Θα θυμηθώ, ότι κάποτε αγαπούσα τον πατέρα μου, έμπρακτα, υπερασπίζοντας τον, με τις ισχνές μου αντιδράσεις.

Επαναφέρω από τη μνήμη μου, τα ενδιάμεσα γεύματα, ταξιδεύοντας προς τον τελικό μας προορισμό. Μες την αγωνία του παιδικού βλέμματος, το οποίο δεν γνωρίζει πως ανακατεύεται στα οικονομικά της οικογένειας.
Η ζωή του ήταν απλή.
Πλέον, μόνο τραβηχτικούς τίτλους, συναντώ. Ή προσφέρω, ώστε ο άλλος να εγερθεί προς τις αλήθειες που του κρύβουν. Έτσι όπως τα έχουν, όλα, θεσμικά, οργανώσει. Να μην είναι υποχρεωμένοι ν’ απολογούνται, σε κάθε νέο ολίσθημα, ανοδικά, στο ποσοστό της ανεργίας.

Σα σκόνη που κατακάθισε αρκετά. Λες, δεν ενοχλεί κανέναν

Είναι πρωί, Κυριακής.
Θ’ ανοίξω τα τζάμια, ν’ ακούσω τα πουλιά που μιλούν.
Αν θέλω, θα πραγματοποιήσω μια εσωτερική προεργασία, δήθεν ότι θα ετοιμαστώ για την εκκλησία. Θα πήγαινα, με φυσικότητα. Κανείς, αν δεν με πίεζε.

Αν θέλω, θα αγκαλιάσω τον πατέρα μου, ευγνωμονώντας τον που με μεγάλωσε. (Τι λες; Θα έρθει ποτέ, αυτή η στιγμή;). συζητά, η ενεργοποιημένη συνείδηση. Περίπου, απαντώ. Υπό ορισμένες συνθήκες. Με φυσικότητα. Αυθορμητισμό.

Θ’ αναζητώ –γυναίκα- το βλέμμα σου, έστω και απ’ την τηλεόραση. Όπως την κλείνω, κάθε βράδυ, με το πρόσωπο σου.



Η υγεία της συμπεριφοράς μου, θα εξαρτηθεί και από ένα ποτήρι τσάι.
Θα μάθω να ελπίζω, για τα καλά μου στοιχεία. Για τον οργανισμό μου, που υπομένει τα διατροφικά μου, πάθη.

Θα ξαναθυμηθώ, ορισμένους αξιοπρεπείς ανθρώπους, στο ιντερνετ. Ότι ζουν σε άλλα σπίτια. Εκείνοι, που δέχονται να τους μιλάς ή απλά, υπάρχουν. Φοβισμένα, αξιοπρεπή άτομα, μες την έλλειψη επικοινωνιακής άγκυρας.

Θ’ ανοίξω τα τζάμια να δροσίσει το δωμάτιο. Σήμερα, Κυριακή. Που ο καθένας πρέπει να είναι ασφαλής. Ικανός να ξεκουράζεται. Στο τελετουργικό της πρωινής μετακίνησης στο κοντινότερο σημείο, αγοράς, εφημερίδας. Περιοδικών. Κάποιου γλυκίσματος.
Μες τον καθησυχασμό μιας υποτιθέμενης ευτυχίας. Ενόσω παρακολουθείς, από την ζεστασιά του κρεβατιού, το φως να γίνεται εντονότερο. Έξω. Χαμογελώντας. Γελώντας, γιατί όχι. Επειδή είσαι ελεύθερος.
(Σ’ άφησαν, τελικά;).
Η μέρα θα περάσει.
Έως τη στιγμή, που ο Θεός, θα διακόψει την ηρεμία μου.
Θα πλησιάσει, ξανά, Σταυρωμένος όπως ήταν. Με φυσικότητα. Όπως η παρουσία της ομορφιάς του μικρού παιδιού.


Ο καθένας έχει τον χρόνο του.
Η παρουσία του καθενός, έχει τον στόχο της. Ο τυφλός μαύρος που συνθέτει και τραγουδά την αγάπη. Το αίσθημα της επαφής. Από ανάγκη, ή με φυσικότητα.

Ο καθένας έρχεται, στον χρόνο του.
Όπως κι Εσύ.
Να με απειλήσεις για την αιώνια σωτηρία, ή καταδίκη της ψυχής μου.
Ούτε οι έντονοι, σπασμωδικοί πόνοι –λόγω στέρησης και στενοχώριας- στην καρδιά, είναι ικανοί να με αλλάξουν.

Θα ακούσω το μοιρολόι της Λειτουργίας. Θα σταθώ όρθιος, στην πλευρά των αντρών. Με τα χέρια τεντωμένα. Με τις παλάμες απλά, τη μια πάνω στην άλλη.
Το βλέμμα στα κεριά. Στα αγνά πρόσωπα, γύρω μου. Ίσοι, όλοι, μεταξύ μας, εδώ μέσα. Αγαπώντας το είναι μας.



Επιστρέφουμε, πεζοί, στο σπίτι. Ήρεμοι.
Αγαπώντας, προσωρινά, ο ένας τον άλλο.
Έως τη στιγμή που το κουτί της διάδοσης της ανθρώπινης περιεκτικότητας σε χαρακτηριστικά και ιστορία, ενεργοποιηθεί.
Όλο και κάποιος θα γυμνωθεί εμπρός μου. Θα προβάλει τα στερημένα του σύνδρομα. Προωθώντας, σαμπουάν από λάδια ψητοπωλείου. Συζητώντας την περηφάνια του ενός και του άλλου. Ποιος έκλεψε πιο πολλά. Ποιος δεν κάνει τη δουλειά του.

Οδηγούμαι στην ψυχρή, λευκή, κουζίνα.

Σα να ακούω παιδικές φωνές από το σαλόνι.
Είναι μόνο, η τηλεόραση.







Ξέρω,

ότι ζεις κι εσύ, εκεί έξω;
Στο σπίτι σου.
Με τα άπλυτα στο μπάνιο. Τα λερωμένα εσώρουχα. Με την όποια ανάγκη, καθαριότητας.
Μυρίζει ζεστό φαγητό; Αφθονία τροφίμων, επιβιώνει στην κατοικία σου;

Ακούω γέλια;
Είναι κάπου εκεί μέσα, μια καρδιά;
Μια καλή, καρδιά. Που αιωρείται μες το σώμα –διαφορετικό το καλούπι. Ξεχωριστές συμπεριφορές. Πότε θες κάτι, αλλάζεις γνώμη. Θες, δεν θες. Δεν ξέρεις τι θες. Ποιος τοποθετεί εμπόδια –συρματοπλέγματα. Αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη, τούτη την Κυριακή για όσα κατέχεις ή όχι;

Ξέρω ότι βρίσκεσαι εκεί έξω. Δεν έχω ιδέα, πως φάνηκες, τόσο ωφελημένος. Πλήρης από αυτογνωσία, την οποία σου προσφέρουν τα χρήματα και μόνο. Ξέρω τι σε πονά. Τι σε μαγεύει;

Είσαι καθισμένη εμπρός στον καθρέφτη και κοιτάς το πρόσωπο σου. Μια θέση, κάτι, που κανένας ψυχολόγος δεν είναι ικανός να σου αφαιρέσει. Τι βλέπεις; Γιατί βάφεσαι; Και σε τι, ωφελεί, αυτό το σοβάτισμα;
Πιστεύεις ότι αυτά τα χημικά, χρώματα, δεν εισχωρούν μες το δέρμα; Μες τον οργανισμό. Είμαι κριτής; Γιατί ασχολούμαι με τους άλλους;

Ξέρω ότι ζεις κάπου εκεί έξω, άνθρωπε.
Εσύ ειδικά, με τα πολλά χρήματα, δεν φοβάσαι μήτε σεισμούς. Όλο και κάποιο άλλο σπίτι, θα πάρεις.
Αλίμονο στον χρεωμένο στις τράπεζες.

Εσύ, θέλεις να ξέρεις, πως ζω;
Σίγουρα όχι, αφού δεν νοιάζεσαι ούτε να συμμετέχεις, στις συζητήσεις, στο ιντερνετ. Γιατί λοιπόν, ασχολείσαι; Γιατί δεν εξακολουθείς να είσαι το μοναδικό ζωντανό αντικείμενο στο κουτί που ονομάζεται, σπίτι σου;

Όλο θες να σ’ αφήνουν, ήσυχο. Να μην χρωστάς, ούτε σ’ αισθήματα. Τα οποία ενεργοποιούν τη συνείδηση σε πολλές ακόμη, κλίμακες, της κοινωνικότητας. Οι οποίες μας επιτρέπουν να συμβιβαζόμαστε με επαγγέλματα που οι γονείς μας θα ντρέπονταν, αν κάναμε.

Κοιτώ τους μόνιμους κλόουν, σ’ ένα παιδικό κανάλι. Είναι κι αυτό, ένα επάγγελμα. Μια ευλογία. Ένσημα.
Σπάνιο σήμερα, η σταθερή δουλειά.
Λες, ρίζωσα. Αν είμαι λογικός, θα οργανώσω το αύριο.
Θα φιλτράρω τις ανάγκες μου. Θα ξεσπώ πότε πότε. Θ’ αποταμιεύω.

(Άραγε, μπορείς να συμπαθήσεις, ν’ αποδεχτείς, συγκεκριμένα πρόσωπα, με συγκεκριμένους, υψηλούς μισθούς;)
Αν είναι αξιόλογα άτομα. Αν είχαν στην ζωή τους να παλέψουν με τις φοβίες τους. Δεν γεννήθηκαν, δυνατοί! Ή ..ώριμοι.


Σπάνιο να βρεις έναν άνθρωπο να συνομιλήσεις. Να σου πει, ναι, φοβήθηκα στη ζωή μου. Ή την ίδια τη ζωή. Λες και θα πάψουμε να έχουμε ανάγκη την αναπνοή.




Θα καθίσω στο παράθυρο. Θα παρατηρήσω τη θέα. Τον δρόμο. Τα διπλανά μπαλκόνια.
Μήπως συναισθανθώ, που αιωρείται ο φόβος. Από πού, εκφέρεται.
Περπατάς στο δρόμο. Πως περπατάς. Καμπουριαστά; Με το ένα χέρι στην τσέπη; Δεν έχει σημασία το γούστο, αν βαδίζεις όρθιος, με άνεση. Με φυσικότητα. Με θάρρος. Αλλάζοντας πεζοδρόμιο. Αφήνοντας χώρο σε άλλους πεζούς, ή διεκδικώντας το δικαίωμα σου να περάσεις για μια φορά, ακόμη, απέναντι.
Παρομοίως ένας ποδηλάτης, ο οποίος απαιτεί σεβασμό –τον οποίο δεν έχει, κατά 95%.

Θα αφήσω ήσυχους τους άλλους, γύρω.
Θα δείξω θάρρος, θα βγάλω στο μπαλκόνι την ψάθινη πολυθρόνα. Το βιβλίο στην αγκαλιά.
Να προλάβω να διαβάσω λίγο, προτού δύσει ο ήλιος.
Να χαρώ να δω τον ήλιο, για πρώτη φορά. Να δύει.

Να δείξω θάρρος, πως μπορώ να κάθομαι στο μπαλκόνι, άφοβα. Δίχως να νοιάζομαι για κριτικές ή περίεργα βλέμματα.
Τα χέρια μου κρατούν το βιβλίο, μα τα μάτια μου κοιτούν εσωτερικά.

«Σε σκέπτομαι. Εμπρός στον υπολογιστή σου. Γράφοντας μου ένα μήνυμα, το οποίο θα λάβω, κάποια στιγμή.
Πως είναι, να είσαι γυναίκα;
Να γνωρίζεις πως μπορείς να κάνεις παιδί. Γεννώντας μια νέα ζωή, μες από το δικό σου σώμα.
Σε φοβίζει η “πράξη”. Το θεωρείς φυσικό; Φροντίζεις το σώμα σου; Γνωρίζεις τις λειτουργίες του σώματος σου; Πώς να προστατέψεις την υγεία των καίριων σημείων.
Είσαι ευχαριστημένη που γεννήθηκες, γυναίκα;

Ρωτώ. Μα την απάντηση, μόνο να την φανταστώ, μπορώ.
Σα να σ’ αφήνω να διασχίζεις το διάδρομο, βαμμένος με ένα διακριτικό κίτρινο, με δόσεις καφέ.
Τα βήματα σου θ’ ακούγονται, αν φοράς τακούνια. Θα σταματήσεις, αν διψάς, στην κουζίνα. Θυμούμενη για μι’ ακόμη φορά, τα φυτά, εσωτερικού χώρου, και τη φυσική κίνηση, ποτίσματος τους.

Σταματάς στο χώλ, με κοιτάς απ’ το πλάι. Χαμογελάς. Πλησιάζεις. Μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Τυλίγεις τα χαριτωμένα σου χέρια, στο λαιμό μου. Ψιθυρίζεις: σ’ αγαπώ.
Κοιτάμε το βουνό, μακρύτερα.
- Ο ήλιος δύει, μ’ ακούς, να μιλώ.
Πόσο παλέψαμε με τους δικούς μας, γι’ αυτές τις ελεύθερες, δικές μας, στιγμές. Που εκείνοι θεώρησαν γκρίνια. Τσακωμό. Μη σεβασμό.
Ας τους συγχωρήσουμε, μου είπες, κάποτε. Κι ήρθες και έτριψες το μάγουλο σου στο δικό μου, αγκαλιάζοντας με, ως σημάδι τριβής, μεταξύ δύο μαγνητών, οι οποίοι δέχονται ότι υπήρξαν μισά κομμάτια, απ’ το ίδιο καλούπι.


Πως βρήκαμε χρόνο, για μας».
Σ’ εκείνες τις πρώτες ημέρες της γνωριμίας, εισχωρώντας στις λεωφολωρίδες των ερωτευμένων.
Όπου ο ελεύθερος χρόνος μαθαίνει να μοιράζεται. Συμβιβάζεται με την κοινή ανάγκη. Απλόχερα. Αγνά. Κοντινά. Σα να ζούμε, ήδη, μαζί. Σεβόμαστε τα αγαθά του άλλου. Τις κοινές ελευθερίες των αναγκών της πραγματικότητας. Μ’ εκείνη την αγωνία, μη χάσεις την αγάπη, τώρα που σου προσφέρθηκε. Λαβαίνοντας οι χώροι στο σπίτι, το σύνθημα της προετοιμασίας ενός νέου μέλους, στην οικογένεια του ονείρου της ελπίδας. Με τα φώτα στο σπίτι να δείχνουν πιο φωτεινά. Το φυσικό φως, εξίσου πιο φωτεινό. Εισχωρεί. Αναδεικνύεται. Φωνάζει τα σημεία που πρέπει να καθοριστούν.
Παρομοίως όπως προετοιμάζεις το σώμα σου για την καίρια ώρα της ένωσης. Όπου τα πάντα απομυθοποιούνται.
«Εκτός από την όψη σου, εμπρός στις ακτίνες του ήλιου.

Θα θυμηθώ πόσο σ’ αγαπώ. Πόσο περισσότερο λάτρεψα, βλέποντας σε να λικνίζεσαι στους παραδοσιακούς χορούς της γενέτειρας σου περιοχής.
Αγάπησα κάθε εκατοστό της έννοιας, άνθρωπος. Είσαι εσύ, ο άνθρωπος. Εσύ, γεννάς, τον άνθρωπο».


Ξέρω ότι μ’ ακούς, εκεί έξω.
Είσαι εσύ, που ανάβεις το φως, στο σπίτι. Που πλένεις τα πιάτα. Χαλαρώνεις μετά από ένα μπάνιο. Ή κλείνεις την μέσα πόρτα. Προς στιγμές, για δύο.
Είσαι εσύ που ακούς μουσική. Κλείνεις τα μάτια. Ευχαριστείς για την επαναλαμβανόμενη λειτουργία, στα πνευμόνια του οργανισμού.

Είσαι εσύ, που αλλάζεις μέσα. Μαθαίνοντας να δέχεσαι τις παραδόσεις του άλλου, προκειμένου να γίνουν μέρος του βίου σου. Επειδή δεν θα ‘στε, άκληροι, εσαεί.







Η μέρα απομακρύνεται

Κοιτώ τα σύννεφα, σε κίνηση. Φυσάει λιγάκι. Δροσιά Ανοιξιάτικη.
Οι τυχεροί θα βρίσκονται, ήδη, έξω. Σε βόλτα.
Επιβεβαιώνοντας το καίριο της ανθρώπινης επαφής. Συναντώντας τους ομογενείς του, ο καθένας, με παρόμοια συνήθεια. Παρόμοια ψυχή.

Ίδια τάση, παράλληλα με τα έθιμα του άλλου. Παρομοίως όπως ανήκεις σε μια φυλή.
Η πεθερά θα κρίνει, αν είσαι ο κατάλληλος για την θυγατέρα, από το πόσο αφοσιώνεσαι στην Παράδοση. Στην διαχρονική της παρουσία. Άξιοι συνεχιστές των εθίμων.

Θα θυμηθώ τα καλοκαιρινά βραδινά, σε διακοπές, στο χωριό. Η επαφή με τα μαντριά. Η μυρωδιά των κατσικιών. Μιας γίδας. Η γεύση των γνήσιων μαγειρεμένων, αγαθών, προερχόμενα από μη, βιομηχανοποιημένα, υλικά. Η επαφή με συγγενικά πρόσωπα. Τα γέλια με τα ξαδέλφια. Η άγνοια, τι σήμαινε η έννοια, προσωπικής σου οικογένειας. Οι έγνοιες. Η αγάπη, μέσω της ενέργειας του μωρού. Οι μικροί τσακωμοί, μεταξύ του ζευγαριού, λόγω ζήλιας. Από χρόνο ατομικό, για δύο, που χωρίστηκε σε περισσότερα μερίδια.

Η αγάπη όταν μοιράζεται, εξασθενεί;


Η αγάπη της ησυχίας, σε επαφή με τη φύση.
Πλέον απορείς, πως είναι δυνατόν, οι αγγλόφωνοι λαοί, ν’ αγαπούν τα γκάπα γκούπα. Τις άναρθρες κραυγές. Το θόρυβο. Δεν έχουν παράδοση; Ρωτάς.

Γιατί να δεχτώ τα άγευστα σας, τερτίπια;

Εμένα με ελκύουν δυο μάτια καστανά. Στο κέντρο ενός στεφάνου, από καστανό πέπλο, μαλλιών. Αγαπώ τα χείλη της, τα μάγουλα, τα χέρια, που για να κορεστεί η αγκαλιά τους, πρέπει να πεθάνω πρώτα. Για τόση έλλειψη, μιλάμε. Το ένα τρίτο της ζωής μου (των 100 χρόνων).

Πολύ;
Ναι. Πάρα πολύ.
Μες την διαδοχή των ημερών. Με τις συνηθισμένες ασχολίες. Αυτές τις λίγες επαφές που έχουμε με τ’ αδέλφια μας. Τώρα που έχουν φτιάξει τη ζωή τους. Επέλεξαν ένα σύντροφο ζωής. Ο χρόνος που αναλώνουν στην αναμεταξύ τους επαφή. Μετουσιώνοντας πρακτικά, το νόημα του αισθήματος ότι τα χρόνια προσπερνάνε. Δεν θα είμαστε, πάντοτε, νέοι.

Ή ικανοί να παρασυρόμαστε σε ξέφρενες καταστάσεις.

Ο καθένας οργανώνει το δικό του σχεδιάγραμμα εμπειριών. Πέρα από το πώς θα περάσει τη μέρα του ή αν μπορεί, την νύχτα, να ησυχάσει. Οι ανησυχίες κάθε φύλου. Η άγνοια του τι περιμένει το πέρασμα του χρόνου, στο άλλο φύλο. Του οποίου αγνοείς τις λειτουργίες. Κυρίως συναισθηματικές. Πέρα από την γνώση των ανθρώπινων, σωματικών, λειτουργιών. Πόσο μοιάζουμε μεταξύ μας.
Είναι κοινοί οι φόβοι, κι ας τους συγκαλύπτουμε, πίσω από το πέπλο, μιας σταθερής συμπεριφοράς η οποία δεν θα μας διαχωρίσει από τους άλλους. Δεν θα μας περιθωριοποιήσει.
Δε θα μας προβάλει, ασυμβίβαστους.
Όλα τελικά, καταλήγουν να είναι μια θεωρία.
Γιατί, πρέπει, ο καθένας, να δίνει αναφορά, του τι κάνει στο σπίτι του.

Λες και αποτελεί μια πρωτότυπη πρακτική: Πως θα σιδερώσουμε τα ρούχα. Πως θ’ ασχοληθούμε με τα παιδιά μας.

Πως θα συμφωνήσουμε με τις αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα μας. Στο ίδιο μας το φύλο. Γιατί θα πρέπει, στους άντρες, να ξυπνούν το πρωί, και ν’ αλλάζουν εσώρουχο, χωρίς να έχουν κάνει τίποτα.
Πως θα δεχτεί ένα θηλυκό, την πρώτη της περίοδο. Την πρώτη επίγνωση, των γενετήσιων της λειτουργιών. Πως και εκείνη, κάποια στιγμή, θα είναι ικανή να μπει σ΄ ένα νέο χώρο, εμπειριών.
Αν είναι τυχερή να έχει γεννηθεί στην Δύση, κι όχι σε κάποια μουσουλμανική χώρα, που την υποβάλλουν σε εγχείρηση, πρακτική, ή με νοητική αφαίρεση, ορισμένων αισθήσεων. Ή ακόμα και σκέψεων. Περί της επαφής με το άλλο φύλο.
Κατά πόσο δικαιούται, ορισμένα πράγματα.

Αυτή η πάλη των παραδόσεων. Οι προκαταλήψεις από γενιά σε γενιά, μεταφερόμενες. Ένα κλίμα ρατσισμού, φυλής, μην εισχωρήσει ένας ξένος. Λες και ο “ξένος” δεν έχει ψυχή, πνεύμα, μέσα του. Δικαίωμα να δει τον κόσμο και να τον κρίνει όπως είναι. Είτε γνωρίζει γι’ αυτόν, λόγω σπουδών, είτε μαθαίνοντας τον, σύμφωνα με το περιβάλλον στο οποίο κινείται ο καθένας, ξεχωριστά.
Πραγματοποιώντας ο καθένας μας, τις προσωπικές του αναλύσεις. Σύμφωνα, με το πόσο οξυδερκής είναι στο ν’ αντιλαμβάνεται ή να προβλέπει, το αντίκρισμα ορισμένων καταστάσεων.

Δεν θα πω, ότι κάποιος είναι πιο έξυπνος, ατομικά. Σύμφωνα με την θεωρία της εξέλιξης, που διατυμπανίζουν ορισμένοι ανόητοι, πως ο άνθρωπος, ήταν κάποτε, πίθηκος.
Ανίκανοι ν’ αντιληφτούν το θαύμα της Γέννησης του ανθρώπου.
Ανίκανοι να δουν, πέρα από τις ανθρώπινες γνώσεις. Να δουν τον Θεό. Μήπως και πάψουν να Τον αγνοούν, επιδεικτικά. Πιστεύοντας πως είναι τυχεροί που αποφεύγουν τα ατυχήματα. Τις κλοπές. Την δραστική εξασθένηση της υγείας του οργανισμού τους.



Με το πέρασμα του χρόνου, μαθαίνω την ανθρώπινη ανάγκη –όχι την ιστορία των ανθρώπινων αγώνων και ανακαλύψεων.
Γίνομαι γνώστης της στιγμής και της φθαρτότητας μου. Του δικαιώματος να μιλώ. Να εκφράζομαι. Εν μέσω τόσων αρρώστων εκεί έξω, που θέλουν κι εμένα, να ελέγχουν. Τι θα φάω. Πως θα ντυθώ. Πώς να φέρομαι στο ιντερνετ.
- Είσαι γελοίος, εσύ, στο γραφείο σου, που με παρακολουθείς. Βρωμάει η υπόσταση σου, σαν χωματερή. Σαν βόθρος. Άχρηστος είσαι. Κανείς και καμία, δεν σ’ έχει ανάγκη.
Είσαι γελοίος.
Έχεις λάβει τις εντολές σου να ελέγχεις: Ποιος μπαίνει στο ιντερνετ. Τι γράφει.
Ξέρεις τον τρόπο να του καταστρέψεις, σιγά σιγά, το μόντεμ, μιας κι ετούτη τη φορά, δεν υπέκυψε στον ψυχολογικό πόλεμο.
Είσαι σκουλήκι. Εσύ και η πουλημένη σου εταιρεία, στους Αμερικανούς, των οποίων τα συμφέροντα, υπηρετείς.
Λες και δεν ξέρω που βρίσκεσαι και πως συνδέεσαι με το βαθουλωμένο μυστικό.

Είστε άρρωστοι όλοι εσείς που κρύβετε τα μυστικά του σύμπαντος απ’ τους ανθρώπους.
Λες και δεν έχω δει, φωτογραφίες από τον Άρη. Δεν κατάλαβα, νομίζεις, την αλήθεια της παρουσίας, εκεί.
Να που ξανά, Δικαιώνεται ο Θεός.
Τον Οποίο βλασφημείτε, με τα κρυφά σας πειράματα, με τους ψεκασμούς σας πάνω από κατοικημένες περιοχές. Με τα υποσυνείδητα μηνύματα, μέσω εκπομπών, ραδιοφωνικών ή ακόμη και τηλεοπτικών. Ή άλλου τύπου, παρουσίας..




Πάλι θα γυρίσω σ’ εμένα.
Έχω δικαίωμα ν’ αναπτύσσω τις θεωρίες μου. Ή ακόμη και να θυμηθώ, αν θέλει ο Θεός, τι μου συνέβη, στα παιδικά μου χρόνια.
Ο χρόνος, όπου θεμελιώνεται ο εαυτός.
Πολύ αργότερα, προσπαθούμε να κατανοήσουμε, τι επιτρέπει ο Θεός στη ζωή μας. Ευτυχώς που Υπάρχει και μας προστατεύει από ανόητους ανθρώπους, σαν κι αυτούς που πιστεύουν ότι μπορούν να ελέγχουν τους πάντες ή να καταστρέφουν ζωές και καριέρες.


Ο χρόνος προσπερνά.
Δεν θα μπορέσεις, ποτέ, να εννοήσεις τον πόνο μιας γυναίκας, που καταστράφηκε ολόκληρη η ζωή της, χάνοντας το μωρό της.
Που λες, είναι ψυχρή και ακοινώνητη.
Δεν θα καταλάβεις, ποτέ.

Η θέση της μάνας που χάνει το μωρό της, απεικονίζεται τέλεια, στον ζωγραφικό πίνακα του Πικάσο, Γκουέρνικα. Το μωρό, τραβάει προς τα κάτω, προς το θάνατο του, όλες τις υπόλοιπες μορφές, οι οποίες συμβολίζουν τα αποτελέσματα του Ισπανικού Εμφυλίου.
Ότι κι αν πούμε, ένα νεκρό μωρό, ρουφάει τις έννοιες των πραγμάτων, γύρω του, στο σπίτι, ή στο νοσοκομείο, στο οποίο συνέβη η τραγωδία, ή σε κάποιο πόλεμο. Τα πάντα, πάνω του, όλα τα βαπτίζει μαύρα. Τη διάθεση της μάνας. Την καλή διάθεση των γύρω, οι οποίοι πιστεύουν ότι είναι ικανοί να απαλύνουν έναν πόνο, που ούτε ο Θεός μπορεί να ησυχάσει.
Λες και αυτή η μάνα, θα παρηγορηθεί από νουθεσίες και διδασκαλίες, πως ήταν η ώρα αυτού του ανθρώπινου πλάσματος, για να αποχωρήσει από τον κόσμο. Λες και αν μεγάλωνε, θα γινόταν εγκληματίας.

Ακόμη κι αυτή η μορφή, στον πίνακα, της γυναίκας, που βγαίνει απ’ το παράθυρο, κρατώντας μια λάμπα πετρελαίου, επειδή το φως της χαμένης ψυχής, δεν θα προσφέρει, πια, με την παρουσία του, ενέργεια στους γύρω. Ακόμη κι αυτή η μορφή της γυναίκας δεν μπορεί να ξυπνήσει την ενεργητική διάθεση της συνείδησης της μάνας.
Λες και αυτή η μάνα, είναι υποχρεωμένη ν’ απολογηθεί για τον πόνο της. Σε ποιον ν’ απολογηθεί;
Έφταιξε η ίδια;
Αφού εσύ, είσαι έξω από αυτό, πιστεύεις ότι οι θεωρίες ή οι αναλύσεις σου για την τωρινή της κατάσταση, είναι ικανές να φτάσουν στα αυτιά, της δικής της, ψυχής;

Σα να προσπαθεί, κάποιος που δεν έχει δημιουργήσει, ποτέ, μια σχέση, με το αντίθετο του φύλο, να εξηγήσει τα συναισθήματα και το άγχος της επικοινωνίας, μεταξύ των μελών, της εκάστοτε σχέσης.
Όπου χρειάζεται να προσέξεις, τι θα πεις, ώστε το άλλο μέλος να μην απομακρυνθεί, από φόβο: μήπως βιάζεσαι. Μήπως δεν προορίζεσαι τελικά για μένα. Μπορεί ακόμα, να σκεφτεί: Μήπως δεν εμβαθύνεις στις απαντήσεις που μου δίνεις. Δεν αφιερώνεις χρόνο να ψάξεις να βρεις τα κρυφά.. νοήματα στις φράσεις μου. Σου αφήνω λίγο χρόνο, λίγο χώρο, για να με καταλάβεις. Θα με καταλάβεις; συλλογίζεται.

Τι σπάνιο ν’ ανακαλύψεις μια ψυχή που θα συναινέσει να ακουστεί. Χωρίς την υποχρέωση να αποδείξει την εσωτερική καλοσύνη. Την ανθρώπινη ενέργεια. Το δικαίωμα να ανήκεις στο χώρο, χωρίς να προβάλεις το στίγμα σου.

Μήπως όμως κάποια στιγμή, πρέπει, οι καλοί άνθρωποι, να υψώσουν ανάστημα; Να φανεί η ριζωμένη τους αξιοπρέπεια. Το ακλόνητο των αξιών, της ευγένειας, της συμπαράστασης, του: ανέχομαι και υπομένω, επειδή, έχω γύρω μου, πρόσωπα που νοιάζονται.
Διαφορετικά, η μονάδα δεν είναι ικανή να επιβιώσει. Όσο και να προσπαθήσεις να κρατήσεις τον μικρό σου κόσμο, ανέπαφο.
Οι δοκιμασίες θα σου χτυπήσουν, όπως και να ‘χει, την πόρτα.


Η δική μου πόρτα, είναι κλειστή.
Η δική μου πόρτα, έχει ώρες κοινής ησυχίας.
Μην περιμένεις να σου ανοίξω, όταν ηρεμώ, ξεκουράζομαι, χαλαρώνω. Βρίσκω χρόνο να σου μιλώ, καθισμένος στο γραφείο, ή μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι, γράφοντας μερικές σκέψεις. Τις οποίες προσπαθώ να οργανώσω, όσο ουσιαστικότερα, δύναμαι. Λειτουργώντας, βάσει των στοιχείων που έχω στην διάθεση μου: Γύρω από την ενημέρωση. Μέσω των στοιχείων που λαμβάνω από την συμμετοχή ή την αδιαφορία, των άλλων.
Στοιχεία- πληροφορίες, που ερεθίζουν τα κομμάτια του εγκεφάλου.
Πότε θυμάμαι ότι έκανα μια γυναίκα να γελάσει –τώρα πια, πώς να δείξεις το χιούμορ σου, στα γραπτά (κι ύστερα σε κατηγορούν ότι δεν έχεις χιούμορ, επειδή παραπονιέσαι διαρκώς).
Άλλοτε βρίσκω την όρεξη να παροτρυνθώ από τους αγώνες ποδηλάτων στο Eurosport channel, βγαίνοντας κι ο ίδιος για μια βόλτα, στη γειτονιά.
Μου φαίνεται ότι έχω ξεχάσει να περπατάω.
Άλλοτε πάλι, θυμάμαι το χωριό, και απορώ, τώρα, γιατί οι άνθρωποι εξακολουθούν να ακολουθούν τις παραδόσεις. Η πόλη, τις έχει στραγγαλίσει.

Εδώ, ο ρόλος του ανθρώπου, εκφέρεται από το χρώμα στα ρούχα. Από την εργασία, την κυκλοθυμία της διάθεσης. Με όλα, πλάι, να λειτουργούν στο φουλ: η κομμένη-ραμμένη ενημέρωση, η διαφήμιση, η μανία της εξουσίας, Κρατικά, ή επιμέρους, ανά κοινότητες προσώπων.
Όλα στο φουλ. Σε πλήρη λειτουργία.
Πόσο να τρώω, που, πότε, και πως, να διασκεδάζω. Τι θα μετρήσει στις ασχολίες μου, το οποίο δεν θα με διαφοροποιήσει από το μπουλούκι. Κι αν βρεις, τρεις, τέσσερις, αξιόλογους ανθρώπους, ξανά θα προκύψει η διαμάχη: τι παραπάνω έχω, γιατί δεν σ’ αντέχω,



Το έχω ψάξει;

Η διαφορά, ανάμεσα στις δύο κλίκες:

1 Εκείνοι που βασίζονται στους ανθρώπους, για να ανελιχτούν στο δέντρο της εξεληχτικής τους πορείας, μέσα στην κοινωνία. Αποζητώντας σταθερότητα, που δεν υφίσταται τέτοιο πράγμα, πλέον. Ούτε εργασιακά. Ούτε σε καθεστώς, σχέσης ή γάμου. Ούτε ακόμη, ότι ποτέ ξανά δεν θα γίνει ισχυρός σεισμός, ο οποίος θα διαλύσει, σπίτι και σταθερότητα.

2 Εκείνοι που βαπτίζονται, ως προσωπικότητες με ψυχολογικά προβλήματα, επειδή εννόησαν την αδυναμία τους. Την φθαρτή τους υπόσταση, ότι πλέον, από πουθενά δεν πρέπει να περιμένουν, βοήθεια. Ούτε από εκείνους που τους υποσχέθηκαν, πίστη, αγάπη. Συμπόνια.
Τους λένε: δεν τα ‘χεις βρει με τον εαυτό σου. Πας στον Θεό να σου λύσει τα προβλήματα. Που είναι η δύναμη σου; Τους ειρωνεύονται. Που βρίσκεται η αισιοδοξία; Γιατί θες να ανήκεις σε ομάδες που σε περιθωριοποιούν από το μπουλούκι; Των μπουζουκοτράγουδων. Της απιστίας, της νύξης ότι πρέπει να εξυψώνουμε ορισμένους ανθρώπους. Να τους λατρεύουμε για την προσφορά.. τους, που σίγουρα, κατά 90%, δεν θα ‘χει το στίγμα της διαχρονικής αξίας.

Και κάθε φορά εκπλήσσεσαι ενόσω μαθαίνεις για τον τάδε επιφανή άνθρωπο, χαμηλών τόνων, ο οποίος διαλέγει την ποιότητα από την ποσότητα.

Σε αντιπαλότητα ετούτες οι δύο κλίκες. Αν και έχει γείρει η ζυγαριά, υπέρ της αλήθειας της ομογένειας, στις μηχανικές κινήσεις και σκέψεις. Ν’ ακολουθούμε τις προσφορές των εφημερίδων. Το κάλεσμα της τηλεόρασης, η οποία εγκληματεί κατά της ψυχής και της πνευματικής μας εγρήγορσης. Εναντίον του ραδιοφώνου, του καλού θεάτρου. Στιγμών, μ’ ένα ουσιαστικά, ενδιαφέρον βιβλίο, στην αγκαλιά.


Θα αγκαλιάσω αυτό το βιβλίο. Την άποψη μου.
Τώρα που βρίσκομαι σπίτι και το ποδήλατο, στέκεται δεμένο, πλαϊνά του εξωτερικού τοίχου.

Θα υπολογίσω πότε θα ετοιμάσω, ξανά –συχνότερα- τσάι.
Θα κοιτάξω γύρω μου, όλα τα περιττά αντικείμενα: τα γυαλικά στην βιτρίνα, τα οποία χρησιμοποιούνται –και αν- μόνο σε γάμο, μέλους της οικογένειας! Ή σε μια μεγάλη χαρά, η οποία δεν έρχεται.
Θα θυμηθώ όλα τα ρούχα που δεν φορώ. Τα ζευγάρια παπούτσια που προορίζονταν για επίσημες περιστάσεις, που όμως δεν εφευρίσκονται.
Κοιτώ την εγκυκλοπαίδεια που δεν ανοίγω, επειδή είναι παλιά τα άρθρα: Τα σύνορα αλλάζουν. Μολυσμένα εδάφη. Μεταλλαγμένη συνείδηση.

Για άλλη μια φορά, δεν θα εκτιμήσω την στέγη, πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ή ότι σπαταλώ ρεύμα. Ή χρόνο σε σκέψη, παρά εμπράκτως.
Συνηθίζω να μην αποζητώ το ηλιοβασίλεμα. Γνωρίζω όμως, σχεδόν κάθε νέο, τεχνολογικό επίτευγμα. Ξεχνώ τη φύση που αγαπώ, και τα πόδια μου δεν με οδηγούν στον κήπο της.
Ακόμη και τον ήλιο, στην τηλεόραση, τον ψάχνω.
Έπειτα σιγά σιγά, χάνω την πίστη μου στους ανθρώπους, επειδή ανήκω στην δεύτερη κλίκα, η οποία από μόνη της χωρίζεται σε δύο ακόμη, κλίκες:
1 Η μορφή της αχαριστίας: Είμαστε ακόμα, ζωντανοί. Συμφορές που δεν μας έχουν πειράξει. Το σπίτι δεν ράγισε. Ο πόλεμος δεν μας πλησίασε. Μάθαμε – συνηθίσαμε: στη στέρηση από αισθήματα. Ή από τύψεις για τα σχέδια, το σχέδιο του Θεού: Πως τα ‘φερε έτσι: Να δαγκώσει η Εύα το μήλο, να τους κλωτσήσουν έξω από τον Παράδεισο. Να παρασυρθούν στα νύχια του έκπτωτου αγγέλου. Στο δικαίωμα της ελευθερίας, η οποία τελικά, πνίγει τον άνθρωπο, αφού δεν ασχολείται, δεν έχει τύψεις, για το νέο σχέδιο της Θυσίας του Υιού του Θεού, η οποία ρουφά τις αμαρτίες μου, αν όμως, δεχτώ να αλλάξω. Να οπισθοχωρήσω, δηλαδή, στην μοντέρνα κοινωνία, και τεχνολογική ανάπτυξη. Σε μια εποχή όπου καθημερινά, περνάς από κάποιο δικαστήριο: οικογενειακό, εργασιακό. Της παρέας. Στο γάμο. Από τα παιδιά.

Που να βρεις χρόνο να περάσεις απέναντι, στην ηρεμία:
2 Στην τιμιότητα, της οφειλής στην αρχαία Θυσία, η οποία, εκφράζω: γιατί ν’ ασχοληθώ;
Αυτό συνέβη παλιά. Για ποιο λόγο, ρωτώ, τα έμπλεξε έτσι, ο Θεός; Είναι κλεισμένες, ξέρεις, οι θέσεις, για τον Παράδεισο. Λίγες χιλιάδες, μόνο. Μάλλον θα πρόλαβαν ξανά, να αγοράσουν εισιτήρια, μόνο όσοι εργάζονται.

Είσαι εσύ ικανός, να κρίνεις το Θεό!

Ποιος δημιούργησε τον Θεό;
Υπήρχε περίπτωση να μην υφίσταται ο χώρος, ο χρόνος, η υφή του κενού, στο χώρο. Τα χημικά στοιχεία. Οι αόρατες δυνάμεις που δεν είμαστε ικανοί, να αγγίξουμε ή να γνωρίσουμε.

Να συναντήσουμε έναν ελεύθερο άνθρωπο από την τύψη: δεν οφείλεις, τίποτα σ’ εσένα (ούτε και την ευτυχία;)

Επιστρέφουμε ξανά, στην αρχική δομή της κοινωνίας. Παραμένουμε στη δεύτερη κλίκα: Στιγματισμένοι άνθρωποι, με άτομα με ψυχολογικά προβλήματα, επειδή τα παράτησαν. Είπαν, εγώ δεν είμαι ικανός να ζήσω ανάμεσα σας, έτσι απαθείς όπως είστε. Θα ψάξω να βρω την αγάπη και τη στοργή, αλλού. Κι ας μην έχω δουλειά. Ας μην γνώρισα, πόνο έξωσης από σπίτι. Και ενδο-οικογενειακά.
Θα αφήσω τον σταυρό μου στον Θεό. Μήπως όμως τελικά, κι Εκείνος, σκέφτομαι, με το μυαλό μου, σε μέγεθος, κουκουτσιού, καρύδας, δεν εκτιμήσει τελικά, ως το θάνατο μου, ότι Του παραδόθηκα;

Θυμάμαι μια γιαγιά μου, η οποία, έμαθα, ότι, πεθαίνοντας, το πρόσωπο της είχε ασχημύνει από τα νεύρα και τον χαρακτηρισμό του κακού ανθρώπου, που της είχαν φορτώσει οι γύρω.
Οι οποίοι, άνθρωποι, ήθελαν να την βοηθήσουν να τους πλησιάσει ή ακόμη και να επιθύμησαν, να της δώσουν να εννοήσει, ενημερώνοντας την, πως μετάνιωσαν για το προσωπικό τους κακό φέρσιμο, όμως ακόμη κι αυτή η ειλικρίνεια, ήταν ψεύτικη. Πραγματοποιήθηκε μόνο, για προσωπική τους προβολή. Βλέπεις, ανήκαν και θα ανήκουν, πάντα, στην πρώτη κλίκα.
Η οποία οφείλει ν’ αδιαφορεί για υπερφυσικά καθεστώτα, όπως ο Θεός. Πρακτικοί και κυνικά ώριμοι, όπως είναι. Σαρκολάτρες. Έρμαια της πρακτικότητας του μπουλουκιού. Του άσκοπου χρόνου, σε όλα: θα σε πατήσω να ανεβώ, επαγγελματικά.
Θα γλύψω τον διευθυντή, λειτουργώντας ως χαφιές. Θα δείξω ηγετικά στοιχεία, να φανώ δυνατός –νευρασθενικός δηλαδή. Θα διαφημίσουν ότι έχουν συνευρεθεί με το άλλο φύλο, ή ακόμη και με το όμοιο τους, φύλο!!
Θα ψάξουν στο ιντερνετ, για ανωμαλίες. Να ‘χουν κάτι να θυμούνται στα πρόωρα γηρατειά τους. Λόγω καταχρήσεων. Αποτέλεσμα του πάθους: Να ζήσουμε. Να προλάβουμε. Με μανία. Γρήγορα. Ομοιομορφία. Μανία. Νευρασθένεια.

Ναι. Κοιτούν τον απλό άνθρωπο. Δηλαδή, αυτό που ποτέ δεν θα μετανιώσουν, ώστε να αλλάξουν. Θα τον φτύσουν, ακόμη και με το στόμα. Θα ειρωνευτούν την αδυναμία του άλλου, επειδή οι ίδιοι, φορούν παρωπίδες. Αγνοούν τι σημαίνει, φύση. Ν’ ακούς τα πουλιά στα δέντρα. Να αγαπάς τον όρο, Πατρίδα. Την αξία του καθαρού βλέμματος. Της απλότητας της παρέας, όπου κανείς δεν είναι ανώτερος από εμένα κι εσένα.
Όπου τα μικρά όνειρα, ευωδιάζουν ελπίδα και υγεία ψυχής.




Ντρέπομαι εύκολα, όμως βγαίνω να πάω σ’ έναν αγώνα ποδοσφαίρου, γυναικών –να ‘ναι καλά το ιντερνετ που μ’ ενημερώνει, αφού η Πολιτεία αποφεύγει, να σπέρνει, Πολιτισμό.

Αγαπώ τις γυναίκες. Έστω κι αν αγνοώ γιατί πρέπει να διαφέρει το σκεπτικό τους στη ζωή.

Θα διαλέξω τις άνω κερκίδες. Θα σταθώ, περίπου, στο κέντρο. Απέναντι από τα κεντρικά, ημικύκλια.
Θα αφήσω τον εαυτό μου ελεύθερο.
Χαίρομαι το ματς. Παρατηρώ δυναμικές στιγμές, ανά ομάδα και επίθεση. Κάποιοι οπαδοί, ανά σημεία στις κερκίδες, φωνάζουν. Άλλοι διαβάζουν την εφημερίδα τους.
Ο ήλιος δεν αγγίζει το γρασίδι. Γέρνει στον ορίζοντα. Ξύνει μόνο τις άκρες από το αριστερό τέρμα.
Όμορφο γήπεδο. Πολλές έξοδοι. Λίγος κόσμος. Οικογένειες.
Πνεύμα ομαδικότητας.
Απολαμβάνω το τώρα. Την αλλαγή.
Το στέρνο μου κατεβαίνει, ανεβαίνει, αναπνέοντας. Πέντε λεπτά, από το πρώτο ημίχρονο. Να ‘χα κάτι να τσιμπήσω.

Η στάση του κορμιού μου, καθισμένος, δείχνει ντροπαλότητα –ή αντικοινωνικότητα στα απαθή μυαλά, ορισμένων.
Τους ξεχνώ. Ξεθαρρεύω.
Μου αρέσει να είμαι αδύναμος. Είμαι απλός.
Το μεταφυσικό που βάπτισες, μ’ Αγαπά. Με Προστατεύει.

Χαλαρώνω. Γέρνω προς τα πίσω. Λυγίζω τα χέρια, σταυρώνοντας τα. Στηρίζοντας τον λαιμό.
Ευτυχώς δεν κάνει κρύο.
Το ημίχρονο ξεκινά.
Ένα περιστέρι με πλησιάζει. Κάτι έχει βρει και τσιμπά. Να ‘χα κάτι κι ο ίδιος.
Βαθιές αναπνοές.
Από κάτω, στον δρόμο, περνά ένα αυτοκίνητο με το ραδιόφωνο δυνατά. Παλιά λαϊκά του ’60. Από κάπου θα ξετρυπωθεί η μορφή του Μπιθικώτση. Του καλού μπουζουκιού.
Κάποιος θα με πλησιάσει. Θα μου διηγηθεί την ιστορία του. Θα μείνω στο παραμύθι. Θα δεχτώ τα όνειρα όσων βίωσε. Άλλα εφιαλτικά, στην ανέχεια. Μικρές στιγμές, με χαμόγελο.
Στην Ελληνική επαρχία, με τα τρεχούμενα νερά στα πανέμορφα ποτάμια μας, με τις κρεμαστές γέφυρες. Με τις παλιές ασφαλτοστρώσεις, περνώντας ξυστά, από γκρεμούς, με θέα τα υπέροχα βουνά μας. Στο βάθος, κοιτώ την σιδερένια γέφυρα. Μια μικρή ταβέρνα, ως τοπικό σημείο ανεφοδιασμού για το υπόλοιπο ταξίδι. Το δύσκολο ορισμένους χειμώνες, υπό τον φόβο κατολισθήσεων ή φθαρμένων λάστιχων, στο λεωφορείο.

Σε μια άλλη γωνιά της Ελλάδας, τα ψαροκάικα θα λικνίζονται με φόντο το ηλιοβασίλεμα. Θα κοκκινίζει ο ουρανός. Θα φθείρονται οι βάρκες. Υπομένοντας τον ρόλο τους. Τον αδύναμο. Θα θυμηθώ τα βήματα, ανά παρέες, πλάι στη θάλασσα. Περπατώντας μέχρι τον τελευταίο κάβο, μες το κέντρο της επιφάνειας της θάλασσας, θαρρείς. Θα θυμηθώ εκείνη την βραδιά και τις θαλασσινές λιχουδιές σε τηγανισμένο λάδι.
Θα θυμηθώ τα Ανοιξιάτικα βράδια ή ακόμη και τα Φθινοπωρινά, ταξιδεύοντας με πολλά μποφόρ, προς κάποιο νησί. Νοσταλγώντας ονομασίες τόπων και χωριών, που ποτέ δεν πάτησαν εκείνα τα ζευγάρια, παπούτσια. Μια απλή αναφορά θα με τραβήξει. Όπως η Αγιάσο στην Μυτιλήνη. Σαν σμιλεμένη ολόκληρη, κάτω από την αγαπισιάρικη ματιά και τέχνη, σαν ξυλογλυπτική, ολόκληρη.

Κλείνω τα μάτια. Τεντώνομαι.
Μεταφέρομαι με τον αδύναμο μου, πρόσκαιρο νου, στο όνειρο. Στον κόσμο της φαντασίας. Που σε διώχνει μακριά από τον Θεό.


Όπου να ‘ναι.
Οι ομάδες παίρνουν τις θέσεις τους στο γρασίδι.
Από τα μεγάφωνα, θα πάψει η μουσική.
Το δεύτερο ημίχρονο θα ξεκινήσει. Γυναικείος αγώνας, ποδοσφαίρου. Βαθιά, βαθιά, αναπνοή. Ο αέρας μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Θα ‘θελα, εσύ, αγαπημένη, να μου τα χάιδευες. Παίζοντας μ’ αυτά. Προκαλώντας με να χαμογελώ και να υγιαίνω, χαλαρώνοντας».
Τίμιος με το τώρα και τα νέα έθιμα, τα ποδοσφαιρικά.
Ποιος να το ‘λεγε, ότι κάποτε θα έπεφτε κι αυτό το φρούριο της αντρικής αποκλειστικότητας, σε ποδοσφαιρικούς αγώνες.
Εδώ, κανείς δεν με κρίνει. Κανείς δεν γνωρίζει ότι είμαι άνεργος, ώστε να βρει την πρόφαση, παρόλο τον καλό μου χαρακτήρα, ν’ απομακρυνθεί. Ώστε να μην κάνει παρέα με ανεύθυνο…

Ώπα, ένα ξαφνικό γκόλ!
Χειροκροτώ, ενθουσιασμένος.

Δεν αργεί και το επόμενο γκόλ. Φωνάζω δυνατά.
- Μπράβο!
Χαμογελώ. Άξια αυτή η ομάδα. Φανταστικά παίζουν οι γυναίκες. Πάντως, άντρας, δεν θα έτρωγε τόσο εύκολα, το τελευταίο γκόλ.

Η ώρα περνάει ευχάριστα. Αφοσιώνομαι στον αγώνα.
Ξεχνώ και την ανάγκη.. για φαγητό.


Μερικές παίχτριες, με τόσο κοντά μαλλιά, από πίσω, μοιάζουν με άντρες.
Άραγε, πως αισθάνονται οι γυναίκες, επειδή έχουν στήθος;
Κάτι απορίες που έχω ώρες ώρες. Χαμογελώ.
Για τον χαρακτήρα μου, έχω χαλαρώσει αρκετά.
Αν ήμουν σπίτι, θα άλλαζα κανάλι, τώρα. Ή θα λαγοκοιμόμουν σε πλήρες περιβάλλον, ησυχίας. Με αναμμένο το φως στην κουζίνα, μη με φάει το σκοτάδι όταν πλησιάσει δραστικά.

Έτσι απλά και γρήγορα, εξίσου, που καλύπτει τα χνάρια της, η ημερομηνία, απομακρύνοντας τον κωδικό της, κοντά στη λήξη του.
Εν τω μεταξύ, όσο το φως θα εγκαταλείπει, σήμερα, τούτο τον τόπο, σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης ή της χώρας, κάποια μάνα, θα δακρύζει για άλλη μια φορά, για τον εξαφανισμένο της γιο. Θα ντυθεί, όχι τόσο ζεστά. Μια μικρή εύνοια για την λυπημένη μάνα.
Θα βγει. Θα σύρει τα βήματα της ως την κοντινή εκκλησία. Είναι κλειδαμπαρωμένη. Τελείωσε το ωράριο του παπά.
Θα καθίσει στα σκαλιά, η μάνα. Θα ρίξει το βλέμμα της στο δάπεδο του προαυλίου. Στο χώμα. Θα της ξεφύγει ένας λυγμός.
Θα αισθανθεί το αέναο χάδι του Θεού, στα μαλλιά. Θα παρηγορηθεί. Θα κρύψει το πρόσωπο της στις παλάμες. Ανασαίνει βαριά. (το έλκος να φοβάσαι). Είναι μεγάλη η στενοχώρια.

Κάπου πολύ μακρύτερα, ο γιος θα παρασύρεται απ’ το τραχύ εσωτερικό, της ενήλικης παλάμης. Ο εκμεταλλευτής με το θυμωμένο πρόσωπο. Με τα καβούρια στις τσέπες. Θα θυμώσει από συνήθειο. Θα σπρώξει το παιδί που έχει απαγάγει. Θα το οδηγήσει σε κάποιο δωμάτιο, φθηνιάρικου ξενοδοχείου. Θα το δέσει στα κάγκελα των ποδιών, του κρεβατιού. Αφήνοντας το να κοιμηθεί στο πάτωμα. Δες τον. Καπνίζει και τεντώνεται στο κρεβάτι. Σιγοσφυρίζει. Κοιτά θυμωμένος, γύρω. Ούτε γνωρίζει, γιατί.
Αγνοεί τι κάνει. Τι έχει πράξει.







Ο καιρός

Θα περάσει. Οι άνθρωποι, μέσα Μαρτίου, νοσταλγούν το καλοκαίρι. Τη φύση που τους καλεί. Να βγουν από τις πόλεις. Από τούτη τη σφηκοφωλιά.
Θα πέσει στα χέρια μου η αγγελία της εξαφάνισης του παιδιού. Θα ντραπώ να την κολλήσω σε στύλους. Σε στάσεις. Σε καταστήματα που με σέβονται.
Αισθάνομαι ντροπή. Δε βοήθησα. Αδιαφόρησα.
Φοβάμαι μήπως ανήκω στην πρώτη κλίκα. Της απάθειας.
Μήπως μιλώ για σεβασμό και ενδιαφέρον, μα αποτελεί πρόσκαιρη απασχόληση. Μα ξέρω, έχω κάποια καλά στοιχεία.
Αξίζω; Κάτι, κι εγώ.
Θα βρω χρόνο να νοιαστώ για κάποιον άλλο;
Με επίσκεψη στο σπίτι του. Θα ζητήσω από αυτόν τον άνθρωπο, τα τοστ που τόσο καλά, ετοιμάζει. Θα παρατηρήσω για άλλη μια φορά, την απλή διακόσμηση, στην κουζίνα. Με τη μικρή, τετράγωνη, τηλεόραση. Κοιτώντας το βουνό, απέναντι. Τον ουρανό τον μουντό, τον φορτωμένο με γκρι σύννεφα.

Τα μάτια, θα κοιτούν άλλα μάτια.
Μιλάμε για τα χρέη μας. Σε πιστωτικές κάρτες κι αισθήματα. Τα αισθήματα που συχνά, αν αγαπάς την απλότητα, βαστούν, γερά, σε ελπίδα, τα χρέη στο πορτοφόλι.

Την παρακολουθώ που μαγειρεύει.
Συλλογίζομαι την διαδρομή που διένυσε στον χρόνο, ως τα τώρα –μόνο με την φαντασία μου.
- Θέλω να κάνω πράγματα, την ακούω να λέει.
Είναι νέα. Ακόμη. Παρόλο τα μόλις, ενήλικα παιδιά. Είναι γυναίκα. Υπήρξε πολύ νέα. Έφηβος. Υπήρξε μέσα της η ανάγκη της μάθησης του ρόλου της θηλυκότητας της.
Μαγειρεύει.
Άλλο ένα ζεστό τοστ, χωρίς σαλάμι, κατεβαίνει το λαιμό μου ως τα βαθύτερα σωθικά. Χαμογελά. Αισθάνεται την ανάγκη για λίγη μουσική. Διαλέγει ένα cd που της έγραψα. Αγαπά τη μουσική.
Κάποτε αγάπησε, δέχτηκε τον ρόλο της ως θηλυκό. Βίωσε την δύναμη της γέννας. Να είσαι μάνα και ν’ αγαπάς όλο τον κόσμο. Ν’ αγαπάει η γυναίκα, ότι της μένει να αγαπήσει. Τον όρο άνθρωπος. Ως φύλο. Ως προσωπικότητα.


Είναι κουρασμένη, μιλά.
Κάποιος πολιτικάντης συμφώνησε με τον ΣΕΒ, να δουλεύουν οι φιλότιμοι άνθρωποι, τσάμπα υπερωρίες.

Δεν μιλάμε πολύ.
Νοσταλγώ την τεμπελιά μου. Νοσταλγώ την ξάπλα μου.
Κατά τ’ άλλα, λέω, νοιάζομαι να σ’ ακούσω.
Σε νοιάζομαι; Όμως.
Εκείνη, περιποιείται την κόμμωση της.
- Δεν προλαβαίνω ούτε να κάτσω, διαπιστώνει.
- Ούτε ένα παυσίπονο να αγοράσω, δεν προλαβαίνω.




Μεταφερόμαστε στο σαλόνι. Τόσο περιποιημένο. Χρώματα, σχήματα. Βιβλία. Παραστάσεις. Φροντίδα.

Δεν μιλάμε.
Σα να διέκοψε ο χρόνος το βήμα του. Δύο παράλληλες διαστάσεις, ημέρεψαν, χαμήλωσαν το κεφάλι. Ταπεινώθηκαν.



Βγάζουμε τις πλαστικές καρέκλες στο μπαλκόνι.

- Συμβιβάζεσαι εύκολα; Ρωτώ.
- Εσύ; Επιστρέφει την απορία.
- Μάλλον, πρέπει να το πράξω. Σύντομα. Μα δεν ξέρω αν ωφελεί, τελικά.
- Τι; Με κοιτά απορημένη.
- Να δέχεσαι τα λίγα. Το συμβιβασμό της φθοράς στα αναλώσιμα οικιακά σκεύη. Να λες, κάποτε θα γυρίσει ο τροχός. Θα χαρούμε λίγο παραπάνω.

Εκείνη, σταυρώνει τα πόδια, τα τεντώνει εμπρός.
(Μερικές φορές, αφήνεις να σε ακούνε, για να βγάζουν τα συμπεράσματα τους).

- Ξέρεις, μιλώ. Είναι δύσκολο να πεις: μένω μόνος για να προστατεύσω εμένα, από τους άλλους.
- Ναι, ανταποκρίνεται. Ακούγεται κάπως.
- Είναι, όπως –παίρνω το λόγο- να περπατάς σε κάποιο χωματόδρομο, στο χωριό, και να ‘ρθει ένας και να γκρινιάξει: Που είναι τα σπίτια; Που είναι οι πολυκατοικίες; Που βρίσκεται το καταφύγιο μου;
Έπειτα, φίλη μου, ρίχνεις το βλέμμα σου εμπρός, να δει ο άλλος ποιος είμαι. Ένας άνθρωπος είμαι. Τι είναι ο άνθρωπος;
Δεν ξέρω.
Δεν με πήρε, κανείς, σαν παιδί, απ’ την παλάμη. Απαλά, να μου μάθει τι είμαι. Ξέρω τι είναι η γη που την βιάζουν.
Ξέρω ποιος έκατσε ένα βράδυ, στα πόδια του κρεβατιού μου. Και μόλις ξύπνησα, τον άκουσα, να Σηκώνεται.

Παρομοίως όπως ανησυχεί το ζεύγος των γονιών, αν το παιδί μαθαίνει τι συμβαίνει. Το αφήνουμε να πληγωθεί πρόωρα, από τις ειδήσεις στο χαζοκούτι. Να πληγωθεί η ικανότητα της διάδοσης της διδασκαλίας. Της σωστής διάδοσης αυτού που κατέχουμε. Της απλότητας. Της πίστης στην ελπίδα. Εκείνου του ονειρικού που βιώνουμε, μακριά όμως από τα προβλήματα ή επειδή εκεί καταλήγουμε, για να ξεχάσουμε.





Πίσω στο σπίτι, κοιτώ τον τοίχο.
Τα έπιπλα, για να μη μείνει κενός, ο χώρος.
Κάτι θα γράψω, κάτι θα σκεφτώ.
Πως θα συνεχίσω, θα υπολογίσω.



(να χαμογελάς. Να λες, είμαι καλά).
Ο Θεός με προστατεύει από την εταιρεία σου και τ’ αφεντικά σας, στην Αμερικανοκρατούμενη περιοχή, εκεί δίπλα.

Μπροστά στον Θεό, είσαι ένα τίποτα.




Να κάνεις το καλό.
Υπάρχουν πολλοί άρρωστοι, εκεί έξω.





Φοβάσαι το καλό;

Να φοβάσαι το καλό. Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί. Έπειτα, τίποτα δεν δύναται να σε προστατεύσει.
Θ’ απορείς –τσάμπα, όμως- γιατί σου πάνε, όλα, στραβά. Ώ, θα σου πάνε. Να ‘σαι σίγουρος. Αφού αποφεύγεις το καλό.
Δεν θα ‘σαι ασφαλής. Ούτε εσύ. Ούτε οι όμοιοι σου.
Από το σημείο που παρακολουθείς, πιστεύοντας ότι έχεις οργανώσει στην κατάλληλη για σένα, διάταξη, πώς να προστατεύομαι. Από το σημείο που παρακολουθείς την ήπειρο που σου έχουν αναθέσει. Μολύνοντας ξένους υπολογιστές. Κρυμμένος πίσω από την δύναμη των όπλων. Τσιράκι κατά τ’ άλλα, των Αμερικανών. Αυτού του βρώμικου λαού. Με τους δορυφόρους τους που ανιχνεύουν κάθε τι, όποτε το θέλουν.

Όμως, με τον όρο ελευθερία, οι λαοί, κατάφεραν να συνεχίσουν.
Όσοι τόλμησαν να πάνε κόντρα στην ελευθερία, λάθος πόρτα χτύπησαν. Ούτε τα σκάφη τα κρυφά, τους σώζουν, ούτε η επιστήμη η κρυφή. Ούτε οι προδότες στις αποικίες σας.
Δεν σας συμφέρει να σκοτώσετε όλο τον κόσμο. Ο Θεός θα σας σταματήσει, αν τολμήσετε να αγγίξετε έστω και μια τρίχα, εκείνων, που Τον φοβούνται, έστω και λίγο.

Πάλι θα ηρεμήσω.
Ξανά θα παρακολουθήσω γυναικείο ποδόσφαιρο. Να ξεχαστώ.
Να φέρω την γυναικεία ομορφιά, μες το σπίτι. Το φύλο της γυναίκας που γέννησε κι εμένα. Ένα αρσενικό, μες από ένα γυναικείο σώμα. Σκέψου αυτό το θαύμα. Την αλληλοαποδοχή.

Να βλέπεις το καλό, κάθε ευλογίας, της οποίας αγνοείς την παρουσία. Την ουσία της ευλογίας που ονομάζεται ηρεμία.
Επειδή στην αντίθετη περίπτωση, ο θυμός κάνει την εμφάνιση του, δραστικά.
Μπορώ και θυμώνω. Να καταλαβαίνετε ότι δεν είμαι κορόιδο. Εσείς που παρακολουθείτε την Πατρίδα μου.
Την Ελλάδα που αγαπώ. Από φέτος. 2006.
Που δεν επιθυμώ να σας δώσω την ικανοποίηση της φυγής.
Εδώ. Να με υπομένετε. Να φοβάστε τα λόγια μου. Λόγια, ενός συγκροτημένου ανθρώπου σε επαγρύπνηση των κρυφών σας σχεδίων. Παγκοσμιοποιητές. Ανίκανα, ευνουχισμένα, ανθρωπάρια.



(μη φεύγεις απ’ το καλό. Δεν σε ηρεμεί).

Θα επιστρέψω.
Θα αισθανθώ δυνατός.
Χάρη και στην υποστήριξη, έστω αυτών των λίγων.
Θα ηρεμίσω την καρδιά μου, όπως μπορώ. Σε λίγο θα πάω για ύπνο. Να εφοδιαστεί η σκέψη με νέα στοιχεία.

Θα κάνω την προσευχή μου. Όσο πιο ειλικρινά μπορώ.
Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά, με την εξουσία των ανθρώπων. Αυτά τα πλούσια τομάρια, που μειώνουν συντάξεις και μισθούς. Όχι πως δεν είμαι ικανός να συλλογιστώ, πως ακόμα κι αυτοί, θα τιμωρηθούν στην άλλη ζωή.

Θα πω μια προσευχή.
Κάτι, που μόνο ο ίδιος, είμαι ικανός, και γνωρίζω. Με ειλικρίνεια, με συναίσθημα μετάνοιας. Για πικρά λόγια. Αξιοπρεπής γιος. Τα λόγια είναι περιττά κάποια στιγμή.

Μια στιγμή από αυτές, είναι τώρα.






Η δύναμη των φίλων.
Η δύναμη της συνένωσης του δυναμικού των νέων ανθρώπων.
Τόσο ισχυρό, όσο χίλιες πένες, μαζί.
Ικανό ως βοήθεια, εναντίον των δοκιμασιών που γκρινιάζεις, ότι κακώς, σου συμβαίνουν.
Μάθε, πως ότι κακό κι αν κάνεις στον άλλο, ακόμη και από άγνοια, θα επιστρέψει σ’ εσένα, σαν μπούμερανγκ. Έστω κι αν απόρριψες κάποιον που άξιζε.


«Θυμάμαι που σου ‘πα, τελειώσαμε.

Το ίδιο βράδυ, γυρίζοντας από την δουλειά, σ’ ένα αμάξι, δυό φίλες, συζητούσαν: μου είπε, τελειώσαμε.
Ήταν η φράση που άκουσα, μόλις πλησίασα στα τρία μέτρα, απέναντι από το αμάξι τους, με το ανοιχτό παράθυρο».

Βλέπεις τι παθαίνει ο αλαζόνας;
Το ίδιο θα πάθεις κι εσύ, αν τολμήσεις να μου κόβεις τις ελευθερίες μου.

Ακόμη κι όσοι θα είναι υπεύθυνοι που πεθαίνει ο απλός λαός.
Ενδέχεται να μην λογοδοτήσουν εδώ. Μετά θάνατον όμως, θα καίγονται στα καζάνια, ενόσω αυτός με τ’ ακονισμένα νύχια, θα τα ξύνει, πάνω τους. Μα θα είναι πολύ αργά, και άτοπα, για έλεος.
Αυτό, ως ενημέρωση, προς όσους αποφεύγουν το καλό, επιλέγοντας την κοροϊδία, την καταδίκη, την ειρωνεία, την αντιπαλότητα. Τον πόλεμο εναντίον της Δημοκρατίας των απόψεων.
Δεν θα χαραμίσω τον θυμό μου μ’ εσάς που παρακολουθείτε. Ακόμη και στο ιντερνετ.
Ούτε το σάλιο μου –από φτύσιμο- δεν αξίζετε.
Δεν με φτάνετε, ούτε στο νύχι, από το μικρό μου δαχτυλάκι.







Δες το πρόσωπο μου, πόσο ήρεμο είναι. Πόσο πρόθυμο, στη μόνιμη θέση της στασιμότητας.
Είμαι εδώ. Είμαι άνθρωπος. Δεν υπάρχει καθρέφτης κοντά, να ξεχωρίσω, σημεία, που αξίζουν προσοχής.
Είναι όπως όταν κοιτάς ένα άτομο, μη γνωρίζοντας τι σκέπτεται.
Μόνο από το ύφος του, πιάνεις κάποιο νόημα. Μα οι άνθρωποι, μάτια μου, κρύβουν εύκολα ή με υπολογίσιμη διαδοχή, συναισθήματα και συστήματα: αδιαφορίας, απάθειας, αυτοκαταστροφικά σύνδρομα. Που ούτε τα καλύτερα μυαλά, δεν εξηγούν, επειδή πολύ απλά, δεν το επιθυμούν. Ακόμη και η δυνατότερη προσωπικότητα, λυγίζει από την τριβή των προσωπικών προβλημάτων, των γύρω του.
Λες και εσύ, δεν έχεις βάρη, στην ζωή σου.



Θα επιστρέψω στην ηρεμία μου. Πιο τακτικά.
Αντιμετωπίζοντας τους κυκλοθυμικούς, σαν άτομα με AIDS. Σαν άτομα, που είχαν επαφή με ασθενείς, φορείς του ιού.
Θα αγαπήσω τον εαυτό μου. Τώρα, είναι ο καιρός να αγαπήσω τον εαυτό μου. Αφού κανείς άνθρωπος δεν μου πρόσφερε αυτό το πνευματικό αγαθό.
Εννοώ από τους ζωντανούς, αυτή τη στιγμή.
Θα φροντίσω αυτό τον εαυτό. Θα καθίσω μαζί του και θα συζητήσω. Μαζί του.
Αυτό κάνω, ακριβώς αυτή τη στιγμή.
Δεν θα με κρίνω.
Θα είμαι, ένα κεφάλι ακουμπισμένο σ’ ένα φιλικό ώμο.
Θα είμαι ένα ήρεμο πρόσωπο. Θα μ’ ακούω να γελώ. Θα φωτίζεται, αυτό το πρόσωπο. Που άλλα χέρια, αγγίζουν με φροντίδα και προσοχή, τα γραπτά του συγγραφέα του.

Θα είμαι ήρεμος.
Θα αρκούμαι με όσα έχω.
Έως ότου εξαντληθούν τα τρόφιμα στο σπίτι. Τα προϊόντα καθαριότητας. Η ανάγκη να μην μπαίνει φως, στο εσωτερικό του σπιτιού.

Θα επικρατεί η ανάγκη, να εξατμιστούν τα περιττά κιλά. Αδιαφορώντας όμως για την διαδοχή των ωρών. Τι λάμπα, τι ήλιος. Μέρα. Νύχτα. Ημερομηνίες. Γιορτές.

Το κελάηδισμα των πουλιών.

Έξω.


Η γνωστή συνταγή: Νομίζουμε ότι είμαστε καλά, με τη ζωή μας.
Σίγουροι.
Ασφαλείς.
Με παχυλό μισθό. Ή με δικό μας σπίτι.
Ή βοήθεια εξωτερική.


Πάλι θα αντλήσω χαρά από ένα χαρούμενο γυναικείο πρόσωπο, στην T.V. Θα αγαπήσω αυτό το πρόσωπο. Θ’ αποδεχτώ το ρόλο. Το φύλο της. Τον άνθρωπο.

Τη στιγμή που καταγράφει η ιστορία.

Ήρεμο πρόσωπο.
Φθαρτό.
Κάποτε.




Κάποτε;

(Θα αγαπήσω αυτή την κοπέλα στην τηλεόραση, και μόνο που λέει, γλυκά, το: «ωραία». Είναι γλυκό το παρουσιαστικό της. Δεν μ’ ενδιαφέρει, αν είναι παντρεμένη. Τώρα, είναι δική μου.
Ξέρει ότι είμαι εδώ μέσα. Σπίτι μου.
Ανησυχώ μόνο, πως θα είναι, όταν νευριάζει.
Μήπως η γλυκιά φωνή της, γίνει τσιριχτή. Ικανή να εξοντώσει τον άλλο, με τα ντεσιμπέλ της φωνής.
Προς στιγμή, θα σκεφτώ λογικά και θα τη δω, το ίδιο αδιάφορα, όπως τους άλλους. Θα αποδεχτώ όμως, ότι είναι άνθρωπος. Ότι είναι γλυκιά.
Ότι μπορεί να γίνει η σύντροφος της ζωής μου.
Προς στιγμή, θα δω το ανθρώπινο πρόσωπο της καλεσμένης της, που όμως γρήγορα, το έντονο βάψιμο, θα μου προκαλέσει, ακόμη και αντιπάθεια).

Θυμάμαι, ότι αντιπαθώ.. κάποιον, που δεν συμφωνεί, μαζί μου. Αυτόν που δεν με εκτιμά.
Αυτόν, που δεν υποχωρεί, συνεχώς!

«Σε κοιτώ, και το δικό σου ανοιγόκλειμα των βλεφάρων, είναι και δικό μου. Σπάνιο πράγμα, μάτια μου, να υφίστανται, όμορφες ψυχές, και αγνά πνεύματα.

Μακάριος όποιος αξιοποίησε τον όρο, αξιοπρέπεια».


Οι υπόλοιποι, είναι ήδη, πιστοί, στην λειτουργία της κακίας.
Και είναι τόσο πιστοί, που καθημερινά, πηγαίνουν στην “εκκλησία” της κακίας.

Εύκολα θα βρίσουν τους γονείς. Θ’ αξιοποιήσουν τον εγωισμό, που συνεχώς, μόνο, αμύνεται, με λάθος όμως, τρόπο.
Πανεύκολα πιάνουν φιλίες, με παρόμοια χούγια:
Πως θα ξεφτιλίσουν τον αγνό, άνθρωπο, πλάι τους. Στη δουλειά, το δρόμο. Στο ΙΚΑ. Στον ΟΤΕ. Στο σούπερμάρκετ.

Πως θα στρέψουν τους πάντες, εναντίον εκείνου που προσπαθεί, όπως προσπαθεί –βάση των αδυναμιών του- να σταθεί, στην υγιή πληρότητα της προσωπικότητας.


«Είσαι γλυκιά. Σε αποδέχομαι ως γυναίκα».

«όταν λες, πολύ ωραία, λιώνω».

Τόσο μεγάλη ανάγκη, έχω, από αγάπη.
Ο Θεός μας αγαπά. Ο Θεός, όμως, δεν είναι πλάι μου. Εδώ. Στην άκρη του δωματίου. Δεν βρίσκεται ολοζώντανος, στο φόντο, της ζωής μου. Δεν είναι εδώ. Δεν μιλά. Δεν μου συμπαραστέκεται, με την δική του, φωνή.

Με προστατεύει, παρόλα τα γιγάντια λάθη μου.

Οπότε προτιμώ να απομονώνομαι, ώστε να προφυλαχτώ από τους πιστούς του κακού.

Που, πανεύκολα, δεν θα ταΐσουν τις γάτες της γειτονιάς, πετώντας ορισμένα αποφάγια τους. Δεν θα κοιτάξουν, δεν θα δουν, τα καθαρά –όσο γίνεται- μάτια, του άλλου, στον καθρέφτη. Τα μάτια της ψυχής, που προσωρινά, βρήκαν, δύο ανοίγματα, ώστε να κοιτούν έξω. Κάτοικος ενός σώματος και ενός πνεύματος, που δεν τα σέβεται η ιδιόκτητη φύση, του ανθρώπου.

Λέμε, εύκολα, ότι η Κοινωνία αδικεί τις ικανότητες μας. Πως τα μυαλά του έθνους, βρίσκονται στο εξωτερικό. Πως η Πατρίδα δεν αγαπά τις επενδύσεις.
Η Πατρίδα, χάνει, ανά γενιά, τον χαρακτήρα της.

Αναρωτιέμαι, αν όντως στην επαρχία, είναι πιο καλοί, ο κόσμος. Ίσως επειδή είναι λιγότεροι. Δεν συνωστίζονται.
Ίσως πανεύκολα συλλογιστώ, πως μια πόλη στην επαρχία, μπορείς να την γυρίσεις με ποδήλατο. Βαίνει ικανό να μάθεις τα τοποθετημένα αξιόλογα, στέκια. Ξεχωρίζεις τα καθαρά πρόσωπα. Τις οικογένειες στις πλατείες. Τον αυθορμητισμό, να συζητήσεις με έναν άγνωστο σου.
Δεν φοβάσαι να βγεις για ένα βραδινό περίπατο, με κατάληξη μια μεγάλη πλατεία. Καθισμένοι στο παγκάκι. Απολαμβάνοντας ότι αισθάνεσαι εκείνη τη στιγμή.
Η φτώχεια, παραμένει κι εκεί.
Η ανάγκη να προβάλλεται η γύμνια. Μια κρυφή ανάγκη, να εκμεταλλεύονται τους ξένους, όντας ακριβή, η επαρχία.



Θα αφήσω τους πάντες, έξω από το σπίτι μου.
Δεν υπάρχουν.
Είναι μόνο, ρεαλιστικά 3D μοντέλα, στην τηλεόραση.
Κανείς δεν μπορεί να μου δώσει μια εργασία.
Αυτή είναι η δική μου η στασιμότητα.
Παρομοίως η δική σου, που δεν παραδέχεσαι: Δεν επιχειρείς ν’ αγαπήσεις ή ν’ αφήσεις να σε πλησιάσουν, επειδή φοβάσαι να πληγωθείς.

Ναι, είμαστε μόνο, λόγια. Οι άνθρωποι.

Μόνο τα ψηλά βαλάντια, έχουν δικαίωμα στην ζωή.
Οι υπόλοιποι, εμείς δηλαδή, θα κόψουμε απ’ όπου μπορούμε, από τα έξοδα. Δεν θ’ αγοράσουμε ούτε νέα ζευγάρια κάλτσες. Όμως θα μπαλώσουμε ή θα δανειστούμε, από συγγενείς (έτσι, για να θυμηθούμε, τι έκαναν οι δικοί μας οι γονείς, που έμπαινε ένας μισθός, μόνο, στο σπίτι, το οποίο θα εξοφλούσαν στην τράπεζα, έως τον γάμο, του πρώτου τους παιδιού).

Δεν θα αγοράσουμε εσώρουχα, ή ζεστά ρούχα για μέσα, στο σπίτι, ενώ δεν μας φτάνουν ούτε και για πετρέλαιο.
Θα θυμώσουμε που δεν έχουμε περιουσία, να βοηθήσουμε έναν συγγενή, που δεν μπορεί, ούτε να ζεσταθεί, στο σπίτι του.

Θ’ αδιαφορήσουμε για αυτούς, εκεί έξω, που πιστεύουν πως έχουν πρόσβαση στην μέσα πόρτα, της κατοικίας της ψυχής μας.
Θα θυμώσουμε –ορισμένες φορές- που οι γονείς μας, δεν σταματούν να μας ελέγχουν, ακόμη και μετά το γάμο μας.
(βέβαια, το χειρότερο είναι, να κρατάς μαζί σου, ως γονέας, το παιδί, έως μετά τα τριάντα, ώστε να έχεις παρέα!).

Δεν θα αντιμετωπίσουμε τα δικά μας λάθη.
Θα κρίνω εκείνον στην T.V. που νομίζει ότι είναι αστείος. Ή τους υπόλοιπους που ξεκατινιάζονται. Θα σπαταλήσω και άλλο χρόνο, για να κρίνω, και θα βάλω τους πάντες, αν χρειαστεί, στην άκρη, προκειμένου να μην κριθώ.
Παρομοίως όπως κρύβονται οι άρχοντες της χώρας, προκειμένου, να μη χρειαστεί να κριθούν μετά από τον ξυλοδαρμό των συνταξιούχων. Από τα θύματα, ληστείας, βιασμού –λόγω ανοιχτών συνόρων.
Τόσο καλά φυλαγμένοι, στα φρούρια τους. Προκειμένου να μην χρειαστεί να πάνε οι ίδιοι στο παντοπωλείο και εννοήσουν, πόσο ακριβά είναι τα τρόφιμα στα ράφια. Πόσο προνομιούχοι είναι οι άρχοντες, με τους παχυλούς μισθούς και τη μηδενική συνείδηση.
Λες και αυτούς δεν τους γέννησε μάνα.
Αλλά κάποιο φίδι: ο δικός τους άρχοντας, του κακού και της αδιαφορίας.

Έπειτα από δύο με τρία λεπτά, θυμάμαι τον λόγο, που νέοι άνθρωποι, εισχωρούν στην πολιτική:
Επειδή θαυμάζουν και μόνο, έναν πολιτικό. Δεν τους απασχολεί, πως, όποιοι και ν’ ανέβουν στην εξουσία, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα, στον βίο των απλών κατοίκων της πόλης.
Ξέχασαν ότι υπήρξαν, ότι είναι κι εκείνοι, τα νέα στελέχη, άνθρωποι απλοί. Που απλά, επιθυμούν μια σταθερή δουλειά.
Διαφορετικά, η ανησυχία, ξεκινά να υπηρετεί το κακό.
Ανησυχείς, μήπως δεν δουλεύεις αύριο. Δεν θα ψωνίζεις τα είδη, ενός χόμπυ σου. Κάποιος θα σου κάνει έξωση. Θα πέσεις στα μάτια των γειτόνων. Θα χρειαστείς την βοήθεια ορισμένων συγγενών.

Θα χρειαστεί να ρίξεις το ανώτερο ύφος σου. Το ανεξάρτητο πέπλο. Πληγωμένη όπως είναι η αυτάρκεια, ήδη. Ακόμη και στα συναισθήματα. Αφού καταντήσαμε να μην υπάρχει επαφή, ούτε και με συγγενείς που συμπαθούμε, ή ακόμη και μισούμε: για τα δικαιώματα τους σε όρους, όπως: δημιουργώ οικογένεια. Έχω φίλους. Δεν χάνω τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, που μ’ ενδιαφέρουν.
Όλα τα έχουμε και για όλα, παραπονούμαστε.

Στο χαζοκούτι, πιάνουν μερικούς μεγάλους ληστές, τραπεζών, δείχνοντας τις δεσμίδες με τα χρήματα, στο γυαλί. Δεν πάει ο νούς σου, ότι ορισμένες προσωπικότητες, θα θελήσουν να ψάξουν και να πιάσουν στα χέρια τους, παρόμοιες δεσμίδες;
Άνθρωποι τίμιοι, που εν ριπή οφθαλμού, προτιμούν το σκοτάδι και το συσσωρευμένο λίπος των ακαθαρσιών του.

Θα βάλω σε θρόνο τον εαυτό μου.
Θα σου πω: Μην νομίζεις ότι θα γλιτώσεις την μήνυση, επειδή κρύβεσαι πίσω από την ανωνυμία, στο ίντερνετ.
Ανωμαλάρα του κερατά.
Μπορώ να σε εντοπίσω. Στέλνοντας σε στο δικαστήριο, όταν το θελήσω.

Είναι πανεύκολο.


Οι απλοί άνθρωποι,

έχουν ανάγκη να ξετυλίξουν το κουβάρι της κοινωνικότητας.
Θα βγούν από το σπίτι, με την ίδια άνεση που τους τραβά ένα ντοκιμαντέρ για ταξίδια.

Θα σε κοιτάξουν στα μάτια.

Σε ρωτούν:

- Πως είναι η πόλη σου;
Τι αισθάνεσαι ενόσω περπατάς στα σοκάκια τα χαρακτηριστικά, με τα μικρά μαγαζάκια, στο ισόγειο πέτρινων κτισμάτων. Τα οποία ο ήλιος χαϊδεύει. Το ξεθωριασμένο χρώμα στους εξωτερικούς τοίχους, αποδέχεσαι. Γιατί όχι, και αγαπάς.
Κάποιες φωνές, που διαλαλούν ένα εμπόρευμα.
Τη νύχτα φωτίζονται τα μαγαζάκια.

Τη μέρα, αν είσαι τυχερός, θ’ ανακαλύψεις εκείνες τις παλιές συνοικίες, με τα σφραγισμένα εργαστήρια. Το καταπονημένο παρουσιαστικό.
Ονειρεύεσαι, πως μεμιάς η καρδιά σου, θα τα επαναφέρει στους πρωτινούς χρόνους της παλιάς τους δόξας και απλότητας.
Οι σκληρές και οι απαλές φωνές, θα χαϊδέψουν την ακοή.
Θ’ ανασάνεις. Πιστεύοντας ότι είσαι μόνιμος κάτοικος, επαρχιακής πόλης. Αυτόματα, αν είναι η κλίση σου, θ’ αποζητήσεις τα μουσεία που σου κρύβουν την παράδοση του λαού σου.
Αν είσαι κοινωνικός, θα γίνεις μέλος σε κοινότητες που αγαπούν την Παράδοση. Θα γραφτείς σε μαθήματα φωτογραφίας, ζωγραφικής.
Θα επιστρέφεις σπίτι, ήρεμος και γεμάτος.

Το λόγια δεν θα ‘ναι, ζεστός ή ψυχρός αέρας, ανά εποχή.
Ένα δικό, σώμα, θα σταματά τα ηχητικά σήματα. Τα απορροφά. Τα συγκρατεί ή απομακρύνει, την ήρα.
Ζητά ξανά και ξανά, τη μυρουδιά του φούρνου. Την ευωδιά των λουλουδιών. Την υγεία μερικών βλεμμάτων, που γνώρισαν τι σημαίνει: ανθρώπινο, είδος.

Παντού άνθρωποι.
Στις γωνίες, οικοδομικών τετραγώνων, χάνοντας τους από το βλέμμα
Μεροκάματου υπάλληλοι και ιδιοκτήτες ψιλικών.
Ένας θα πάει, ακόμα. Θα βοηθήσει να κυλήσει ο χρόνος. Να ξεσκονιστεί το βαρετό ωράριο.
Ένα τραπεζάκι. Δύο καρέκλες. Μια φίλη στο πλάι. Ένας φίλος. Ένας άνθρωπος που βαπτίζεται, φίλος, επειδή προτιμά την ευγένεια, την καλοσύνη. Την ευθύνη να μην χρωστά.

Εσύ που προσπαθείς να μην χάνεις το κουράγιο. Πράττοντας το καλό, το μεσημέρι. Ενόσω πέφτει το φως ή ξυπνώντας η νέα ημερομηνία. Λαβαίνοντας σε απλή ανταπόδοση, του: προτιμώ το καλό, μικροχαρές ή προβλήματα, μικρά, μόνο.






Θα θυμηθώ ότι έχω ανάγκη από κούρεμα.
Αυτό το διάστημα, ο καιρός είναι συνήθως, άσχημος.

Αφήνω τα γυαλιά ηλίου, στην θήκη.

Αναγκάζομαι ν’ αφήσω, γυμνό, το βλέμμα. Περπατώ στα βαπτισμένα στενά. Μερικοί ψάχνουν ανοιχτά, από την οπτική τους γωνία, άλλα μάτια. Άλλοι περπατούν στον δικό τους κόσμο.


Περιμένω την σειρά μου.
Μερικά περιοδικά στο τραπεζάκι, περιμένουν να σηκώσω το βάρος του υλικού τους.
Παρατηρώ ένα γύρω. Καθρέφτες. Ένα ενυδρείο. Ένα ηχοσύστημα. Ο μεγάλος καναπές που κάθομαι. Κομμένα μαλλιά στο πάτωμα. Η φιγούρα του κουρέα που μετακινείται, διαλέγοντας γωνία, λευτερώνοντας κάθε νέο κεφάλι, από το πέπλο του. Ξεχωρίζοντας η σημασία του φύλου: άντρας. Κοντά μαλλιά, άξιος άντρας.

Περιμένω τη σειρά μου.
Απ’ έξω, περνούν καροτσάκια, λαϊκής, μισογεμάτα ή μισοάδεια.
Είμαι κάτοικος μιας πόλης που δεν κοιτά την θάλασσα. Έχουμε γύρω, βουνά. Ή απλά επειδή δεν ψάχνω, μήτε το καθημερινό ηλιοβασίλεμα.
Θυμάμαι μερικά βράδια στην ταράτσα.
Τ’ αστέρια εκεί ψηλά, ξαπλωμένος σε δυο σανίδες, πρόχειρα κολλημένες. Με τσιμεντόλιθους για πόδια, τούτο το τωρινό παγκάκι.

Θυμάμαι τους συγγενείς που έφυγαν, και πια, έπαψαν, να τρώνε, να μιλούν. Να πλένουν τα ρούχα. Να κοιτούν τα δέντρα στα πεζοδρόμια. Να επισκέπτονται τα παζάρια, την κυριακή.

Θα θυμηθώ ότι δεν είμαι τίποτα σημαντικό. Ότι ζω, ακόμη. Κάποιοι ανέλαβαν να με φέρουν ως εδώ. Επειδή οι Κρατούντες, στάθηκαν άτυχοι, και δεν βρέθηκε κανείς, να μου απαγορέψει να γεννηθώ, ως δεύτερο παιδί.
Κανείς δεν με απήγαγε στην κλινική, μετά τον τοκετό.
Δεν με έσφαξε για τα όργανα μου. Δεν με πούλησε για έναν ξερό μισθό, ή μερικές δεσμίδες, φακελάκια.

Ζω και ονειρεύομαι τα μικρά πλάσματα πάνω στη γη, που δεν είναι ικανά ν’ αφήσουν τα ίχνη τους στο χώμα. Ορισμένα κατέχουν μια διαπεραστική φωνή.
Φωνή ανά εποχή.
Φωνή, μερικές νύχτες.


Θα βγω στο μπαλκόνι. Θα ψάξω για λίγο πράσινο. Να θυμηθώ.

Θα καταλάβω, πως τα μικρόβια δεν εισχωρούν στο σώμα, αν εμείς δεν τα αφήσουμε. Αν υποστηρίξουμε τον οργανισμό μας.


Θα βγω. Ως άντρας, θ’ αποζητήσω, γυναικείες φωνές.
Παρομοίως και οι γυναίκες, φωνές αντρικές.

Φορές, απορούμε, γιατί, δύο φύλα.
Οι άντρες δεν χωνεύουν την έννοια, μάνα, γέννηση. Δημιουργία. Σκέφτονται τα κτίσματα που έχτισαν. Ιδίως τα πέτρινα, που στα θεμέλια, ο ιδρώτας τους έχει οδηγηθεί στον υδροφόρο ορίζοντα.
Συλλογίζονται τα σχέδια που έγιναν μηχανές. Χρήσιμα, άχρηστα ή επιπόλαια, καταναλωτικά είδη.
Μαθαίνεις για τον γυναικείο οργανισμό, μα εξακολουθείς να αρνείσαι την έννοια της δημιουργίας.

Θα ‘πρεπε, τα παιδιά, μόλις γίνονται δεκαοχτώ, ένας νόμος να επιβάλλει να απομακρύνονται από τους γονείς. Μετακομίζοντας σε άλλη πόλη.
Μόνο τότε, καλλιεργείται η υπευθυνότητα.
Μόνο τότε, τα λόγια δεν κουράζουν.

Μόνο τότε, δέχεσαι την αδυναμία σου.
Μόνο τότε, θα συμβιβαστείς. Ή απλά θα εξακολουθείς ν’ αδιαφορείς. Λες και ο άλλος είναι κάτι σίγουρο. Κάτι που θα βρίσκεται, πάντοτε, εκεί.
Όπως η παρουσία της γλώσσας και της γραφής, που μας διευκολύνει στην επικοινωνία.

Οι άφιλτρες γνώσεις, όσες έχουν παραμείνει, σε παλιές εγκυκλοπαίδειες. Που ονομάζω μη επίκαιρες. Επειδή τα σύνορα αλλάζουν. Ο πληθυσμός. Τα εξαφανισμένα είδη. Τα μη γνωστά.

Γνωρίζω τι σημαίνει ηλιοβασίλεμα. Τι, έρημος. Τι, μεμονωμένα, διαφορετικές παραδόσεις.
Τι χάσμα όμως με χωρίζει από τόπους χωρίς ρεύμα, πόσιμο νερό, ή ενδιαφέρον να θαυμάσεις τους ξερούς βράχους. Τα περίεργα σχήματα τους. Και πως είναι δυνατόν, τόσοι τόνοι, φορές, να στηρίζονται σ’ έναν λεπτό κορμό, από βράχο.
Τόποι και άνθρωποι, με πλήρη άγνοια και ανάγκη, να ψάξουν το νέο μουσικό cd, την νέα ταινία. Δεν τους ενδιαφέρει η ιστορία της ποίησης. Της γραφής. Το αρχείο των θεατρικών παραστάσεων.
Γεννιούνται, ζουν, πεθαίνουν, με τα ελάχιστα, τριτοκοσμικά, λες, χρειαζούμενα.
Μόνη τους έγνοια, το κοπάδι με τα γίδια ή τις κατσίκες. Τα πρόβατα. Ελάχιστη η βλάστηση. Ο ήλιος, ζεστός τιμωρός. Η νύχτα, κρύα βρύση.

Η μέρα, παγωμένη, κοντά στους πόλους.

Τη μέρα, υποθετικά, ξυπνούμε.
Όταν πέφτει το σκοτάδι, νυστάζουμε.
Δεν ρωτώ, γιατί συμβαίνει.
Γιατί γερνώ. Γιατί, φορές, συνειδητοποιώ τις ανοησίες μου.
Δεν ρωτώ τα αυτονόητα.
Ή για τον γραμμένο, αιώνιο νόμο, της διαιώνισης του είδους. Του να θέλω να βρίσκεσαι σε δικό σου χώρο, σταθερό, με εκπρόσωπο του αντίθετου σου φύλου.
Το δέχομαι –αν δεν το αποφεύγω- όπως την καλημέρα που ανταλλάσσω (εμείς οι λίγοι).

Δέχομαι τα αυτονόητα.
Αγνοώ, ορισμένα αυτονόητα. Γιατί μια γυναίκα, αγαπά έναν άντρα. Ποια, θα μου λύσει, αυτή την




Απορία;

Θα δεχτώ, στα δύο υπόλοιπα, τρίτα, του βίου μου, -υποθετικά- πως ορισμένοι άνθρωποι, είναι ικανοί να θεωρούν, άγνωστους τους ανθρώπους, ως φίλους.
Θα το δεχτώ, όπως ότι υπάρχει ουρανός και όριο στην ατμόσφαιρα, όπου το οξυγόνο λιγοστεύει, έως δεν υφίσταται πια.
Επιμένω να δεχτώ τα αυτονόητα. Τα υλικά και τα άϋλα.
Θα ρωτήσω μια γυναίκα, γιατί αγαπά έναν άντρα. Όμως, θα δεχτώ, εξίσου, πως δεν θα λάβω απάντηση.

Παρομοίως όπως δεν δέχομαι την ανωτερότητα της πόλης, έναντι του χωριού. Στο οποίο, λερώνεις τα παπούτσια, με λάσπη και σκόνη. Όπου τα σπίτια, υποστηρίζω, πως δεν είναι αντισεισμικά. Που να βρεθεί, εκεί, σινεμά, θέατρο. Εκθέσεις ζωγραφικής. (Εκεί όμως, το νερό είναι γάργαρο και δροσερό, στις βρύσες. Στις πλατείες).
Που να βρεθούν, εκεί, επομένως, πρόσωπα, με έμφυτη την ανάγκη για προβολή, και καθεστώς, μεγαλύτερης ανωτερότητας..
Που να βρεθούν, εκεί, στο χωριό, κομμωτήρια, SPA. Νυφικά μεγάλων μόδιστρων (σίγουρα, άντρες, δεν είναι).
Δεν συναντάς στο χωριό, γνωστά σούπερμάρκετ, ή μαγαζιά με επώνυμα ρούχα.
Μόνο όμορφες πλατείες, με πλατάνια και καθαρό αέρα, δηλαδή! Απλά, για παραθερισμό. Να θυμηθούμε ορισμένες αξίες.

Χωριό μου.
Με το ποτάμι που κατεβαίνει απ’ το βουνό. Με μυρουδιές φρέσκων, αμόλυντων, λαχανικών. Μυρουδιές αιγοπροβάτων.
Όπου οι δρόμοι, είναι σαν πέτρινες αιώνες πλάκες.
Έχεις στο πλάι, ένα οικείο πρόσωπο.
Τα σπίτια βρίσκονται σε διαφορετικό επίπεδο. Ένεκα το βουνό.
- Να, εδώ, πίσω από τον τοίχο, υπάρχει εσωτερική αυλή.
Εδώ έχει ένα μαντρί. Εκεί έχει αργαλειό, μια θεία μου. Τα συγγενικά σπίτια, επικοινωνούν ανά επίπεδο, με ξύλινες σκάλες. (Στο χωριό, όλοι αισθάνονται συγγενείς, μεταξύ τους).

Θυμάμαι που πλενόμασταν, στις διακοπές, μικρά, σε αλουμινένια παράγκα, μες, σε μια σιδερένια λεκάνη. Μ’ ένα ποτιστήρι από ψηλά, ή ρίχνοντας νερό με ένα κατάλληλο μπρίκι.
Το απόγευμα θα πάρω μια καρέκλα, στην αυλή, να χαλαρώσω, θωρώντας το βουνό, τα δέντρα. Τα πέτρινα σπίτια.
Θα χαιρετώ τους περαστικούς.

Το φως θα πέφτει. Θα διακρίνω την διαφορά.
Η γιαγιά –αν ζει- θα τηγανίζει πατάτες στο στενό τηγάνι. Τι όμορφο που είναι το χαμόγελο της. Με τι ενδιαφέρον, αλλάζει τηγανιά. Κι άλλη, κι άλλη. Το τυρί, κατσικίσιο, πικρό, αλλά τόσο ωραίο. Το ψωμί, στον ουρανίσκο, ψωμί. Το γάλα, θα ‘ναι γάλα. Ο οργανισμός μου, είναι ευτυχισμένος.


Αργά το απόγευμα, θα κατεβούμε στην πλατεία. Θα σταθούμε απ’ έξω από το μαγαζί, με το ξύλινο, φθαρμένο, πάτωμα, που τρίζει. Με τους πάγκους που πωλούνται καραμέλες, με γεύση, καραμέλας.
Κοιτώ το καφενείο απέναντι. Τα γεροντάκια.
Αυτόματα θυμάμαι, δυό γεροντάκια πίσω στην πόλη, στην βεράντα, σ’ ένα ΚΑΠΗ.

Κάποιος θα μας κεράσει, λεμονάδα. Χαμογελούν εγκάρδια, επίσης, τα μάτια μας.

Κάποιος θα διηγηθεί, αν είσαι τυχερός, την ιστορία του χωριού. Πως, οι γερμανοί, έκαψαν όλα τα σπίτια εκτός από ελάχιστα, που τους εξυπηρετούσαν. Μπορεί και να μάθεις, πως πλένονται οι βελέντζες, στους νερόμυλους.
Αν δεν είσαι στεριανός, θα είσαι τυχερός που τουλάχιστον, πέρα και πάνω από τα στρέμματα με τις ελιές, θα σε θαμπώνει το γαλάζιο της θάλασσας. Η θύμηση μιας παλιάς βόλτας με το άλογο. Οι περίπατοι με τον πατέρα έως βαθιά στα κτήματα.
Είναι όμορφη αίσθηση το χωριό.
Εκεί, σε ρωτούν ποιανού είσαι. Βλέπεις, όλοι γνωρίζονται εδώ. Δεν αδιαφορεί ο γείτονας. Ο γείτονας δεν είναι κολλημένος στην τηλεόραση. Ξέρω, πέρασαν πολέμους. Εμφύλιο. Δικτατορία.
Πόλεμο αληθινό. Όχι στο χαζοκούτι.



Εγώ που δεν γνώρισα πόλεμο, μα έχω άποψη για την κατεχόμενη Κύπρο! Για τους σφαγμένους λαούς!

Πίσω στην πόλη, στο πολιτιστικό κέντρο, ξανά, το απόγευμα, θα ζητήσω την άποψη του φίλου και υπεύθυνου –για τον χώρο ετούτο- περί του σημερινού καθεστώτος: Αν, είμαστε ή αν αισθανόμαστε και κατά πόσο, ελεύθεροι.

(Είναι μέσα Μάρτη. Οι μέρες που αισθάνεσαι την ανάγκη να βγεις και να δεις, γνωστούς. Φίλους. Οι πρώτες ζέστες. Η μικρή εσωτερική, καρτερία, θυμούμενοι το καλοκαίρι).

Φίλοι. Άλλο δάνειο αυτό (παρομοίως η αγάπη).




Σ’ αυτό το χώρο του πολιτιστικού κέντρου, όπως και σε κάθε τι που αξίζει και ωφελεί τη ζωή μου, πάντοτε, κάποιος άλλος, με οδηγεί.
Είναι κι αυτό, μια μορφή προστασίας.


Στο ισόγειο, βρίσκονται 3 μπιλιάρδα. Ένας μικρός χώρος με βιβλία, πλάι στο γραφείο. Μια εσωτερική κουζίνα, στο βάθος της αίθουσας. Στο πατάρι, δίνονται μαθήματα ζωγραφικής.
Καθόμαστε και τα λέμε.
Είναι και κάτι παιδιά που εκπαιδεύονται, χτυπώντας τις μπάλες σ’ ένα τραπέζι μπιλιάρδου.


Ο συνομιλητής μου έχει περάσει τα πενήντα, αλλά διατηρείται.
- Τι λες; Ρωτά. Θα ‘χει ήλιο, αύριο;
- Πιστεύω να είμαστε τυχεροί, απαντώ. Έχω βέβαια –χαμογελώ- πάρα πολύ καιρό, να παίξω μπάσκετ.
- Καλά θα τα πας, μου λέει. Εξάλλου, οι ελεύθεροι άνθρωποι, διατηρούν τα ταλέντα τους.
- Το ενδιαφέρον, να χρησιμοποιεί κανείς, αυτό το δικαίωμα.
- Κάπως έτσι, συγκαταβαίνει. Το δικαίωμα να είσαι υπεύθυνος της ελεύθερης σκέψης, μετά θετικών πράξεων. Που δεν καταστρέφουν την φυσιογνωμία της αξιοπρέπειας, εκείνου που επιθυμεί να παραμένει ελεύθερος. Να συμμετέχει όπου μπορεί να παραμείνει η άποψη του και να έχει βάσεις, ο ιδιοκτήτης της άποψης. Να είναι ικανός να συγκρατεί τα νεύρα του και να μην προκαλεί. Όχι φυσικά, καταπιέζοντας το δικαίωμα έκφρασης, μα επειδή, κάποιοι έχουν ως μέλημα τους, ν’ αρχειοθετούν ότι είπες. Σ’ αφήνουν λίγο λάσκα, και μετά βρίσκουν την πρόφαση για να στρέψουν εναντίον σου, την ελευθερία που η πολιτεία, σου παραχώρησε.
- Δηλαδή να φοβόμαστε;
- Όχι, προς Θεού, χαμογελά. Απλά, να μην είσαι ως άνθρωπος, κυκλοθυμικός. Να μην αφήνεις υπόνοιες που δεν θα μπορέσεις να καλύψεις.
- Σε μια γη όπου τα πάντα συγκαλύπτονται. Τα πάντα διαστρεβλώνονται. Τα πάντα κατασκευάζονται;
- Κατασκευάζονται. Συμβαίνει. Ναι. Αυτή είναι η ομορφιά της εξαπάτησης, με κοιτά με σοβαρό ύφος. Ποιοι είμαστε βέβαια –προσθέτει- ως απλοί πολίτες, να καταφέρουμε ν’ ανιχνεύσουμε καταστάσεις, στις οποίες δεν θα θέλαμε ν’ ανήκουμε. Ούτε όμως και ποτέ, μας ανήκαν, ως φυσιογνωμία λαού.
- Όχι ότι δίνει κανείς, σήμερα, σημασία στον λαό.
- Αυτό δεν συζητείται, πλέον. Είναι μια χαμένη έννοια, φίλε μου. Να κεράσω κάτι;
- Όχι, απαντώ. Ευχαριστώ.
- Εμείς οι απλοί άνθρωποι, μπορούμε μόνο να εκμεταλλευόμαστε τη στιγμή, και να πιστεύουμε, ότι είμαστε ελεύθεροι.
- Αφού μας αφήνουν να δουλεύουμε. Χαμογελώ.
- Για να μας τα αρπάζουν (γελά, τώρα).
- Δεν ξέρω αν είμαστε πραγματικά ελεύθεροι, συνεχίζει. Ο καθένας έχει και τον εσωτερικό εαυτό για να πολεμήσει. Έτσι αδύναμος όπως είναι. Συχνά, πιστεύουμε ότι τα ελέγχουμε όλα, όμως το ράγισμα και η επικείμενη καταστροφή, είναι θέμα μόλις λίγων ημερών.
- Καταλαβαίνω, κουνώ καταφατικά, το κεφάλι. Φυσικά, υπάρχουν και κατηγορίες ανθρώπων ή ομάδων, οι οποίοι οργανώνουν οι ίδιοι, τις παγίδες τους.
- Ώστε να μην τις δεις καν, μιλά.
- Παρομοίως όπως νομίζεις, πως βρήκες έναν άνθρωπο που ανοίγεται, ο οποίος τελικά, καταλήγει κι αυτός, να προτιμήσει την ανεξαρτησία του.
- Για να το λες, φίλε, κάτι θα ξέρεις.
- Συμβαίνει και στο ίντερνετ (σηκώνομαι να ξεμουδιάσω). Όλοι τελικά –συνεχίζω τη σκέψη μου- καταλήγουν να αρνούνται τις ελευθερίες που μπορούν να κερδίσουν. Ακόμη κι εκείνοι που θα σου πουν το αντίθετο. Ή θα υποστηρίξουν, πως δεν είναι στάσιμοι. Ακόμή κι εκείνοι που έχουν ολοκληρωθεί στην ζωή τους.
- Θα μιλάς για απιστία –ρίχνει μια ματιά στα παιδιά που φεύγουν, καληνυχτώντας.
- Ελευθερία να απιστούμε. Ναι. Συμβαίνει κι αυτό. Δήθεν πως ολόκληρη ζωή δεν έχουν δει χαρά, ορισμένοι. Τότε, γιατί παντρεύτηκαν; Δεν ήταν ευτυχισμένοι, τότε; Δεν υπήρξαν ποτέ;
- Θα μάθεις κάποτε. (χαμογελά).
- Δεν θέλω να μάθω, υψώνω ελάχιστα, τη φωνή. Δεν είναι αυτός, ο χαρακτήρας μου.
- Αν αισθανθείς την έλλειψη, θα έρθει κι η δική σου η σειρά.
- Όχι, ευχαριστώ.
- Έλα τώρα. Δεν είναι κάτι κακό. (Έχει στο αίμα του, την αμαρτία).
- Όπως κακία δεν είναι να κοροϊδεύεις τον άλλο, φαντάζομαι.
- Ώ, αυτό, θα ήταν μεγάλη κακία –δίνει έμφαση στη φράση.
- Η κοροϊδία είναι, βέβαια, -προσθέτει- μια πλευρά της ελεύθερης φύσης, του ανθρώπου.
- Όσο γι’ αυτό.
- Μην περιμένεις, φίλε μου, ότι δεν θα βρεθούν κάποιοι άρρωστοι, που να μην κοροϊδέψουν την καλή σου την καρδιά.
- Βέβαια, πρέπει ο καθένας να τακτοποιεί το σπίτι του, αρχικά.
- Κι ύστερα να δίνει συμβουλές; Ρωτά.
- Δεν ξέρω για συμβουλές. Απλά να βρίσκεις χρόνο για τον εαυτό σου. Να περιποιείσαι το πνεύμα σου.
- Ή την ψυχή.
- Κι αυτό, ναι. Συγκαταβαίνω.
- Και πως θα συντελεστεί αυτό; Ρωτά.
- Μάλλον διαβάζοντας την Καινή Διαθήκη, απαντώ.
- Πιστεύεις ότι δίνει κανείς, προσοχή, σήμερα;
- Δεν ξέρω για προσοχή. Είναι εξαιρετικά ελάχιστοι, εκείνοι, που Εκκλησιάζονται, και παράλληλα, μελετούν την Γραφή.
- Εσύ την μελετάς;
- Εγώ; Ψελίζω.
- Εσύ, ναι.
- Όχι.
- Γιατί;
- Έεε, γιατί δεν έχω δει κανένα καλό στη ζωή μου, ώστε…
- Να ευχαριστείς γι’ αυτά που έχεις.
- Μάλλον, χαμογελώ αδέξια.
- Αλλά την έχεις διαβάσει, έτσι δεν είναι;
- Μερικές φορές.
- Και τι αποκόμισες;
- Κάποιες καλές απόψεις. Κάποιες πνευματικές αλήθειες. Ένα βοήθημα για να είσαι καλός.
- Λες και ο άνθρωπος δεν μπορεί μόνος του, να διαλέξει, μιλά κάπως ειρωνικά. (Ή το κάνει για να με δοκιμάσει;).
- Δίνει καλά παραδείγματα, πώς να φερόμαστε. Κατά την γνώμη μου βέβαια, Ή τον Θεό θ’ ακολουθήσεις, πιστά, σ’ ότι σου Ζητά, ή θα διαλέξεις τα τεχνολογικά επιτεύγματα του ανθρώπου.
- Δεν υπάρχει μέση οδός;
- Δηλαδή; Ρωτώ.
- Να κάνεις το καλό, και συγχρόνως να χρησιμοποιείς τα απαραίτητα, μόνο, της ανθρώπινης ευρηματικότητας.
- Δεν νομίζω –ξανακάθομαι. Είναι τόσα, που γράφει, μέσα, που μόνο ένας άγιος, ή κάποιος που θα διαλέξει ν’ απαρνηθεί, κοσμικότητες, τηλεόραση, μουσική και ειδήσεις για να μην αναστατώνεται, είναι ικανός ν’ αντεπεξέλθει και να ηρεμήσει την ψυχή του.
- Γιατί; Δεν πιστεύεις ότι ο Θεός, δίνει δύναμη, σε όσους Τον αγαπάνε;
- Μπορείς να αγαπήσεις, τον Θεό;
- Έεε, μάλλον.
- Είναι αυτός ο δισταγμός –συνεχίζω ο ίδιος την κουβέντα. Είναι αυτός ο δισταγμός, να ευχαριστήσεις κάποιον που δεν βλέπεις, και δεν σου δίνει καμιά σημασία.
- Μου φαίνεται ότι μιλάς για λογαριασμό του Θεού. Λες και ξέρεις, πως, Εκείνος, Σκέφτεται, και Δρα.
- Όχι, όχι. Δεν εννοούσα κάτι τέτοιο –παίρνω το σοβαρό μου ύφος. Απλά..
- Εκφράζεις ελεύθερα την αυθόρμητη άποψη σου, με διακόπτει.
- Ναι. Μάλλον.
- Δεν είσαι σίγουρος.
- Πως. Είμαι. Απλά σκέπτομαι και εκφράζω, ότι δεν είμαι σε θέση, όχι να τα λάβω από τον Δυνατό, αλλά ότι εγώ δεν είμαι ικανός να διαλέξω. Ή θα παρατήσω τις ασχολίες μου: Τηλεόραση, υλικά αγαθά. Βιβλία παραμύθια και πόσα άλλα, δηλαδή, που οδηγείται ο νους μου, ώστε να αποσπώμαι από την συνεχόμενη γκρίνια των υπολοίπων, παραδίνοντας τον εαυτό μου στο τίποτα και τη βαρεμάρα. Κάτι ακατόρθωτο, δηλαδή. Ή θα εξακολουθήσω να στηρίζομαι σε ανθρώπους. Βάζοντας στην άκρη, τον Θεό.
- Ο καθένας διαλέγει –σα να βαριέται.
- Μάλλον.

Σηκώνομαι. Βρίσκω μια δικαιολογία και αποχαιρετώ.
Μ’ είχε κουράσει όλη αυτή η συζήτηση. Το πνεύμα ν’ απόλογούμαι για κάτι, που ούτως ή άλλως, δεν αφορά, κανένα.
Μήπως κι ο ίδιος, αρχίζω να παρουσιάζω σημάδια απάθειας;
(Ή συνέβαινε κι από παλιά;).

Kάπου εκεί καταλήγει ένας άνθρωπος, που μια ζωή, πρόσφερε, όμως τελικά, κανείς δεν του έδειξε




έλεος.

Φορές, διαφημίζουμε ότι κατέχουμε το προνόμιο στο να δείχνουμε έλεος. Είμαστε ..ανώτεροι, δηλαδή.

Σα να λέμε: αγκαλιά. Τι είναι αυτό; Πρέπει να της δίνω σημασία;


Πρέπει να δώσω σημασία στους άλλους;
Κάθεσαι στο σαλόνι και συλλογίζεσαι: - Μα τι μου λέει τώρα, αυτός, στο ιντερνετ, που δεν έχω δει, ούτε το σπίτι του, ούτε γνωρίζω πως ζει, ξανά, νάτος, μου εκδηλώνει την πρόσκληση: δείξε ενδιαφέρον στα λεγόμενα μου.
Μπορώ.. εύκολα ν’ αδιαφορήσω για τους άλλους.
Τι με νοιάζει, που προσπαθούν, να μάθουν οι άλλοι, πως έχουν καλή καρδιά;
Απλά, έχω.. έναν καλό λόγο για να τους ζηλεύω.
Επειδή προτιμώ ν’ αδιαφορώ. Ανεξάρτητα όπως είμαι!


Η μεγάλη φούσκα, να μιλάμε συνεχώς. Αποδεικνύοντας πως είμαστε, καλά. Μη έχοντας όμως, τύψεις, για το ότι βρίζουμε τους γονείς. Και με τις πράξεις μας. Ιδίως όταν, σπάνια, ορισμένοι από αυτούς, δείχνουν έλεος, υπονομεύοντας μας.
Ακόμη κι αυτούς που δεν λειτουργούν με ρεύμα, κάθε φορά που θ’ ανάψουμε το κομπιούτερ (άρα, μόνο τότε, ζουν, αυτοί στο ιντερνετ), ακόμη εν τέλει κι εκείνοι που μας γέννησαν ή απλά θέλησαν να κάνουν παρέα, έξω, μ’ εμάς. Ακόμη και τότε, ναι, τους φτύνουμε. Την ώρα που τους δίνουμε το δικαίωμα ύπαρξης –τους παρέχουμε ρεύμα..
(Φορές αναρωτιέται, κανείς, γιατί πρέπει ο άλλος, ν’ αξίζει έλεος).


Το έλεος μας επιβιώνει, όταν οι ίδιοι το επιθυμούμε. Παρομοίως όπως παραπονούμαστε, πως δεν μας προσέχουν –εννοείται, όταν είμαστε, μόνον, αδύναμοι.
Όταν οι ίδιοι το επιθυμούμε. Δηλαδή κάτι τριήμερα ελεύθερα. Χριστούγεννα, Πάσχα. Κάπου μεταξύ των ημερών που παίρνουμε άδεια από την δουλειά. Ή επιτρέπουμε στους άλλους να μας πλησιάσουν.

Μόνο ο Θεός δείχνει έλεος.
Εμείς είμαστε ανώτεροι απ’ τον Θεό!
Γι’ αυτό και αδιαφορούμε για Εκείνον!


Για εμάς, έλεος, αξίζουν μόνο, οι αδυναμίες μας:
Θέλω σοκολάτα. Θέλω διακοπές. Θέλω.
Δεν ξέρω τι θέλω.
Ποιος είσαι εσύ, για να με κρίνεις.

Ώ! Για δες, είμαι ανώτερος.
Ρίξε μια ματιά, στα νέα μου παπούτσια.
Πως σου φαίνεται το σακάκι μου; Γνήσιο δέρμα.
Καλό, έ;




Έλεος; Τι ‘ναι αυτό;
(Αγκαλιά; Είναι κάτι πρέπει να δίνω, σημασία;).
Έπειτα σε ονομάζουν σκληρό. Ψυχρό. Απόμακρο.
Λένε: δεν είσαι καλά.
Δείχνουμε υπομονή, και μας έχει γραμμένους. Δεν δείχνει, έλεος!
Εμείς, εμείς, εμείς.
Εμείς που δεν θελήσαμε ποτέ, να σε μάθουμε. Τα όνειρα σου. Τα ανώτερα.. ένστικτα σου. Τι σου λείπει. Τι δεν σου δώσαμε, δεν μας λες.

Λες, κι εσύ ρώτησες, ποτέ, αν είχαμε να τα βγάλουμε, πέρα. Αν η δική μας εποχή είχε ιδέα από διαφημίσεις. Έγχρωμες τηλεοράσεις. Αγαθά.

Μα εγώ θα σας απαντήσω: όπως δεν είχατε όρεξη, τα καλοκαίρια, να πηγαίνετε στη θάλασσα. Ή να βγαίνετε να περπατάτε στη φύση.
Εδώ δεν δείξατε εσείς, έλεος, στον ψυχισμό σας.
Πως περιμένατε να σας δείξω, εγώ.




Εγώ που δεν έζησα τίποτα ουσιαστικό, για την ηλικία μου.

Κοιτώ τους εικοσάρηδες κι αισθάνομαι ότι έχω γεράσει. Στα 34 μου.
Φαντάζομαι ότι φυλάνε κατουρημένες ποδιές για μια θέση στο δημόσιο. Ποιος είσαι εσύ, που θα βρεις μόνιμη δουλειά, ακόμη δεν βγήκες απ’ το τσόφλι;



Δεν θα δείξω έλεος, σε κανέναν που πάει κόντρα στον ψυχισμό μου. Στις δημοκρατικές μου ελευθερίες. Στις εργασιακές μου απαιτήσεις. Σε όσους δεν θέλησαν να παραλείψουν τα λάθη μου. Μη δείχνοντας μου έλεος. Ρατσιστές του “αντι-ωραίου” που δεν συμφωνεί με το μπουλούκι.

Δεν θα δείξω έλεος, σε κανέναν γονιό, που εξωτερικεύει προτίμηση, στο ένα του παιδί, γράφοντας από τώρα, ένα περιουσιακό στοιχείο. Κλωτσώντας το άλλο παιδί, στα “αχαμνά”, επειδή το άλλο παιδί, δεν έβγαλε πανεπιστήμιο!

Το έλεος, είναι μια ακόμη, λέξη.




Λατρεύω τις συμπτώσεις που με βάζουν στη θέση μου. Τις σιχαίνομαι. Εξίσου.
Ως άνθρωπος, αντιδραστικός, όπως όλοι μας που είμαστε λόγια, και πράξεις, μηδέν.

Στην ζωή, όταν περπατάς έξω, δεν σε συνοδεύει κάποιο ορχηστικό. Μια μουσική που εξυμνεί ή συμπαρίστανται στα αισθήματα σου, ή στο πως θα έπρεπε να είναι ο κόσμος.

Εκεί έξω, κάποιος θα κόψει τις φλέβες του, σήμερα.
Κάποιος άλλος θα πρωτοκάνει έρωτα και θα νοιώσει αηδιασμένος.
Άλλος ένας, θα καταταχτεί για τη θητεία του, χάνοντας την ελευθερία του!
Κάποια γυναίκα θα φοβηθεί κι αυτή, την πρώτη φορά.
Κάποια άλλη θα αρνηθεί το καθεστώς της ζωής, μόλις στα 22 της.
Κάποια άλλη θα φοβηθεί το άνοιγμα του άντρα που της μιλάει, ο οποίος της ανοίγει το παράθυρο μιας άποψης ζωής, μες το φόβο της κόλασης. Εκείνη θ’ αρνηθεί να κοιτάξει έξω από εκείνο το παράθυρο, μήπως και πάψει κι η ίδια, να πιστεύει στη ζωή.
Κάποιοι άλλοι, θα αρνηθούν να δουλέψουν. Θα αρνηθούν τη ζωή. Το δικό σου και το δικό τους, έλεος.
Θα πάψουν να έχουν ενδιαφέροντα, και πιο συχνά από πριν, θα τεμπελιάσουν: η νέα ερμηνεία της έλλειψης αγκαλιάς.



Κάποιος άλλος, θα έχει γράψει ήδη την γνώμη του για τη ζωή, μα αγνοεί και το ξέρει, πτυχές της ζωής.
Θ’ αποφασίσει να μην δείξει έλεος, σε καταστάσεις που δεν έχει βιώσει. Θα ευχαριστηθεί, που επιτέλους επαληθεύεται. Θα φάει κάτι. Ένα ποτήρι νερό, θα δροσίσει το λαιμό, μετά το παυσίπονο.





Ίσως να έχουν δίκιο, εκείνοι που βαπτίζουν την υπερβολική εξυπνάδα, ως παρανοϊκή συμπεριφορά.
Να ξέρεις ότι έχεις να δώσεις πολλά. Όμως κανείς να μη σε αφήνει.
Να σπουδάζεις, χάρη στο ταλέντο σου, με φιλότιμο και όνειρα, όμως το άθλιο Κράτος να μην σε διευκολύνει.

Να κοιμάσαι και να φοβάσαι μη σε ξεσκίσει…κάποιος.
Να ξυπνάς και να μην βλέπεις τον ήλιο.



Η εσωτερική πλευρά της παλάμης

Μερικά πράγματα, θέλουμε και τα κάνουμε. Και το ποτό, και το ξενύχτι. Και η επιβεβαίωση, ότι έχουμε κάτι, ανάμεσα στα πόδια μας.
Μήπως όμως, η έλλειψη αυτή, βοηθάει στην επίγνωση, ότι το ανθρώπινο σώμα δεν έχει φτιαχτεί, για να δοξάζεται.


«Είναι τόσα που θέλω να σου πω.
Τόσα, που ο πόνος, δεν μ’ αφήνει.
Σα να ‘ναι ο πόνος μου, όμως, πολύ μικρός, σχεδόν άχρηστος, εμπρός στον πόνο εκείνης της μάνας η οποία έχασε το μωρό της.

Επιτέλους, όμως, δάκρυσα σήμερα, κι ευχαριστώ το Θεό, γι’ αυτό, γιατί ήταν μια έλλειψη για μένα. Ένας μικρός πόνος. Όπως το: να αισθάνομαι το φιλί μιας γυναίκας και ο δρόμος που εκείνη μου παραχωρεί, χαρίζοντας μου, εμπειρίες.
Αυτές τις πολύτιμες εμπειρίες, που εν τέλει, δεν χαρίζουμε στον εαυτό μας. Γιατί απλά, δεν θέλουμε. Προτιμάμε τον πόνο μας.
Προτιμάμε να πονάμε».




Πάλι θ’ αναζητήσω στην τηλεόραση, όσα μου λείπουν.
Την ελπίδα. Το χαμόγελο. Τον πόνο, από τιμωρία, ή επειδή τον χρειάζομαι.
Θ’ αναζητήσω στην γυάλινη οθόνη, το αγκάλιασμα των παιδιών “μου”. Το αγκάλιασμα.
Τα χρώματα του ουρανού.
Τον όρο: παράλυση.
Τον όρο: Θέλω και το κάνω.
Τον όρο: αγάπη.
Τη μουσική που αγαπώ και τα ξένα βλέμματα, ενώ δεν μπορώ να κοιτάξω τους γονείς, στα μάτια. Με όλα αυτά τα ρευστά πράγματα, γύρω μου.
Τον ήχο του καυστήρα, του καλοριφέρ. Τον ήλιο, έξω. Τον αέρα. Το φως στη λάμπα. Μέσα.
Όσα αγαπώ. Όσα τοποθετώ στην άκρη.
Τον πόνο που δεν γνωρίζω. Τα χρέη των δικών μου ανθρώπων.


Η ώρα θα περάσει. Τι θα κάνω;

Που, όρεξη, πια, για κάτι πρακτικό, στη ζωή. Ο χρόνος κινείται. Οι άνθρωποι δημιουργούν οικογένειες.
Τι ώρα είναι;
Γιατί να με νοιάζει.

Ανοίγω την καρδιά μου.



Ποια μουσική θα διαλέξεις για τη ζωή μου;
Ίσως τους τίτλους της ταινίας, 21 γραμμάρια.
Άραγε, ζει κάτι άλλο, επίσης, μέσα σ’ αυτό το σώμα;

Ξανά θα χαμηλώσω το κεφάλι.
Με την άκρη του βλέμματος μου, νομίζω, προς το παράθυρο.
Πάλι θα καταστρέψω τα σωθικά μου, επειδή θέλω και το κάνω.
Πάλι θα βάλω στην άκρη, ανθρώπους που πέρασα μαζί τους, μια ζωή.


Έπρεπε να με Πάρεις, τη στιγμή που βαπτίστηκα.
Όταν οι αμαρτίες μου, έσταξαν από τα δάχτυλα των ποδιών.
Ενόσω το προπατορικό αμάρτημα ακολουθούσε κι εμένα. Παρόλη την βλακεία της Εύας, που έριξε στο θάνατο, και τον αγνό Αδάμ.

(Αλήθεια, Έχεις ανάγκη να Σε Δοξάζουν;)

Ανοίγω την καρδιά μου.
Μ’ ακούει κανείς;

Εσείς όλοι, εκεί έξω.
Στο κρεβάτι σας. Πάνω από ένα φύλλο, χαρτί. Οδηγώντας. Ακούγοντας μουσική. Κοιτώντας τον ουρανό.

Ξανά και ξανά, οι τίτλοι του τέλους. Η έμπνευση με γιατρεύει.
Χαρίζει κάτι νέο σ’ εμένα.

Σ’ εσένα.

«Αγάπη μου.
Σε λέω και το θέλω, αγάπη μου. Μες τα μακριά σου, καστανά, μαλλιά. Με τα καστανά μάτια και το ντύσιμο που βγάζει τα θέλω του εαυτού.
Τι να κάνεις; Έχεις ξυπνήσει; Η δουλειά στο μαγαζί με τα ηχοσυστήματα, σου προσφέρει κάτι καλό;
Είσαι η μόνη μου αγάπη.
Πάλι θα σκεφτώ, ότι κάπου με περιμένει η αγάπη».

Ξανά, ο ήχος από τον καυστήρα.
Λέω να ανοίξω το παντζούρι.

Σκέφτομαι να φροντίσω κάτι, εδώ μέσα, παρόλη την τεμπελιά της στασιμότητας.

Θα κρυφογελάσω.
Κάποιος στο κουτί της ανθρώπινης ευρηματικότητας, θα με κάνει να γελάσω. Θ’ αφήσω τη μνήμη μου να ξεχάσει. Να γιατρευτεί.

Θα σου αφήσω, χώρο και χρόνο.
Ποτέ μου δε θα δίνω σημασία, από εδώ και στο εξής, στις συμπτώσεις.

Δεν μ’ ενδιαφέρει, γιατί μ’ Έφτιαξε.
Ούτε κι Εσύ, Είσαι Αλάθητος.
Δεν θέλω να Σε φοβάμαι. Δεν γεννά κάτι καλό, στη ζωή μου.
Όχι ότι δεν χρειάζεται ένας μικρός έλεγχος.



Θα σκεφτώ τις προσωπικές στιγμές, που έχω και μπορώ να έχω, ανάγκη.
Κάτι ξανά θα με απορροφήσει.
Κάτι δικό. Κάτι ξένο.

Με τη σκέψη των ανθρώπων, στο πλάι μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: