Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Β ΜΕΡΟΣ








Η νύχτα είναι εδώ

«Σου μιλώ, τώρα, που η νύχτα είναι εδώ,
και μπορώ να σ’ αγαπήσω περισσότερο.
Σ’ αγκαλιάζω, κι είναι τα μάτια σου, τραβηγμένα από κάθε τι, άλλο.
Πάνω μου.
Κι είναι το πρόσωπο μου ήρεμο, κοιτώντας κάθε τεχνητή παρουσία, πλάι μου. Πλάι μας. Κι είναι κομμένα τα συναισθήματα, ο χρόνος, που σαν αδίκημα, έχει παραγραφεί.
Κι εγώ, το μόνο που θέλω, είναι να παρακολουθώ αυτά τα μάτια, που είναι μια ηλικία, ανθρώπου. Και πως φτάσαμε ως εδώ. Ζωντανοί, ακόμα.
Κι είσαι, εσύ. Το θηλυκό γένος, και ο χρόνος, με φυσικότητα, μαζί. Είναι το πρόσωπο που εμπιστεύομαι. Ήταν το πρόσωπο μου, απέναντι, στο δικό σου πρόσωπο, ένα σύνολο χαρακτηριστικών, ικανό ως έκφραση. Κάποιος να το εμπιστευτεί. Κάποιος να το αφήσει να δει με την ησυχία του, κάτι που χρειάζεται.

Είναι ο κόσμος απόψε, μόνο εμείς οι δύο. Η ευθύνη δυο υπάρξεων, σε παράλληλη σχέση και επαφή, με την ευθύνη του χρόνου και του πως, αντιλαμβανόμαστε, αγάπη μου, τα πάντα, τώρα, εδώ.

Κάτι θα βρούμε. Με κάτι θ’ απασχοληθούμε.

Ή απλά, θα παραμείνουμε αγκαλιασμένοι με κλειστά τα βλέφαρα, με ήμερο πρόσωπο. Με τις άκρες των δακτύλων να κινούνται σπασμωδικά ή με εντονότερη διάθεση, δεσίματος.
Ξανά θ’ αναρωτηθούμε, πως βρεθήκαμε εδώ. Πως, δύο ευθείες, παρέκκλιναν ..από την ευθεία. Από μια παράλληλη ευθεία, που χαρακτηρίζει, κάθε φύλο.

Αγκάλιασε με πιο σφιχτά.
Μάθε με. Άσε με να σε μάθω, από το αμίλητο και ακίνητο, σμίξιμο, της αγκαλιάς.
Από την φυσικότητα ετούτη.
Επειδή, πράγματι, αγάπη μου, ετούτο είχα ανάγκη. Να ενωθεί μια αύρα, παράλληλη με την δική μου.

Αγάπη μου.

Που η μέρα, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα, αυτόματα, όπως όλοι, μα τη νύχτα, είσαι δική μου. Είσαι και είμαι η δίδυμη ψυχή και το πνεύμα που λειτουργεί ως μπαταρία των κοινών χαρακτηριστικών. Τα οποία κοιτούν τον νυχτερινό ουρανό, μες την ησυχία των λιγοστών φώτων και της αίσθησης, να διακρίνεις γωνίες και σχήματα.
Μ’ εκείνο το όνειρο ενός τραπεζιού με κεριά, στην ταράτσα. Με τ’ απλωμένα ρούχα, το πρωί, ωσότου να τα “κάψει” ο ήλιος. Ωσότου οι πρωινοί θόρυβοι από τον δρόμο, να ενταχθούν, να συνενωθούν με την διάθεση των ανθρώπων. Να το παρακάνουν, με τις δραστηριότητες τους.
Πάντα, μ’ εκείνο το βλέμμα της περιέργειας για τις ανθρώπινες δραστηριότητες, και του πως, αντιλαμβάνεται, κάθε προσωπικότητα, πως χρησιμοποιεί τον χρόνο και τις αντοχές του. Αν ανακαλύπτει το που, το πότε, το πώς.

Μα αγάπη μου, όλα τα χρώματα χάνονται ή φωτίζονται, ξαφνικά, σαν Αμερικάνικη Χολιγουντιανή ταινία.
Με το γνώρισμα της ομιλίας, παράλληλα με το βλέμμα και την γλώσσα του σώματος. Παράλληλα, με όλες τις γλώσσες, στον αέρα, και τα βιβλία, σε κάποιο σκονισμένο σημείο, της πόλης.
Αφήνοντας σε, να είναι ο χώρος εδώ, η έννοια της αγάπης.
Η ανάγκη να ζήσουμε το όνειρο, που λύνει όλα τα προβλήματα, παγκοσμίως. Βιώνοντας την εύνοια του να είμαστε μαζί. Να φροντίζουμε ο ένας τον άλλο. Παρόμοια όπως ακουμπάμε, απαλά, στα κάγκελα στο φέριμποουτ, απολαμβάνοντας το ταξίδι.
Χαρούμενοι που αναπνέουμε χωρίς να δίνουμε μεγάλη σημασία σε μια αυτονόητη, αυτόματη διαδικασία.

Μα είμαστε, παράλληλα, εδώ. Με την ξεχασμένη ανάγκη, για φαγητό, παρούσα.
Με την γλυκιά σου φωνή, αγάπη μου, παρούσα.
Τόσο γλυκιά, ετούτο το ανεκτά δροσερό, Ανοιξιάτικο, βράδυ, που συλλογιέμαι αν αντέχω, τέτοια ευτυχία.
Ξανά σε αγκαλιάζω πιο σφιχτά. Σε θέλω πιο κοντά μου.

Ακούγοντας σε να γελάς, μ’ ένα μου ελαφρύ γαργάλισμα.
Παρομοίως της μνήμης, εκείνων που βιώναμε, όντας μόνοι.
Με το ανθρώπινο κρέας να πωλείται, στις αγορές της προαγωγού, Κοινωνίας. Που έχει ξεχάσει τα χρώματα, αγάπη μου, μαζί με τα συναισθήματα.
Υγιείς όπως αισθάνονται, όλοι. Όντας, μόνοι.

Στεγνοί κατά τ’ άλλα.
Κι άμα τους το αναφέρεις, θυμώνουν.

Ο χρόνος περνά, με τις ηλικίες, και μαθαίνουμε περισσότερα για την προσωπική μας υπόσταση. Μ’ εκείνη όμως, την φανερή ζήλια, για τις νεότερες ηλικίες, εντονότερη, σαν ανθισμένο λουλούδι.
Μα εγώ ήθελα μόνο, να χαϊδεύω το κεφάλι σου. Τα μαλλιά.
Να είναι η ελπίδα και η παρουσία, ένα παράλληλο, αυτόφωτο, σημείο. Έντονο και συναρπαστικά ανταγωνίσιμο.
Μ’ εκείνη την περιέργεια, παρούσα, για την ποσότητα της τρυφερότητας που ανταλλάσσει ένα ζευγάρι.
Αν αντέχει ο χρόνος, να τους αντικρίζει να γερνάνε, κι αν λυπάται γι’ αυτό.

Με τόσα άτομα, πλάι μας. Με τόσες ιστορίες.
Με την ανάγκη της ελευθερίας, έντονα παρούσα, σπάζοντας τις αλυσίδες των γονιών, μ’ εκείνες τις πελώριες σιδερένιες δαγκάνες.

Μα υπάρχει τόση ανωμαλία, εκεί έξω, αγάπη μου.
Τόση, μη συγχώρεση. Για τα πάθη του άλλου, που φυσικά, πρέπει να αποφεύγουμε. Μα να συγχωρούμε, με λύπη και μια μικρή ευχή, αν όχι προσευχή, για το καλό της πνευματικής τους υγείας.

Πες μου, αγάπη μου, κάτι.
Γιατί τα ζευγάρια, ως σύζυγοι, μεγαλώνοντας, ξεκινούν να ειρωνεύονται ο ένας τον άλλο;
Μήπως δεν αγαπήθηκαν ποτέ;
Που χάθηκε εκείνη η ανάγκη, να έχει λόγο η ηλικία, αν όχι η παρουσία. Η τρυφερότητα να αγαπάς κάθε τι, στο πρόσωπο του άλλου.

Είναι τόσα τα κατασκευάσματα εκεί έξω, αγάπη μου,
Μα απούσα η γνωριμία με τα συναισθήματα.

Τι άξιζα για να σε βρω, αγάπη μου;».

Εδώ

Έχω σηκωθεί από το κρεβάτι. Ξημερώματα, πια.
Κατευθύνομαι στο πορτοκαλί χωλ. Πλησιάζω την τζαμόπορτα που κοιτά, κάτω, την πόλη. Όλη αυτή η άσφαλτος στους δρόμους, από ανθρώπινο κόπο.
Τα λιγοστά φώτα, εκεί έξω.
Εκεί, έξω. Πάντοτε εκεί έξω, θυμάμαι, ήταν για μένα, η ζωή. Φτάνοντας στο σημείο, να φεύγει η ελπίδα, μες το νου μου, σαν ιστιοπλοϊκό, ή σαπιοκάραβο, που πλέον είχε σαλπάρει.
Μα έπρεπε να συνεχίσω ν’ αναπνέω, όπως ο “ναυαγός” Τομ Χάνκς. Που μιλούσε σε μια μπάλα, όσο καιρό ήταν μόνος.

Οι μέρες περνούσαν. Οι άνθρωποι και οι απόψεις τους, λες και πλάγιαζαν στο δικό μου σκαρί που γνώριζε τη θάλασσα, πόσο βαθιά είναι. Δεν ήξερα όμως, πως ετούτος ο ουρανός και η θάλασσα, ήταν μερικά από τα δικαιώματα που δίνονταν σε όλους. Να πετάξεις, αν θες. Να ψάξεις τα αχανή βάθη, για μια επαφή.
Οι απόψεις των ανθρώπων και η σημασία της παρέας που προσπερνά και χώνεται σε κάποιο φαγάδικο, με φυτά εμπρός, να δυσκολεύονται οι περαστικοί, να κοιτάξουν μέσα, με αδιάκριτο βλέμμα.
Έπειτα ήταν η αγάπη και το δάκρυ των ονείρων της.
Τα μάτια που δεν μ’ είχαν εμπρός τους.
Αν δεν μαζεύαμε και τις ταινίες, να θυμόμαστε ότι υπάρχει αγάπη.


Φέρνω πιο κοντά στην τζαμόπορτα, την καρέκλα από μπαμπού. Κάθομαι άνετα. Κοιτώ έξω.
Την πόλη που αναπνέει. Ακόμα.
Τα νιάτα που δίνουν ρυθμό σ’ ετούτο το σύμπλεγμα ντουβαριών, που όμως αναπαριστούσαν, κατοικίες. Καταστήματα.
Χώρους για να συναντούνται οι ψυχές.
Για να ερωτεύονται.
Για ν’ αγαπάνε τα λίγα άτομα που αξίζουν. Στα οποία συμπαρίστασαι, έστω, με λίγα ponstan. Κυρίως με τη σκέψη. Επειδή αξίζουν, μερικοί, άνθρωποι.
Μεγάλη έννοια ο άνθρωπος. Η εσωτερική του δύναμη.

Κάθομαι εδώ. Σκέφτομαι, όσους εμπιστεύτηκαν αυτό το πρόσωπο. Η δική του χαρά, και στο δικό τους.

«Σα ν’ ακούω το γέλιο σου, αγαπημένη.
Ξαπλωμένη στο δικό μας, γαλάζιο, δωμάτιο.
Η αίσθηση του πρώτου φιλιού. Του πρώτου, κοντινού κοιτάγματος, στα μάτια (θυμάμαι που με ρώτησες κάποτε, τι σκεφτόμουν όταν σε κοιτούσα).
Η αίσθηση της πρώτης αγκαλιάς. Του δικαιώματος ως άνθρωποι, με χωρισμένες φύσεις.

Κι όμως, η αγάπη, πλανά. Η αγάπη είναι ναρκωτικό. Ρίχνει τις άμυνες της σκέψης. Βοηθά να ξεχνάς. Τα προβλήματα των άλλων.
Γεννά όμως, ευθύνη, μέσα σου, για τον άλλο.
Γνωρίζοντας, όπως και ο άλλος: έχεις δικαίωμα στη ζωή».
Όπως κι αν έχει γίνει, αυτή.
Αυτό το βράδυ, που εδώ μέσα, είναι ήρεμο, σε άλλα σημεία όμως, της πόλης, η νόηση, έχει θολώσει.
Κάπου αλλού, κάποιος κρατά ένα μαχαίρι, μα δεν διακρίνει τον αντικατοπτρισμό του. Είναι ένα βλέμμα, ένα κενό. Μια άγνοια, που ποτέ δεν απολαμβάνει την λύτρωση. Είναι μόνο ένα βλέμμα. Σαν τοίχος στραμμένος, προς κάποια κατεύθυνση.
Σαν έφηβος που αγνοεί την μανία του πολέμου, εκτός από το προσωπικό του πεδίο, μάχης (όπου κάποτε θα πρέπει να αντιμετωπίσει). Τώρα, εδώ, γνωρίζει καλά –ή έτσι πιστεύει. Μια παγίδα εκεί –η υποψία της παγίδας. Αναχώματα. Σπηλιές με εφόδια. Πυρομαχικά.
Κάποιος κοιτά το μαχαίρι, έχοντας το ήδη μπήξει σε κάποιο σώμα. Ή το κοιτά, χαράσσοντας επάνω του, άπονα, μικρές οπές. Με το αίμα να χύνεται σιγά σιγά. Ζεστό και ζωντανό. Με τον ιδιοκτήτη του να χάνει την δική του πνοή. Ξεχνώντας τα πρόσωπα που χαιρέτισαν μ’ ένα νεύμα του χεριού ή ένα καλοσυνάτο βλέμμα. Υγιές. Επίκαιρο.
«Εγώ βλέπω μόνο το δικό σου πρόσωπο. Που είναι λουλούδι στο χέρι. Ροζ, όπως η φύση σου, πνοή μου. Με το κόκκινο στερέωμα να παίρνει νόημα.
Τις νύχτες, στα στενά, με τις επιγραφές, ξεχνάς πως μεγαλώνεις. Πως αλλάζει η χροιά της φωνής. Η πίστη σε όσα ξεχάσαμε, επειδή ήταν οι συγκυρίες που αποσπούσαν. Οι χαμένοι φίλοι που νοσταλγείς.
Συναντούνται σε κάποιο καφέ. Ανταλλάσσουν ορισμένα λόγια. Αποσπώνται απ’ τη στιγμή. Μερικά άσκοπα λόγια. Αναψυκτικά. Βλέμμα όλο άγνοια. Όλο ερωτηματικά.
Η ανάγκη να δακρύσεις μέσα σου, για τα πρόσωπα που μεγαλώνοντας, νοιάζεσαι όλο και περισσότερο, για εκείνα. Νοιάζεσαι. Αγαπάς. Σκέφτεσαι.
Όπως μια λευκή κορδέλα στα μαλλιά μιας νέας γυναίκας.
Ο χρόνος περνά. Ναι, περνά, αγάπη μου.
Η ζωή σε διδάσκει πολλά. Η ζωή περιμένει. Σα το διακόπτη του ηλεκτρικού. Ένα φως. Οι χώροι οι φωτισμένοι. Να διακρίνεις. Να ονειρεύεσαι».

Είναι περασμένη η ώρα.
Είναι πόλη, εδώ.
Μην περιμένεις να ακούς, φωνές αϊτών. Ή τη βροχή να χτυπάει στο χώμα, κι όχι σε μια ταλαιπωρημένη άσφαλτο. Μην περιμένεις πολλά. Μην περιμένεις, φωνή, από εκεί που δεν.. χρειάζεται, εξάλλου.
Επειδή ο καθένας είναι ελεύθερος.
Πρέπει να αισθάνεται, ελεύθερος.
Να μην τον αποσπούν οι σπουδαιότερες έννοιες. Όπως ο προορισμός της ψυχής.
Αύριο και κάθε αύριο, θα είναι μια νέα ημέρα. Με δεδομένα, ορισμένα στοιχεία: το ηλεκτρικό, το τρεχούμενο νερό. Η βιομηχανοποιημένη τροφή, προς μελλοντικό μαγείρεμα.
Η σκέψη, φρέσκου ψωμιού, κάθε που αλλάζει, ημερομηνία.
Εκείνη η παλιά αίσθηση της φράσης: ξέρω τι θέλω, αλλά πως θα αισθάνομαι, όταν θα έχω αυτό που χρειάζομαι. Ακόμα και με ερωτηματικό. Η φράση, κρύβει αισιοδοξία, όσο κι αν την αφορίζεις. Βολεμένοι όπως είσαστε με τις θεωρίες σας, που δυστυχώς όμως, είναι μόνο και μόνο, θεωρίες.
Και η θεωρία, ναι, δεν βοηθά, όλους τους ανθρώπους.
Ούτε οι σύμβουλοι ψυχικής υγείας, που βιάζονται να κατεβάσουν το ακουστικό, επειδή δεν πληρώνονται! για να σ’ ακούνε.
Τελικά, η ψυχολογία, είναι μια μεγάλη κουράδα.
Τι ντροπή, να λες σ’ έναν ξένο, τα προσωπικά σου.
Τα εν οίκω μη εν δήμω.
Ή το ξεχάσαμε αυτό;

Οι άνθρωποι πρέπει και θέλουν, να είναι κοντά, ο ένας με τον άλλο. Όχι με την τυπική έννοια της κοινωνικότητας.
Απλά, ως δικαίωμα. Ως χαρά στα μάτια. Στη καρδιά. Ως εγρήγορση στο νοιάξιμο.
Κόρες ματιών, γυαλίζουν, όλο ζωή, όλο αγάπη.

- Αισθάνθηκα ότι έλειπες απ’ το κρεβάτι.
Χαμογελά. Μάτια, γυαλίζουν, όλο ζωτικότητα.
- Σ’ αγαπώ.
- Κι εγώ σ’ αγαπώ -μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
- Είναι όμορφη η ησυχία. Ίσως θα έπρεπε να ξυπνάμε τη νύχτα. Ν’ απολαμβάνουμε την ησυχία. Εκείνο που μας δίνεται, απλόχερα.
- Η ταλαιπωρία ενός ακούρδιστου βιολογικού ρολογιού. Δεν θα μπορούσαμε, τότε, να δουλεύουμε.
Την κοιτώ. Είναι τόσο όμορφη. Κρατώ ακόμη, την παλάμη της.
Με ηρεμεί ένα άγγιγμα, όπως ετούτο.
Η αίσθηση. Δικαίωμα στις αισθήσεις.
- Έχεις κάτι; Ρωτά.
- Θυμόμουν τότε που ήξερα τι ήθελα. Συλλογιζόμουν παράλληλα, πως θα αισθανόμουν, όταν θα είχα, ότι χρειαζόμουν.
- Τώρα, τι αισθάνεσαι;
- Είναι όλα φυσικά. Ένα δώρο, δικό μου. Δικό μας. Όπως οι απογευματινοί περίπατοι, που έγερναν βαριεστημένα, αν και φυσικά, παρόλη την οικογενειακή αίγλη. Οι βόλτες, σε επανάληψη, δίχως στίγμα. Απλά ως δικαίωμα. Παρομοίως το δώρο του γαλάζιου ουρανού. Του οπτικού μας πεδίου. Η αναπνοή. Η φύση του ανθρώπου.
- Χάθηκες πάλι, στις σκέψεις σου.

Δεν αφήνω την παλάμη της απ’ τα χέρια.
Είναι σημαντικό.
Τώρα, και κάθε ξημερώματα.
- Λοιπόν, πως αισθάνεσαι, τώρα.. που μ’ έχεις;
- Μεγαλύτερη ευθύνη, απ’ όσο η σκέψη της ευθύνης.
- Που όμως αρνιόσουν. Πεισματικά.
- Φυσικά, απαντώ.
- Μες την άγνοια του χρόνου, ενόσω προσπερνά, προσθέτω.
Αποτραβιέται.
- Που πας; Ρωτώ.
- Δίψασα.
Η σιλουέτα της χάνεται στον διάδρομο, του οποίου το χρώμα είναι μισοσκότεινο, δίχως σημασία.
Η στιγμή. Άραγε, λείπει, η κατάλληλη μουσική;

Σηκώνομαι.
Πλησιάζω την κουζίνα.
Την αγκαλιάζω, με ένα τρυφερό πέρασμα των χεριών, αγγίζοντας την απαλά με το κορμί μου, κολλημένο στην πλάτη της.
- Πάντοτε εκτιμώ που σε έχω, μιλώ.

Είναι το βλέμμα και κάθε βλέμμα, όπως το πρώτο κοίταγμα.
Το πρώτο σκίρτημα. Η ανάγκη, για μαζί.
Η ανάγκη για έμπρακτη αισιοδοξία. Όχι υποκρίνομαι, πως όλα είναι αισιόδοξα.

Αν και το είχα αισθανθεί παλαιότερα.
Απλά δεν είχα προχωρήσει.

(Είναι όλα αισιόδοξα, όταν προσπαθούμε).




Αυτό το λίγο

που έχουν τα ζευγάρια, για να θυμούνται, μες το πέρασμα των ημερών. Μες την καθημερινότητα. Με την αγωνία κάθε πρωί, αν θα προλάβεις την αλλαγή στα δρομολόγια των λεωφορείων.
Τι μυαλό κι αυτό, ορισμένων ειδικών, να στέλνουν άδεια, τα λεωφορεία, στο μετρό, αφήνοντας τις καίριες γραμμές, μ’ ένα λεωφορείο, που κι αυτό αργεί (φυσικό είναι, αφού κάθονται και πίνουν καφέ, στην αφετηρία).
Η ανάγκη να περάσει η ώρα. Να καλπάσει αν γίνεται –που δεν συμβαίνει- το άπονο ωράριο. Ο καθένας εργαζόμενος, στο πόστο του.

«Σου έχω εμπιστοσύνη, μα πάντα θα ανησυχώ. Πάντα θα ζηλεύω, λίγο, μην σε παρασύρει κάποιος άλλος, επειδή δεν μεταφέρθηκε η αίσθηση της περιπέτειας, των προηγούμενων σχέσεων σου, στην δική μας.
Κάποτε σε ρώτησα τι αισθανόσουν όταν σε κρατούσα, μα δεν μου απάντησες.
Ούτε όταν έφερες τα δικά σου πράγματα και ρούχα, στο σπίτι.
Αν αυτό το σπίτι, σε ικανοποιεί, έτσι μικρό που είναι.
(Πόσα αναγκαστήκαμε, ν’ αποχωριστούμε, με την ανησυχία, αν κάποτε θα μετάνιωνες γι’ αυτό. Αν θα έπεφτες κι εσύ, στο επίπεδο άλλων γυναικών, που στο μέλλον, βρίσκουν πρόφαση για να προκαλέσουν προστριβές).
Πάντοτε ανησυχώ για σένα.
Γι’ αυτά τα μάτια.
Τα μάτια σου.
Αν είσαι ευχαριστημένη.
Αυτά τα μάτια που κοιτώ, και, συγκινούμαι.
Φέροντας τη ψυχή, εμπρός, με κύματα ευφορίας.
Θα ήθελα να με κοιτάς.
Όλο θέλω να σε θυμάμαι. Όταν σε κρατούσα.
Σαν ηφαιστειακές πλάκες, που κάλυπταν η μία την άλλη. Σε διαρκή τριβή η απλά, ξεκουράζοντας την πλάτη.
Πάντοτε ανησυχώ.
Πάντοτε αγαπώ το σχήμα σου.
Αυτά τα μάτια. Ότι κι αν κοιτούν.
Όταν γίνονται επίκεντρο, την νύχτα.
Όλα όσα συμμαζεύεις. Τακτοποιείς. Όλο ήθελα να με κοιτάς, μ΄ εμένα, να σκαλίζω την μορφή σου, μέσα μου. Σαν γλύπτης που γνώρισε το σώμα έτσι όπως έχει πλαστεί, τώρα.
Η δύναμη αυτού του σώματος.
Όλες οι φυσικές κινήσεις, που μηχανικά εκτελείς. Εκτελώ. Τα ρούχα στο πλυντήριο. Το σιδέρωμα ο καθένας, τα δικά του –μερικές φορές. Οι βάρδιες με τα πιάτα. Το σφουγγάρισμα. Οι τζαμόπορτες που ξεθόλωνα για ν’ αντιλαμβάνομαι την φθαρτότητα της ζωής. Της πόλης. Της ευθύνης απέναντι στην προσωπική μας ελευθερία. Του να μην προσβάλλουμε όσους δεν θα μας ανέχονται, για πάντα. Επειδή αντιδρούμε σαν κακομαθημένα παιδιά.

Όλο θέλω να ξεχνώ την καθημερινότητα. Τις διαθέσεις του καιρού ανά εποχή. Να μην συγκλίνουν οι άδειες μας, πάντα. Που συμβιβάζεσαι να με ακολουθείς στις ονειροπολήσεις μου. Διαφεύγοντας απ’ τις φίλες σου που τόσο συχνά, αφότου παντρευτήκατε, αναζητείς.
Τι θα σου δώσουν πίσω, άραγε.
Φορές, συλλογίζομαι, αν έχεις συμβιβαστεί με την ιδέα του γάμου. Με την ιδέα, του εαυτού σου, τώρα,




Όπως είσαι»

Θυμάμαι.
Εκείνο που δεν μπορούν να δεχτούν οι άνθρωποι, είναι ο εσωτερικός κόσμος του άλλου.
Περπατώ στον δρόμο.
Έχω δει ανθρώπους, παχείς, λεπτούς, ατσούμπαλους. Ζευγάρια με παραπανίσια κιλά. Ζευγάρια με ασύμμετρα χαρακτηριστικά. Παιδιά σοβαρά, σπάνια, συναντώ. Πάνω τους όμως, χτίζω, μια αξιοπρεπή εικόνα: έναν χαρακτήρα που αξίζει. Κάποια κρυφά ταλέντα. Ένα σημείο στον χώρο, με διαχρονική αξία. Παρόμοια με τις αλλαγές των εποχών. Με τα χρώματα στα δέντρα, που ορισμένοι τυχεροί κάτοικοι του πλανήτη, θαυμάζουν. Χαρούμενοι για την παρουσία της φύσης, που ολοκληρώνεται, όπως ένας υγιής γάμος, στο ξεκίνημα του. Ενόσω σέβεσαι τον άλλο, παρομοίως τους γείτονες. Τα περιστέρια στο δρόμο, περιμένοντας υπομονετικά, να διαλέξουν πρώτα, τη διαδρομή που τα βολεύει –όταν δεν πετούν. Ψάχνοντας για ψίχουλα.

Είμαι στο φούρνο.
Έξω, βρίσκεται ένα από εκείνα τα παλιά ποδοσφαιράκια, με κολλημένους παίχτες-φιγούρες, σε περιστρεφόμενα “ξύλα”. Πώς να περιγράψω καλύτερα, κάτι παλιό.
Ένας μικρός αριθμός εφήβων, αγοριών, ανταγωνίζονται: Στην διεκδίκηση του τίτλου, νωρίτερα, της δύναμης του αντρισμού, φαύλα, μιμούμενοι αισχρολογίες, παρατυπίες της θέλησης των ορμονών που καθορίζουν, κάθε συμπεριφορά.
Εκείνο που ενοχλεί τους ανθρώπους, δεν είναι το εξωτερικό καλούπι, που αν θες, διορθώνεται (ή μαθαίνεις να το δέχεσαι, αν έχεις λίγη επίγνωση, μέσα σου).
Εκείνο που ενοχλεί, είναι τ’ αγροτεμάχια του εσωτερικού σου κόσμου, που δεν είναι ικανοί να αγγίξουν. Ούτε να χτίσουν εκεί, κάποια χωματερή.
Είναι ο εσωτερικός σου εαυτός, που πολεμούν. Θέλοντας να ζήσεις ή απλά, να μην επιθυμήσεις όσα εκείνοι δεν κατάφεραν ποτέ, να τολμήσουν.
Την αξιοπρέπεια.
Το απλό χάδι, σαν αιωρούμενο τρένο, σε μαγνητική γραμμή. Το απλό χάδι, σ’ ένα γυμνό κορμί. Τα νειάτα και η χαρά, ενός ενήλικου, λείου, δέρματος. Η χαρά της καθαρής αναπνοής, δίχως μόνιμη βρωμιά, από τσιγάρα. Η χαρά να ξεχνάς την δύναμη της κινούμενης άμμου, που ρουφά το άτυχο θύμα, βαθιά και μόνιμα.
Ο εσωτερικός σου εαυτός, είναι, που μάχονται.
Ως δικαίωμα, ικανό να διαχωρίζει, πλατιά και απόμακρα, μια στάση βίου, από μια κοινά αποδεχτή, συνέχεια των πραγμάτων. Δικαίωμα να λες: είναι το όνειρο μου, είμαι, ο αφρός που σέρνει πίσω του ένα πλεούμενο, με μηχανές στο φουλ, για ταχεία έξοδο. Απομάκρυνση.
Δικαίωμα να επιβεβαιώνεις την παρουσία σου στην περίμετρο της κοινωνίας των άλλων, που σε πιέζουν να είσαι, να υποκρίνεσαι ότι αναπνέεις αισιοδοξία (όλα, εκείνοι, θέλουν να στα δώσουν).
Αποπνέεις, αισιοδοξία. Προκειμένου να ευχαριστήσεις συγκεκριμένα πρόσωπα, που εξακολουθούν να σε ελέγχουν. Εξαντλητικά. Μη αφήνοντας σε να μεγαλώσεις. Να δέσεις μέσα σου, το ρόλο που σου παραχώρησε η φύση, όπως σε κάθε φύλο, που δεν το αλλοίωσαν, όπως η μη επιστροφή από μια νόσο που δεν βρέθηκε ακόμη, ίαση.
Είναι τόσα που μας προκαλούν να φοβόμαστε. Τόσα που δεν αποδεχόμαστε ως πραγματικά. Όλα εκείνα που παραμένουν όνειρα. Τα ανεκμετάλλευτα παλαιότερα καλοκαίρια.
Το δικαίωμα μου να πω: εγώ διαλέγω. Ή χαλάω το βίο μου, ή παραγγέλνω τούβλα, υλικά “οικοδομής”.
Η δικαίωση του χαρακτήρα μου να είμαι ελεύθερος, περισσότερο για το καλό, παρά για εκείνα που σιγά σιγά, εναποθέτω, εκεί που θάβονται οι συμπεριφορές, που δεν σε ξυπνούν μέσα σου. Δεν σου χτυπούν το πρόσωπο, όπως η θαλάσσια αύρα. Το περήφανο κύμα. Η ιδιότητα του ήλιου να ζεσταίνει το βαθύ γαλάζιο. Ζεσταίνει μέσα σου τη σημασία να αγαπάς. Τους γονείς, που δεκαετίες, πλήγωνες (μόνο μέσα μου, τους αγαπώ, σε μια γωνιά, πλάι στον πυρήνα).

Ο πυρήνας της οικογένειας, της οικογένειας σου, που μ’ έφερες ξανά, να συναντήσω.
«Πόσο τυχερή, είσαι, αγάπη μου, που ανήκεις σε μια οικογένεια, την προσωπική σου οικογένεια, που σε αγαπούν και σε δέχονται, όπως είσαι. Που είναι με φυσικότητα, ευχαριστημένοι, μαζί σου. Σε σέβονται. Τα χρώματα του ουράνιου τόξου της υπόστασης σου.
Ο πεθερός μου, περνά το χέρι του από τον ώμο μου, ενόσω με οδηγεί στο σαλόνι.
Είναι το υποκατάστατο της στοργής του πατέρα.
Παρόλ’ αυτά, προσπαθώ να μη μιλώ, παρά μόνο στα βασικά και αυθόρμητα, της στιγμής. Δεν μου αρέσει να μιλώ για μένα. Να ξεχωρίζω, εμένα.
Σε λίγο θα φάμε. Κοντεύει μεσημέρι.
Η αγάπη μου, μάλλον, θα έχει ξαναπάει στο παλιό της δωμάτιο.
Θα μπει. Θα το επιθεωρήσει.
Θα καθίσει στο παλιό της κρεβάτι. Θα ρίξει μια ματιά ένα γύρω, και ευχαριστημένη θα βγει απ’ το δωμάτιο και την παλιά της ζωή.

Θυμάμαι όταν μ’ έφερες για πρώτη φορά, εδώ.
Στο σπίτι των γονιών σου. Μετά από μερικά γεύματα, αφότου βέβαια, είχαμε αρραβωνιαστεί, με πήρες από το χέρι, και μ’ έφερες στο παλιό σου δωμάτιο.
Ήταν σα να περπατούσα σε μια ξύλινη αποβάθρα, φεύγοντας προς τα μέσα. Στα βάθη του ωκεανού –στο βάθος. Μου μίλησες για την τσουλήθρα των παλιών σου εμπειριών, ενόσω άφηνες το σταθερό χέρι της μητέρας, αναλαμβάνοντας την ευθύνη των χρόνων της εφηβείας. Όλο ήθελες να φεύγεις, προς εκείνο τον ωκεανό. Με τα παγκάκια στην ξύλινη αποβάθρα, να είναι οι στιγμές που στάθηκες κάπου, δοκιμάζοντας την θέα της ζωής, κοιτώντας κάτω, τα κύματα που φορές, έτριβαν, τρώγοντας το ξύλο των γερών πασάλων.
Ήταν το βλέμμα σου εκείνο τον πρώτο καιρό, ένα διαρκές καλοκαίρι. Μια διάθεση να μοιραστείς την αγάπη της ευθύνης του να μεγαλώνεις και να ολοκληρώνεσαι ως άνθρωπος.
Γι’ αυτό σε αγάπησα».

Ξυπνά μέσα σου η αγάπη, και λες, δεν συνέβη σ’ εμένα, να μην με αγάπησαν οι γονείς μου.
Η ανάγκη να ονειρεύεσαι τις φράσεις. Οι πράξεις που δεν γίνονται, φράσεις. Απλά επειδή, είναι μια μίμηση ενός διακριτικού τρόπου, διαβίωσης.
Εκείνη η απλή διακριτικότητα των πεθερικών –μερικές φορές- που επιβεβαιώνει πως έχουν απέναντι τους έναν άνθρωπο, που μπορούν να αποδεχτούν.
Η διακριτικότητα, τα ρυθμίζει όλα, μόνη της.
Δεν είναι υποχρεωμένο το πρόσωπο, να πει, δυο λόγια. Οι πράξεις μιλούν. Γιατί να αποδείξω ότι πράττω, αυτό που εσύ, επιβάλλεις; Μ’ ένα ενδιαφέρον άρρωστο και ανησυχία πικρή, όλο αδιαφορία. Για μένα. Που ποτέ δεν έμαθες. Ποτέ δεν άνοιξαν τα μάτια της νόησης της αποδοχής, κάθε ανθρώπου.
Έστω κι αν πεις: ότι κακό κι αν πάθουν οι Αμερικανοί, το αξίζουν, εφόσον αφανίζουν χώρες. Αφανίζουν το περιβάλλον. Το δικαίωμα μου να αναπνέω καθαρό αέρα, και όχι κατάλοιπα ψεκασμών. Κατάλοιπα προτύπων. Να θέλω να χώσω το δάχτυλο στο στόμα να κάνω εμετό. Να καθαρίσω τα μέσα μου. Να εξιλεωθώ. Να καθαρίσω.
Φορές μετανιώνω, αποδεχόμενος τους ανθρώπους, όπου κι αν βρίσκονται.

Όπως είσαι. Έτσι σε δέχομαι.
Δεν σε αποδέχομαι, αν είσαι βλάσφημος ή χαλάς το κομμάτι της φύσης που ‘χει ανθίσει, και μέσα σου.
Όπως είσαι.
Με εμμονές. Περιόδους μετάνοιας. Περιόδους κλειστών θυρών. Συνειδητοποίησης, του τι είναι ο άνθρωπος. Πόσο να νοιαστείς, τώρα που μπορείς να νοιαστείς.
Ακόμη κι εσένα, με όλα εκείνα τα χρηματικά χρέη.
Μια ζωή μες την εκμετάλλευση. Να σου ρουφούν, όχι μόνο τα χρήματα, κυρίως τα όνειρα.
Τη διάθεση ν’ αγαπηθείς για μια φορά. Να νοιώσεις πως είναι μόνιμα.
Μόνο ελάχιστοι σε νοιάζονται. Τώρα που μπορώ.
Τώρα που αφιερώνω ότι μου ζήτησες.
Χρόνο. Διάθεση. Δικαίωμα σε αναφορά, προς εσένα. Σε όλα τα χαρακτηριστικά του διαλόγου της μορφής σου. Του εσωτερικού εαυτού, με τη φύση, το χώρο. Τις δύσκολες και επίπονες ώρες, της δουλειάς. Οι ψυχοσωματικοί πόνοι, λόγω άγχους. Στενοχώριας, λόγω αδιαφορίας των άλλων. Των δικών σου.
Τώρα που η έμπνευση της στιγμής, γίνεται ένα όνειρο μηνυμάτων, σε επικοινωνιακή διάθεση, με το πρόσωπο που μιλά σ’ ένα χαρτί, ξυπνητός, κι όχι, βιώνοντας τις αχρείαστες χαμένες εμπειρίες που αποτελούν πλέον, παρελθόν.
Τώρα.
Σε δέχομαι όπως είσαι.
Μόνο που τώρα, η συμπόνια μου έχει ένα αληθοφανές πρόσωπο. Δεν είναι ένα πρόσωπο-σκίτσο. Πρόχειρο. Με παροδικές βροχές, κατανόησης. Διάθεσης να ακούσεις έναν πόνο συγγενικό. Σαν κλάμα μωρού, τους πρώτους μήνες της ζωής του, στον πλανήτη.
Ακούς το αίμα σου, σαν περίπατος και βόλτα, πλάι σε μια κοίτη ποταμού, που γεμίζει με ύδατα, τις περιόδους βροχής, άρα προβλημάτων.
Η ανάγκη να δεις τη ζωή του άλλου, με όποια δικαιώματα ή αυτόματους φραγμούς, ενόσω εισχωρούν και διακόπτουν τα πάντα. Κάθε διάθεση επαφής. Λες θα βρεις το μοχλό που λειτουργεί αυτή τη διάθεση απομάκρυνσης, φορές. Να παραμείνεις ανεξάρτητος και ελεύθερος.



«Κοιτώ την νύχτα, τώρα, αγάπη μου, που δεν αναπνέει το σώμα σου, εδώ, ξανά, σ’ ετούτο το δωμάτιο του σαλονιού, ξαπλωμένη όπως είσαι, ζωντανή και ζεστή, στο κρεβάτι μας. Στο γαλάζιο υπνοδωμάτιο. Όπου σφραγίζεις τα βλέφαρα, μα η μοναξιά ξεχάστηκε, κατά τη μετακόμιση.
Πάντοτε μια παλάμη ενώνει το δέρμα της, με την έννοια, ενός αντίθετου φύλου».


Μια ζωή, στο ξεκίνημα της, παρόμοια με το βλέμμα ενός πολύ νέου, παιδιού, μ’ εκείνη τη βεβαιότητα, πως το φροντίζουν, παρόλη την άγνοια του. Για τα ψυχικά χρέη των μεγάλων, ως επακόλουθο ορισμένων κοινωνικών χρεών.
Η ανάγκη, οι μεγάλοι, να προσηλώνουν το βλέμμα τους σ’ εκείνο, των ολιγόχρονων νεαρών πλασμάτων, αγαπώντας μια παρουσία, που οι ίδιοι έχουν ξεχάσει, πως είναι ικανοί να κατέχουν. Σαφώς επειδή δεν είναι το φαγητό που μας λείπει. Ούτε η ανησυχία των δικών μας.
Απλά η ησυχία. Η ηρεμία του προσωπικού χρόνου που διατίθεται στον καθένα, αρκεί να την επιλέξει. Να τον αφήσουν να την επιλέξει. Ώστε να αισθανθεί ελεύθερος, παράλληλα φθαρτός. Να προλάβει να μείνει ζωντανός και ελεύθερος, μες τις ασχολίες του, του προσωπικού χρόνου.
Τι σπουδαίο δικαίωμα να είσαι ζωντανός.


Οι μέρες θα περάσουν. Οι άνθρωποι θ’ αποζητήσουν, μια ακόμη, παρουσία. Μια ακόμη ένωση, παρόμοιων ηλικιών, σε συζήτηση. Δικαιωματικά, ακούγοντας τη φωνή του άλλου. Αγνοώντας το θαύμα του γνωρίσματος της ομιλίας. Αναπνοή και ομιλία. Η δικαίωση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών. Η ανάγκη να επιμένεις σε παρόμοιες ή κοντινές, ηλικίες. Με τα ίδια δικαιώματα, σε φράσεις. Σε σκέψεις. Ακόμα και άγευστες, αφού όλοι, κρύβουμε κάτι.
Η ανάγκη να θυμώσεις. Να διαλύσεις ή να χτίσεις, τη στιγμή. Ν’ απομακρύνεις ή να ενώσεις τα κομμάτια σου και μόνο. Επειδή ο άλλος δεν αντέχεται, αν δεν είσαι γνώστης του τι περνά. Ή αδιαφορείς, για εκείνο που μπορείς, και καταστρέφεις. Την όποια διάθεση, επαφής.
Την όποια παρουσία που ζεσταίνει το νοιάξιμο, μα τοποθετείς στο ψυγείο, τη στιγμή, της ζεστής αναφοράς.

Ο χρόνος περνά. Ο χρόνος δεν συγχωρεί.
Η ανάγκη, φορές, να μιλήσει το σώμα, εκεί που η νόηση σιωπά.
Εκεί όπου οι συνήθειες της κοινωνίας, μας κρατούν μακριά, από τα όνειρα μας.

Ξεχνώντας την ανάγκη να σεβαστείς τη ζωή του άλλου.
Ακόμη κι αν τα ξεσπάσματα, είναι αποδείξεις, που κόβει η κοινωνία.

Δεν θα σας ευχαριστήσω, όμως.
Όσο κι αν εσείς, είδατε, τι είναι ο άνθρωπος, και την μη χρεία, να προσπερνά





ο Χρόνος,

σαν κλήση, φράσεων, Πράξεων, που δεν συμφωνούμε μαζί τους.
Σηκώνω το ακουστικό. Είναι μέρα.
Είναι ένας διάλογος που αενάως συμμετέχω, αφού έχουν μπλεχτεί, οι γραμμές.
«Με την σκέψη των ματιών σου. Με τη τρυφεράδα σου. Με τον ήχο του αγέννητου παιδιού μας».
- Αλήθεια, σου προσφέρει, κάτι, η προσευχή; Ρωτά η γυναίκα.
- Γιατί μ’ ενοχλείς, ξανά, στη δουλειά, αντιδρά ο άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής.
- Αυτή την εντύπωση έχεις; Πως σε ενοχλώ;
- Έχω δουλειά τώρα –σα να ρίχνει τους τόνους, εκείνος.
- Τι είναι εκείνο που σου λύνει, η προσευχή;
- Γιατί πρέπει να είσαι τόσο κάθετη; Τόσο απομακρυσμένη;
- Πάντα κυνική, όπως μ’ αποκαλούσες στις φίλες μου, πριν με αγαπήσεις.
- Δε θυμάμαι, πως, σε αγάπησα –μιλά, ήρεμα, εκείνος. Εξακολουθεί πιο σοβαρός, πλέον.
- Δεν θυμάσαι, πως, με αγάπησες!
- …Δεν θυμάμαι.
- Μήπως επειδή σου έλειπα; (Σα να ηρεμεί κι εκείνη).
- Μήπως σου λείπω και τώρα; Προσθέτει. Γι’ αυτό καταφεύγεις στη προσευχή;
- Δεν έχω δικαίωμα;
- Έχεις κάθε δικαίωμα! Το οποίο δεν σε διώχνει από την πραγματικότητα.
- Επειδή θεωρούμε τύχη, ότι αποφεύγουμε τα ατυχήματα.
- Τι είναι η τύχη για σένα; Άντρα μου; Άνθρωπε;
- Δεν υφίσταται τύχη.
- Ώ, πάψε μ’ αυτή τη πιπίλα, ότι κάθε τι συμβαίνει για κάποιο λόγο. Τι είναι εκείνο που σου λύνει η προσευχή; Δεν απαντάς. Εξακολουθείς να είσαι ένας τοίχος. Όπως όταν σε γνώρισα. Ένας κρύος τοίχος που λες, κάθε τόσο, ζεσταίνει ο ήλιος ή τα σώματα του καλοριφέρ.
- Είναι κακό να έχεις συναισθήματα;
- Που δεν μου ‘δειξες, ποτέ. Δεν ανοίχτηκες. Απορώ, πως σε παντρεύτηκα! Όλη αυτή η υποκρισία –υψώνει τη φωνή της- να λες χωρίς να λες! Να ζεις άλλη μια μέρα, καταφεύγοντας στο Θεό, και όχι σ’ εμένα. Είσαι στ’ αλήθεια, τόσο άχρηστος;!
- Σου είπα, έχω δουλειά.
- Δεν είμαι εγώ, εδώ. Δεν υπάρχω; Δεν είμαι γυναίκα; Δεν είμαι εκείνη που διάλεξες; -κλαίει. Τι σου λύνει η προσευχή; Ρωτά ψιθυριστά. Τι σου λύνει. Τι σου λύνει. Είμαι τόσο κουρασμένη. Τόσο μόνη.
Εκείνος δεν μιλά.
- Μα εσύ καταφεύγεις στο Θεό, λες και Εκείνος θα σου λύσει τα προβλήματα που δεν μοιράζεσαι. Την πνοή τους. Τη ζεστή ή τη μουχλιασμένη τους πνοή. Πού πήγαν τα όνειρα; Που οφείλεται όλη αυτή η έλλειψη αυτοπεποίθησης; Ή έλλειψη, ότι είσαι κι εσύ, άνθρωπος. Ότι είσαι άντρας. Ότι μου ανήκεις. Έστω κι αν χαραμίζεται ο καιρός. Ο χρόνος, που προσπερνά, σαν νιάτα και δέρμα φωτεινό. Σαν βρύση που έχει ξεχαστεί ανοιχτή. Είμαι βρύση, που ξέρεις, πως είναι ανοιχτή. Είμαι γυναίκα! Είμαι το θηλυκό του ανθρώπου. Η Εύα, από παλιά, που κάθε τόσο, πετάς τη σπόντα, πως φταίω εγώ που μας πέταξαν απ’ τον παράδεισο των πρώτων ημερών του γάμου μας. Της πρώτης περιόδου του γάμου μας. Είμαι εδώ. Είμαι πάντοτε εδώ. Αναγκασμένη να σε πιέζω, για λίγο χρόνο, δικό μας. Για στιγμές που δεν επηρεάζονται από εποχές, και τα θέλω τους. Με όλα αυτά γύρω μας, τα οποία απλά, χρησιμοποιούμε ή μας μεταχειρίζονται. Ωφέλιμα. Ή απλά, προκαλούν τριβή, στην ψυχή μας.
- Έχουμε ψυχή –μιλά ο άντρας.
- Νομίζεις, πως δεν το ξέρω;
- Πάντα ήθελες ν’ αγαπώ το σώμα σου. Πάντοτε το εξωτερικό σου. Δεν είμαι εγώ, αυτός που δεν ανοίγεται.

Με αυτή τη φράση του άντρα, κλείνω σιγά σιγά, το ακουστικό. Δεν θέλω να ακούσω, παρακάτω. Δεν θέλω να σκεφτώ, να θυμηθώ, παρόμοιες προστριβές, που εύκολα, δημιουργείς. Μα δεν επουλώνονται. Ούτε ο ίδιος ο καιρός, γιατρεύει. Αφού οι άνθρωποι, δεν αλλάζουν. Ας πούμε, μετά τα σαράντα.
«Αν είναι το πρόσωπο σου, εσύ.
Αν τα ζευγάρια παντρεύονται για την ιδέα του γάμου. Για την εδραιωμένη παράνοια της ολοκλήρωσης.
Της αδιαφορίας που μπορείς! και δείχνεις, στους ανθρώπους. Στους δικούς σου ανθρώπους. Σε όλη εκείνη τη διάθεση επαφής που μένει ανεκμετάλλευτη, μιας και το δημιούργημα του ανθρώπου, είναι καταδικασμένο από την ημέρα κατασκευής του».







Ο πόνος

Σα βήματα στο χιόνι, τον χειμώνα.
Ο θόρυβος κάθε κίνησης μου, στο σπίτι.
Όλη εκείνη η πνοή των γραμμένων πράξεων, σε κάποιο ημερολόγιο. Δείγμα ότι πρόλαβες. Σε πρόλαβαν τα όνειρα. Η ζεστή τους πνοή. Η ζεστή πνοή του ανθρώπου, που θερμαίνει και στεγνώνει, τα υγρά ρούχα, πάνω στο δέρμα του.
Η ανάγκη να γίνει πνοή η πίστη η ίδια, στη ζωή, και σε όσα μπορούμε να βιώσουμε.

Έπειτα, θα πλησιάσει η νύχτα, με τα φώτα τα αμυδρά, μέσα από τα παραθυρόφυλλα. Όπου πρόσωπα, γελούν. Παίζουν με τα παιδιά τους. Μαγειρεύουν. Κάνουν έρωτα.
Εξερευνούν το δικαίωμα στην εμπειρία της διαδρομής του χρόνου.
Κάποιος ζωγραφίζει. Κάποιοι άλλοι, ακούνε με σφιχτές κι ενωμένες, παλάμες, με κλειστά βλέφαρα, μουσική.
Ένας πίνακας, σε κάθε τοίχο. Κάτι μικρό, κάτι σίγουρο. Το ταξίδι της φυγής. Το μικρό όνειρο που οι ενωμένες παλάμες, μοιράζονται. Το κρυφό μυστικό του ταξιδιού, που σε καθοδηγεί στον ονειροκόσμο του.
Μικρά και δειλά βήματα στο όνειρο.
Οι παλάμες, εξακολουθούν ενωμένες.
«Αγάπη μου,
Η σκέψη μου, χαϊδεύει τα καστανά σου μαλλιά, τώρα, που αναπνέεις, κοιμισμένη όπως είσαι. Με το αμυδρό φως του φεγγαριού, πίσω από αχνά, σαν βαμβάκι, σκούρο, σύννεφα, τούτη τη ζεστή νύχτα. Πρώτες ημέρες της ζεστής, Άνοιξης.
Πάλι με τη σκέψη μου, θα σου χαϊδέψω τη πλάτη. Θ’ ακουμπήσω το αυτί, ν’ ακούσω τη καρδιά σου. Να ‘μουν ένα πανί, ένα μαντήλι, να περιηγηθώ, στο σώμα σου. Να το καλύψω, σαν όνειρο και πλάσμα άϋλο, της φεγγαρολουσμένης νύχτας και του ονείρου που είσαι εσύ η ίδια. Με νότες μουσικής, η αναπνοή σου.
Σαν έρωτας, είναι.
Σμίξιμο.
Χάδι των λέξεων στα μαλλιά.
Κεφάλι στον ώμο μου. Στέρνες ενωμένες. Αναπνοές ευθυγραμμισμένες. Παράλληλες. Το όνειρο να μη τελειώσει.
Στέκω ακίνητος.
Κλείνω τα μάτια».







Ευχαριστώ

Για το πόπκορν. Το κομμένο λάχανο. Τις μπανάνες. Ότι μας μεγάλωσες.
Να ζούμε σ’ ένα κόσμο διαφορετικό, από αυτούς που δεν έχουν οικογένεια.
Το δικαίωμα να βγαίνεις στο πάρκο και να το βλέπεις, αυτό.
Ευχαριστώ για την ασφάλεια που μου δίνει ο Κύριος, λόγω Ελέους, ενόσω κάνω τους γύρω, για λίγο ή πολύ, στην άκρη.
Ευχαριστώ για το ευχαριστώ στην προσευχή, κάθε ολοκληρωμένου γεύματος.

Για την ελεύθερη ζωή του δικαιώματος να είσαι παντρεμένος, μα να οφείλεις, παράλληλα, λίγη προσοχή στους γονείς που σε έφεραν ως εδώ.
Για το ευχαριστώ που δεν είπες, ούτε με μία αγκαλιά.
Για το ευχαριστώ που δεν έκφρασες για την παρουσία του αντίθετου σου φύλου.
Για τον κόπο των ανθρώπων, που στέκονται και δημιουργούν ένα όνειρο, για σένα. Μια μουσική θεσπέσια, που εξυψώνει την επαφή σου με το δημιουργό, σύμπαν.
Ένα με το σύμπαν. Το τώρα. Τη διακοπή του χρόνου, που μόνο η σιωπή και η πλήρης ηρεμία, γαληνεύει. Μια παρουσία που μαθαίνει να αγαπάει την έννοια της, δημιουργώντας, επεκτείνοντας, κλωστές επαφής, που η ψυχή θέλει και γεννά. Επιδιώκοντας την επαφή που της λείπει.
Τώρα. Που μόνο τη νύχτα, είσαι τυχερός, κι απολαμβάνεις, λίγη ησυχία.
Οι ώρες περνούν. Η σκέψη σου γαληνεύει ή ταξιδεύει στις όμορφες αναμνήσεις του πριν, ή σ’ εκείνες που ο ίδιος δημιουργείς, για να θυμάσαι κάτι καλό.., αφού δεν εκτιμάς όσα βίωσες.
Η ανάγκη να βλέπεις το πλάσμα που γέννησες. Να σου παραχωρείται αυτό το δικαίωμα, φυσικά, όπως το δικαίωμα στην πλήρη εργασία που πολλοί, σου στερούν. Μια σταθερή δουλειά. Ένα πρόγραμμα ζωής. Μερικά λόγια, ευφυολογήματα ανθρώπινης σκέψης.
Η ανάγκη να περιμένεις να ακούσεις τα παλιά. Τα μαθήματα ζωής που μεταδίδονται. Ν’ αποφεύγεις τα αιχμηρά μονοπάτια. Να μην έχεις τίποτα, να σε πολεμά. Μα να περισσεύει η εμπειρία. Να ‘χεις κάτι, να προβληματίζεσαι. Να αισθάνεσαι ότι υπάρχει μυαλό, μες το κεφάλι σου.
Να μην αισθάνεσαι μόνος.

«Αναρωτιέμαι αν θα φτάσουμε κι εμείς, σ’ αυτό το σημείο, να πούμε εκείνα που αντάλλαξαν, οι συνομιλητές στο τηλέφωνο, όταν μπλέχτηκαν οι δικές τους γραμμές, με την δική μας γραμμή, του τηλεφώνου.
Αν ετούτη η ζωή, δικαιούται να είναι μια μορφή τέχνης. Ένα αξιόλογο θέατρο.
Μια πέτρα που αξίζει να ασχολείσαι, μαζί της.
Παρέα με άλλες, που πλέον έγιναν ένα μη τη γη. Φεύγοντας στην ώρα τους. Ή έχοντας απομακρυνθεί, λόγω ορισμένου ατυχήματος, στη δουλειά. Στο σχολείο. Με μια απότομη και δίχως νόημα, απρόοπτη, καρδιακή προσβολή, για ένα νειάτο που ζητάει όμως, κι αυτό, τη μάνα του, από τον αιώνιο τόπο, που πλέον, κατοικεί.
Όπως θυμάται η μάνα, τα ρούχα του που έπλενε, οι πρώτες πάνες που πετούσε. Το γάλα, στη σωστή θερμοκρασία. Το δικαίωμα ν’ αγαπάς, ν’ ανησυχείς για το παιδί σου.

Το χαζοκούτι, που μόνο ρεύμα καίει –τελικά- συνεχίζει από ώρα, να λέει τα δικά του, μα είναι το βλέμμα μου πολύ μακριά, όσο κοντά βρίσκεται η ακοή. Αύριο πάλι, θα ξημερώσει.
Που θα συνεχίσω τη ζωή, τη νέα μου ζωή, με τον άνθρωπο της ζωής μου. Κόβοντας τον γόρδιο δεσμό, πολύ φυσικά, ως συνέχεια. Πολύ ελεύθερα, δίχως τύψεις. Επειδή όλοι αναγκάζονται να το κάνουν.
Ανησυχώντας παράλληλα, εν μέρει, στιγμές που το ταίρι κοιμάται, πλάι σου, αν μια μάνα, ένας γονιός, αισθάνεται, όπως εκείνο το πρόσωπο στον πίνακα Γκουέρνικα, που χάνει μια ζωή, αφού του φεύγει από τα χέρια.
Μόνο που εδώ δε μιλάμε για θάνατο, αλλά για φυσιολογική συνέχεια μιας ζωής, που κι εκείνη, παρόμοια, κάποια στιγμή, θα περιμένει να της οφείλει, ένα ή περισσότερα παιδιά, στο μέλλον, ένα ευχαριστώ.
Για τη μέρα. Τον ήσυχο ή τον αγχώδη ύπνο, τη νύχτα.
Για την αναπνοή. Τη στέγη, πάνω από τα κεφάλια μας. Τα ρούχα που μπορούμε να πλένουμε. Έστω για ετούτο το φαγητό το βιομηχανοποιημένο, πλέον, με όποια χημικά, που ούτως ή άλλως, κανένα Κράτος, και Θεσμός, δεν ενδιαφέρεται, να μας προστατέψει.
Ίσως μόνο το ενδιαφέρον κάποιων λίγων προσώπων που παλεύουν για μια ποιότητα προσφοράς, βιολογικών, άρα υποτίθεται, καθαρών, φαγητών. Πρώτων υλών.
Με όλους γύρω, να προτιμούν την πράξη, παρά τη σκέψη. Λες και η σκέψη, η ενασχόληση με αυτή, κάνει κακό, όπως το καθαρό φαγητό, που εδώ και πολλά χρόνια, δεν αποτελεί, αυτονόητη έννοια. Επειδή όλο και κάτι, θέλεις να προσθέτεις.
Κάτι που θεωρείται μη προσβάσιμο –ατελές, ή ανεπίκαιρο. Σαν ασχολία που δεν σου φέρνει χρήμα. Αφού τα πάντα, πρέπει να παραλληρίζονται με αυτό: το χρήμα. Που σου επιτρέπει να πληρώνεις: λογαριασμούς. Τρόφιμα. Ρούχα. Λίγο ακόμη χρόνο, στο γάμο σου. Ώστε ο άλλος, να μην σε παρατήσει.
Κι ας σου ζαλίζουν τα μυαλό, ότι όλοι δεν ακολουθούν το χρήμα. Ή ότι παντρεύονται και οι χαμηλόμισθοι. Ή ότι αν ένας από τους δύο, σε φιλία, δεν εργάζεται, μένει, παρόλα αυτά (κουραφέξαλα).

Αυτά τα μικρά πράγματα. Οι μικρές σκέψεις. Που πραγματικά σε βοηθούν, αποσπώντας τη σκέψη σου από θυμό. Επειδή κάποιος αλάθητος, ή κάποιος ανόητος πιθανόν, σε παίρνει τηλέφωνο, χτυπώντας απλά, η συσκευή, χωρίς να προλάβει να λειτουργήσει η αναγνώριση του αριθμού του, ώστε αυτός ο ανόητος, ο ανώμαλος, δηλαδή, δει, αν είσαι στο ιντερνετ, αν είσαι σπίτι. Πως θα σε φακελώσει, περαιτέρω.
Μα ξεχνάω αυτή την αδελφάρα του κερατά, που παρακολουθεί τον κόσμο, στο ιντερνετ. Δήθεν ότι προστατεύει την κοινωνία. Κι ύστερα, κάποιος μαλάκας πολιτικός που μ’ αφήνει άνεργο, τον βραβεύει, για την προσφορά του στην προστασία της έννοιας και μόνο, Κοινωνία.
(Παλιοαδελφάρα του κερατά. Που παρακολουθείς τον κόσμο στο ιντερνετ. Στο δρόμο. Από ψηλά. Με κάμερες. Θα πας κι εσύ, στην κόλαση. Όπως οι πανίβλακες του ΣΕΒ, χάρη στους οποίους, ζευγάρια, δεν παντρεύονται. Δεν φτιάχνουν τη ζωή τους. Δεν πληρώνουν, δεν αγοράζουν, πετρέλαιο).



Τόσο καιρό με κατακρίνουν επειδή θυμώνω, λόγω πίεσης που εξακολουθεί. Σα σπυράκι που δεν επουλώνεται.
Μα να, που πλέον, μου ζητάνε να θυμώσω, εναντίον όσων ρίχνω τα βάρη για την δική τους άσχημη, συμπεριφορά, που θα οφείλεται, πάντα, σ’ εμένα!!

Ζώντας σε μια χώρα, που πλέον, όχι μόνο, έχουν κατεβάσει στους δικούς μας, τα παντελόνια, οι αμερικανοί, αλλά τώρα, τους πηδάνε κιόλας!







Είναι

αυτές οι μικροστιγμές, θυμού, πράγματι, που αποζητάς έναν συγγενή, παρά το ίδιο σου το ταίρι, προς συνομιλία, επειδή εκείνο το πρόσωπο, γνωρίζει αρκετά για εσένα –αν έχεις αφήσει φυσικά, κάτι τέτοιο, να συμβεί.

Κοιτάς την φωτογραφία ενός συγγενή που δεν ζει, κι αναρωτιέσαι, γιατί τελικά παντρεύονται, κάποιοι άνθρωποι, ενώ δεν μπορούν να επικοινωνήσουν στα βασικά, μεταξύ τους.
Βιαστικά ο γάμος.

Έπειτα τους βλέπεις να μεγαλώνουν. Να έχουν δικά τους παιδιά. Να μην είναι ικανοί να επικοινωνήσουν με τα ίδια τους τα παιδιά –επειδή κάποτε πρέπει να πάψει εκείνη η πιπίλα, ότι κανείς δεν γίνεται τέλειος γονιός, για τον λόγο ότι δεν κατάφερε να τα βρει με τον εαυτό του, ποτέ, όπως λένε, ορισμένοι, όταν επιθυμούν ν’ αναδειχτούν, ανώτεροι.
Παρ’ όλα αυτά, αυτοί οι ανίκανοι γονείς, εξακολουθούν να συμβουλεύουν ακόμη και τ’ ανίψια τους. Τα επικρίνουν. Βάζουν λόγια, γι’ αυτά, αφού τα ανέχονται, σπάνια. Όπως το πέπλο, ότι “είμαστε καλά”, το ζευγάρι, πουλώντας το προς τα έξω. Έστω κι αν ο άλλος αντιλαμβάνεται, πως πλέον, δεν υπάρχει ευτυχία. Ή έστω κάποτε, υπήρξε ένας έρωτας που φθάρθηκε γρήγορα. Για τους δικούς του λόγους.
Κατόπιν μεγαλώνουν τα παιδιά, με τη σκέψη, ότι οι γονείς τους δεν τα βρήκαν, ποτέ. Οπότε, κι εκείνα, αναβάλλουν να τους δώσουν σχήμα και όνομα.
Βέβαια, κανείς γονιός, ιδίως ο πατέρας, δεν έχει κανένα δικαίωμα, να επιβάλλει στον ενήλικο γιο του, πότε θα πρωτοκάνει έρωτα. Με ποια. Πως. Γιατί υπάρχει και το πώς. Ενόσω μεγαλώνεις, με την ψευδαίσθηση, ότι ο πατέρας σου υπήρξε τελικά, μόνο τίμιος με τη δουλειά του, και όχι με τη σύζυγο, στο κρεβάτι τους.
- Κι ύστερα μου λες, εμένα, ή μάλλον δεν μου έχεις πει, τίποτα, γι’ αυτό το καίριο θέμα, της ολοκλήρωσης ενός άντρα, για τον λόγο, επειδή δεν θέλεις να μεγαλώσω.
ΘΕΛΕΙΣ, να αισθάνομαι παιδί. Ώστε να με ελέγχεις. Τι, θα φάω. Πότε θα φάω. Πότε θα κοιμηθώ. Κάθε πότε θα κάνω μπάνιο. Κάθε πότε οι ορμόνες μου θα βαράνε (μπιέλα το λένε;). Να μην πηγαίνω μακρινά ταξίδια. Να μην έχω, μακρινά, όνειρα. Και όλα αυτά, ως ενήλικος.
Επειδή, ναι, πολύ νωρίς, έχω δοκιμάσει, προφυλακτικά. Και ειλικρινά, απορώ, αφού πιστεύω, ότι δεν προσφέρουν καμία ικανοποίηση, στον άντρα. Καμία ζεστασιά. Καμία αίσθηση δεσίματος.

Αφού έχουν δικαίωμα οι γονείς, να έχουν μυστικά από τα παιδιά τους, έτσι κι ο ίδιος έχω δικαίωμα να μην μάθουν ποτέ για κείνη την ημέρα, λίγο καιρό μετά το στρατιωτικό, που πήγα στο φαρμακείο για ν’ αγοράσω ηρεμιστικά, ώστε ν’ αυτοκτονήσω. Έχω δικαίωμα να φαντάζομαι ότι θέλω, για όποιον θέλω. Ακόμη και να θυμώνω με κάποιους που δεν γνωρίζω. Όχι ότι είμαι ικανός για το κακό. Μόνο λόγια είμαι και τίποτα περισσότερο.
Εξακολουθώ όμως, το να έχω δικαίωμα να αντιδρώ και να σκέπτομαι, να πάθουν κακό όσοι με πρόδωσαν στη ζωή μου, καταστρέφοντας την.
Όλες οι κλίκες, που δεν επιτρέπουν την ουσία της προσφοράς μέσω της διαχρονικότητας.
Επειδή, ναι, πλέον, έχω δικαίωμα να έχω, όποιο ταλέντο θεωρώ –σύμφωνα με την υπόδειξη, άξιων Ανθρώπων- ότι έχω.
Σαφώς επειδή έρχεται κάποτε η στιγμή, που θέλεις την ποιότητα, και, την αγάπη. Αλλά, δεν σ’ αφήνουν να τους αγαπήσεις. Εξακολουθεί η επιθυμία τους, να ελέγχουν.
- Είναι αυτό που σου έλεγα, πριν.
Άλλο τι θέλω, κι άλλο πως θα αισθάνομαι, όταν θα έχω, αυτό που χρειάζομαι.
Τώρα που χρειάζομαι την αγάπη.
Τώρα, ναι. Ποια είσαι εσύ, που με αφορίζεις;
Αλλά όπως διαπιστώνεις, δεν με αφήνουν να αγαπήσω. Και πραγματικά πιστεύεις, πως υπάρχει περίπτωση, να δω, τα πάντα, αισιόδοξα, ενόσω δεν μου δίνουν την ελευθερία μου;
Ενόσω κυριαρχεί γύρω μας αυτή η μη διάθεση, να προσφέρεις, αρχικά, με χρόνο, για σένα;
Ζωγραφίζοντας. Γράφοντας. Φωτογραφίζοντας. Φτιάχνοντας κάτι με τα χέρια σου. Ξυλογλυπτική. Π.χ. προσφέροντας στον εαυτό σου, μια εκδρομή. Αυτή την αίσθηση της ελευθερίας η οποία θα σου επιτρέψει να έχεις αναφορές από πρώτο χέρι, του τι συμβαίνει εκεί έξω.
Μήπως και δεις τον εσωτερικό κόσμο που φοβούνται όλοι, να εξωτερικεύσουν. Παρά μόνο, εμπιστεύονται, πολύ λίγοι, σε πάρα πολύ, ακόμη λιγότερους.
Οπότε, αν κι εσύ, δεις, τι συμβαίνει εκεί έξω, τότε αποδέχεσαι τα ζευγάρια που πιστεύεις ότι το καλούπι τους, δεν ταιριάζει. Μήπως επειδή, έχει σημασία, το μυαλό;
Η στιγμή που ξεκινούμε να γνωρίζουμε τον εαυτό μας. Να τον αγαπάμε. Την εικόνα του, όχι μόνο στον καθρέπτη. Συνολικά.
Μήπως και αισιοδοξήσουμε στη ζωή, όταν οι ίδιοι είμαστε έτοιμοι, κι όχι όταν μας το επιβάλλει ο ψυχολόγος με το θεώρημα της θεωρίας!
Οι νέοι, έχουν ανάγκη τους νέους, για να αισιοδοξήσουν, όπως οι ηλικιωμένοι αποδέχονται τους συνομήλικους τους, μιλώντας τους, ακόμη κι αν δεν τους γνωρίζουν.
Το σημερινό πρόβλημα.
Έχουμε ξεχάσει την αμεσότητα της επαφής, της παιδικής, ή έστω, της εφηβικής ηλικίας. Όπου μιλάς ανοιχτά. Γνωρίζεσαι. Δημιουργείς φιλίες. Πλάκες. Όταν πραγματικά αισθανόσουν χαρά, κι είχε ευτυχία η χαρά. Δεν μετάνιωνες, όπως την επομένη, τώρα, από ενοχή, επειδή πέρασες καλά.
Στο μεγάλο κεφάλαιο της κοινής πορείας των δύο φύλων.
Με αγάπη. Ειλικρίνεια. Αποδοχή.
Του τι είναι κάθε φύλο. Πως επηρεάζεται, κάθε φύλο, όταν του λείπει η ολοκλήρωση.

Είναι από τα πράγματα, που πρέπει, επίσης, να σκεφτείς, μόνος σου, ή μόνη σου.

Σκέπτομαι: «τώρα, που σου βαπτίζω τα μαλλιά, μπροστά στον δικό σου καθρέπτη, αγάπη μου -που μετέφερες απ’ το σπίτι σου. Μαζί με τα υπόλοιπα πράγματα, τα οποία σε συντρόφεψαν, τις μοναχικές στιγμές ή κατείχαν μια λάμψη, επειδή οι φίλοι, χάρισαν στον εαυτό τους, απλόχερα.
Οι αληθινοί άνθρωποι. Όχι οι ηθοποιοί, οι ξένοι ιδίως, που συμπαθούμε –που δεν γνωρίζουμε αν κοροϊδεύουν το έθνος μας, την κληρονομιά, ή τη φυλή μας. Φαίνεται, δεν γνωρίζουν πως είναι κι εκείνοι, φθαρτοί. Άλλο αν πληρώνονται με εκατομμύρια δολάρια.
Αυτό πιστεύεις ότι τους λύνει όλα τα προβλήματα; Προσφέρει ευκαιρίες, χαράς;
Την χαρά, έχεις δικαίωμα, μόνο εσύ, να την επιλέξεις.
Όταν θέλεις. Εσύ!
Κι ας πάει, χαμένος, ο χρόνος.
Αφού συμφωνείς, πως για κάποιο λόγο, γίνονται όλα. Γιατί τότε διαφωνείς με τις επιλογές μου;

- Τι σκέπτεσαι; Με ρωτά, εκείνη.
- Τις μικροδιαφωνίες μας.
- Δεν έχουν καμία σχέση, με των γονιών.
- Όσο γι’ αυτό –χαμογελώ.
- Θυμάμαι –προσθέτω- την τελευταία φορά, στα γενέθλια μου, που ούτε χρόνια πολλά δεν μου είχε πει, ο πατέρας μου.
- Θα συμφιλιωθείς, ποτέ, μαζί του;
- Όχι. Είναι κι αυτό, δικαίωμα μου.
- Εσύ όμως, μου είχες πει, κάποτε, ότι ήταν εκείνος, κυρίως, που αγαπούσες.
- Υπάρχει λίγη σκόνη από αυτό, στο σπίτι. Απλά ξεχνώ να καθαρίσω.

- Τι θα γίνει μ’ εκείνα τ’ ανίψια σου; ρωτά, εκείνη, μετά από δυο λεπτά, ενόσω εξακολουθώ ν’ απολαμβάνω το χτένισμα στα μακριά της μαλλιά.
- Τι θες να γίνει;
- Δεν είναι ανάγκη να θυμώνεις.
- Δεν θυμώνω –σαν ένα παράπονο στη φωνή.
Μου χαμογελά.
- Θα πας να τα δεις;
- Κάποτε.
- Πότε κάποτε;
- Πρέπει να το συζητήσουμε, τώρα, αυτό; Μη μου χαλάς το Σάββατο μου.
- Σάββατο μας, εννοείς.
- Ναι.
- Έλα τότε, να σου φτιάξω ένα γλυκό, στην κουζίνα.
- Χρειάζεσαι βοήθεια;
- Πάντοτε, χρειάζομαι βοήθεια».

Αυτό είναι το προτέρημα των φθαρτών ανθρώπων. Η πλεονεκτική θέση να γνωρίζεις ότι είσαι φθαρτός. Επιρρεπής σε λάθη ή καλά. Σε επίγνωση του δικού του χρόνου ή των άλλων. Κυρίως όσων γνωρίζεις.

“Σημειώνω” : να θυμηθώ, πως γελούσα με το παραμικρό, όταν ήμουν παιδί. Και όλα ήταν ξέγνοιαστα. Όλα ήταν πιθανά. Μπορούσαμε να τα έχουμε όλα.
Ακόμη κι εκείνο που δεν γνωρίζαμε, ότι μας ταίριαζε.



Η σκέψη του μικρού, δικού μας, παιδιού.
Η σκέψη του. Η ματιά. Η γκρίνια. Η άγνοια για τα νέα μαθήματα που του φαίνονται βουνό.
Η φωνή του.
Η παρουσία του στο σπίτι.
Η ανάγκη που επαληθεύεται, ως ολοκληρωμένος άνθρωπος – γονιός επομένως.
(Έχεις ανάγκη, να αισθάνεσαι


ολοκληρωμένος;

Τι κάνει έναν άνθρωπο να αισθάνεται ολοκληρωμένος;
Ότι έχει κάνει, έρωτα;
Επειδή είναι σημαντικό, ναι, να αισθάνεσαι, ότι έχεις κάτι ζωντανό, ανάμεσα, στα πόδια. Διαφορετικά, δεν θα είχε θέση ή αξία, εκεί.

- Ολοκληρωμένος, χωρίς το Θεό; ρωτώ μια ξαδέλφη μου, επικοινωνώντας τηλεφωνικά, μαζί της.
- Δεν πιστεύω ότι υπάρχει Θεός. Διαφορετικά, γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά, γύρω μας. Η αδικία. Ο πόνος των ανθρώπων. Ο θάνατος τους.
- Όντως. Πάντα θα υφίσταται αυτό το χάσμα, ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους. Ιδίως, απέναντι, στο Θεό, που δεν Του αρέσει, να δείχνει το πρόσωπο Του, στους ανθρώπους. Τόσο Αγαθός, πια; (Μισογελάμε κι οι δυό).
- Αλήθεια, εσύ, ως γυναίκα, πότε αισθάνθηκες ολοκληρωμένη;
- Όταν έπαψα να λυπάμαι τον εαυτό μου.
- Πραγματικά, όμως, χαίρομαι, συνεχίζει, όταν βρίσκει κανείς, εκείνο που του ταιριάζει. Όπως εσύ, με την γυναίκα σου.
- Ευχαριστώ.


- Αλήθεια, τι είδες σ’ εμένα; τη ρωτώ (τη γυναίκα μου).
- Τον ήλιο στα μάτια, που μόνος σου, θάμπωνες.
- Κι όμως δέχτηκες να είσαι, μαζί μου. Τότε, ως η μελλοντική μου γυναίκα.
- Ίσως χρειαζόσουν λίγη βοήθεια –χαμογελά.
- Μη με κάνεις να σε κυνηγήσω, χαμογελώ κι ο ίδιος.


Είναι αυτός ο ήλιος της αισιοδοξίας, που ζεσταίνει το χώμα, την ανθρώπινη ανατομία. Επειδή ο ήλιος είναι το φως. Είναι ένας μονόλογος, μόνο σ’ εσένα. Επειδή ο ίδιος, πιθανόν να μην ενδέχεται να τον πραγματοποιείς με τον ίδιο σου τον εαυτό. Επειδή οι γύρω πιέζουν, λες και είναι ποτέ δυνατόν, άνθρωπος να μοιάσει σε άνθρωπο. Επειδή αυτό, ορισμένοι, το θεωρούν τελειότητα και ψυχική υγεία.



«Θέλω να σε πάρω από το χέρι, να τρέξουμε ξανά, το γύρο του παλιού γηπέδου, με το χωμάτινο διάδρομο. Να δεις, ότι τα κόκαλα μας, ακόμα, αντέχουν.
Να χαρούμε τον ήλιο, τον αέρα, τον γαλάζιο ουρανό.
Το φως».

Άραγε

Πως θα αισθάνομαι, όταν θα έχω φτάσει σ’ αυτή την ηλικία, αναρωτιόμουν, εκείνο τον τελευταίο καιρό. Όταν αισθανόμουν την αγάπη να γίνεται βίωμα, κι όχι το θέλω του Παντοδύναμου, για να μην αισθάνομαι τενεκές. Άδειος.
Όπως τόσοι εκεί έξω που επειδή έχουν παντρευτεί, έχουν δουλειά, ή δικό τους σπίτι, πιστεύουν ότι τα έχουν όλα. Εκτός φυσικά από συμπόνια.
Σύμπνοια, ίσον αγάπη.
Μα είναι τόσο αποχαυνωμένοι από την φαινομενική τους ασφάλεια, δυναμικοί, άρα νευρασθενικοί. Που είναι ανίκανοι να αγαπήσουν αληθινά. Με συμπόνια. Με σκέψη ανησυχίας. Ανάγκη για σκέψη ανησυχίας, για τον άλλο. Αγαπώντας τον άλλο που έχει τις δυσκολίες του. Με συμπόνια. Πέρα από κατευθυνόμενες νουθεσίες, θρησκευτικής φύσεως, που όμως, δημιουργούν ενοχές και μόνο. Και συμπλέγματα. Ακόμα και οι αιρέσεις. (Γι’ αυτό, θα μιλήσουμε παρακάτω). Επειδή, βλέπεις, εκεί πάνω στον Παράδεισο, τελικά, ο Αδάμ με την Εύα, θα αισθάνονταν κάποτε, μισοί, χωρίς προσωπική τους οικογένεια. Χωρίς δικό τους παιδί. Ήταν κι αυτή, μια καλή πρόφαση, για να τους κλωτσήσουν από τον Παράδεισο. Πέρα από το ότι, ο Θεός δεν μας ήθελε, ποτέ, ελεύθερους ή ίσους, απέναντι Του.

Αναρωτιόμουν, πως θα αισθάνομαι, όταν κι ο ίδιος, θα είμαι ηλικιωμένος (Αν βέβαια, δεν έχει γίνει ως τότε, ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος ή η Δευτέρα Παρουσία). Αν τότε, ηλικιωμένος, θα κοιτώ πίσω, και θα έχω δει, πως την κρίσιμη στιγμή θα έχω ανακαλύψει το σεντούκι της αξιοπρέπειας, όπου από παιδί-ενήλικας, μετουσιώνεσαι σε ενήλικα, υπεύθυνο για τον εαυτό του. Για τον χρόνο που περνά και δεν επιστρέφει: Μήτε τα νιάτα, μήτε την κρίσιμη περίοδο, όπου θα καθίσει ξανά, στο σταυροδρόμι, όπου χωρίζεται η οδός της ζωής.
Αριστερά, είναι ο δρόμος που οδηγεί στη γειτονιά των πολλών που επέλεξαν να πάψουν να είναι και να αισθάνονται μισοί, κρατώντας το χέρι και τη ζωή, ενός άλλου ανθρώπου. Σταθερά όμως. Ξεκινώντας να μοιράζονται τα έξοδα. Τα γούστα. Τις εξόδους. Την υπευθυνότητα του εαυτού, που επιτέλους αποκτά αξιοπρέπεια και σταθερότητα στο χαρακτήρα. Αποβάλλοντας περιττούς φόβους, που μόνο κακό προκαλούν και προβλήματα που λειτουργούν ως κερκόπορτες.
Μόνο τότε, ξεκινάς να αγαπάς τον εαυτό σου, με τα ταλέντα του ή τις αδυναμίες, που λόγω τριβής, έχουν λειανθεί στις άκρες ή έχουν δημιουργήσει βαθουλώματα, που όπως στα πάζλ (με κομμένα κομμάτια εικόνας), κλειδώνεις, με ένα άλλο άτομο. Αλληλοκαλύπτοντας τα βαθουλώματα και τις λείες προεξοχές.
Απομακρύνοντας από μέσα σου, θεωρίες συνωμοσίας. Χάνοντας χρόνο και ψυχικό σθένος, σε άτομα, αυτοματοποιημένα ρομπότ, που η κατασκευή τους έχει συντελεστεί σε ξένη χώρα. Άραγε, γιατί να χάνεις χρόνο, με χαφιέδες και πρόσωπα-φωτοτυπίες και μόνο, που δεν κατέχουν, μήτε αξιοπρέπεια, μήτε τιμή, μήτε αγάπη.

Ήταν εκείνη η περίοδος όπου η αγάπη αρχινούσε να μπαίνει στα σωθικά μου, μα επέλεξα τον δεξιά δρόμο, όπου τον είδα πιο ήρεμο. Πιο αποστασιοποιημένο από τον πονοκέφαλο των πολλών που έτρεχαν να προβληθούν ολοκληρωμένοι, όμως ήταν τενεκέδες και μόνο.
Διάλεξα τον δεξιά δρόμο, με τα λιγότερα φώτα, όπου αφορίζεις τις νουθεσίες των άλλων, που πίστεψαν, πως πλέον, είχαν το δικαίωμα να διαφημίζουν την ολοκληρωμένη.. τους εικόνα.
Επέλεξα, ναι, φυσικά και επέλεξα, τον δρόμο τον χαμένο, χωρίς χάρτη, όπου δεν δίνεις αναφορά σε κανέναν, έχοντας όμως απομακρυνθεί απ’ το καλό και την αιώνια γαλήνη. Την τωρινή ηρεμία, μα και την αιώνια.
Μα στο είπα, οι θέσεις έχουν ήδη, κλείσει, κάπου εκεί γύρω από τις 100.000, σύμφωνα με τις φυλές, που αναφέρει, μέσα. Δεν χωράει άλλος. Τους υπόλοιπους θα μας πετάξουν στον αστεροειδή της φωτιάς, όπου αιώνια καίγεται και αιώνια αναγεννάται.
Επειδή τελικά, ο μεγάλος εγωιστής, δεν ήταν και δεν είναι, ο άνθρωπος.



Ήταν εκείνη η περίοδος που έβλεπα εμπρός μου, τις δύο κατευθύνσεις. Ξεκινώντας στην αχαρτογράφητη, διαδρομή, δεξιά, όπου παύεις ξανά, να μην νοιάζεσαι, επειδή ο ίδιος, εγκατέλειψες την αγάπη. Τα πιστεύω του βίου. Των ευθυνών. Της αυτογνωσίας του φθαρτού υλικού μας. Επειδή μια ζωή, έλεγα, τίποτα δεν πήγε καλά, σ’ εμένα –εκτός ότι ανέπνεα ακόμη. Ξεχνώντας να διεκδικήσω να σπάσω τα δεσμά, του παιδιού-ενήλικα, που μου επέβαλαν οι δικοί μου, μη αφήνοντας με ν’ αποκτήσω αξιοπρέπεια, και σταθερότητα, χαρακτήρα. Επέλεξα να τους αφήσω να με βλέπουν ως παιδί, έχοντας τους διαρκώς, ανάγκη. Κυρίως οικονομικά, ώστε να ελέγχουν και τη σκέψη μου. Το μέλλον μιας μίζερης ζωής. Να οδηγείσαι στα σαράντα. Δίχως σταθερό εισόδημα. Δίχως προοπτική, προσωπικής ελευθερίας.
Προοπτική να θέσεις ο ίδιος τις βάσεις ενός σταθερού και αληθινά, ελεύθερου, χαρακτήρα.
Ζώντας σε ένα καθεστώς –και όχι κοινωνία- στο οποίο ελέγχεται ανά πάσα στιγμή.
Όλοι θέλουν να σε ελέγχουν. Τις προτιμήσεις σου. Τι θα φας. Πως θα ντυθείς. Τι θα σκεφτείς. Ποια δουλειά θα διαλέξεις. Που. Ποιο πρόσωπο θα γίνει ένα, μαζί σου, περιορισμένα, συντροφεύοντας σε στο υπόλοιπο ταξίδι της ζωής. Ως τον θάνατο ή την αιώνια καταδίκη –έτσι όπως έχουμε μπλέξει.
Όλοι θέλουν ένα κομμάτι σου.
Κάπου να σε οδηγήσουν. Έχοντας όμως ο καιρός και το χώμα, όπου πατάς, πλέον, μεταβληθεί, σε βάλτο. Κορεσμένο έδαφος, από πολύ νερό –ενδιαφέρον, που αντιμετωπίζεις κι ο ίδιος, την αίσθηση των λιμναζόντων νερών, στην επιφάνεια, που όμως δεν υποχωρούν. Δεν τα καταπίνει η γη.
Οπότε χωρίζεις με την αγάπη.
Χωρίζεις και στα χαρτιά.

«Αυτός ήταν ο λόγος, που χωρίσαμε.
Επειδή επέστρεψα στα παλιά λάθη, έχοντας γίνει τα απωθημένα, το χρυσό τιμόνι, και το άφθαρτο τους υπόβαθρο.

Ας έπαυαν οι άνθρωποι, να δίνουν συμβουλές. Όντας ανίκανοι, οι ίδιοι, ν’ αναγνωρίσουν, ότι δεν μπήκαν ποτέ, στο αριστερό μονοπάτι. Της ολοκλήρωσης.
Επειδή δεν είχαν, αγάπη. Συμπόνια».

Αν έπαυαν οι άνθρωποι να δίνουν συμβουλές, θα το σκεφτόμουν να τους αφήσω κι ο ίδιος, ήσυχους. Αλλά όχι. Δεν σε αφήνουν ήσυχο. Αφού κάθε τι που συμβαίνει, προέρχεται από τον φαινομενικά, βάλτο, του καλού ή από το κακό. Κάθε μια σκέψη, καλή.. ή κακή, μπαίνει στον άνθρωπο, από τον Θεό, ώστε, χάρη σε ένα λάθος ή με μια σημαντική πρώτη ενέργεια, ανεξαρτητοποίησης –καλού, δηλαδή- να βιώνεις τα συναισθήματα. Τα συμπεράσματα.
Πιθανόν να μην ξέρεις, μα είναι καιρός να σου αποκαλυφθεί και αυτό: οι ευλογίες του Θεού, διαρκούν, το πολύ, λίγες ημέρες, άντε, μερικές εβδομάδες. Ύστερα, Επανέρχεται και σου Αρπάζει ότι σου Έδωσε, επειδή στάθηκες αχάριστος.
Επειδή, έχεις τα πάντα…
(Ακόμη κι αν δεν γεννήσεις το δικό σου παιδί).



Βέβαια, το ουσιαστικότερο, είναι, να πάψεις να βλέπεις το άλλο φύλο, ως βαθούλωμα, μέσω του οποίου, επικοινωνεί μόνο, το γνώρισμα του φύλου, που βρίσκεται, ανάμεσα στα πόδια σου. Λες και μόνο τότε –όταν είσαι άντρας- μόνο, όταν επιβληθείς στη γυναίκα, κάνοντας την πράξη, θα βγεις πλήρης.
Άραγε γιατί;
Επειδή κουμάνταρες έναν άλλο άνθρωπο;
Τι αλήθεια, σε τι, επιβλήθηκες;
Στο σώμα; Μήπως στην σκέψη; Μη με κάνεις να γελώ.
Άρα δεν αγάπησες, ποτέ.
Την αξιοπρέπεια του ατόμου.
Επειδή και οι γυναίκες, μερικές φορές, έχουν, εκείνο το μικρό φόβο, περί της πράξης. Να τους επιβληθεί ένας άντρας. Στο κρεβάτι.
Επειδή αυτό συμβαίνει. Κυρίως όταν δεν σου έχουν μάθει, να αγαπάς το σώμα σου. Τις ικανότητες του, που ο χρόνος φθίνει. (Η ανησυχία να μην προλάβεις να κατακερματίσεις τ’ απωθημένα σου. ποδοπατώντας τα. Ξεχνώντας τα. Κοιτώντας πλέον έναν άνθρωπο



στα μάτια.

Κοιτά ο άντρας, την γυναίκα, με συμπόνια.
Δεν σκέφτεται ότι τον πλησιάζει, και έχει ειλικρίνεια, απέναντι του, μόνο όταν είναι αδύναμη.
Αντιμετωπίζει ο άντρας με αγάπη συμπόνιας, την συνάδελφο του, στη δουλειά. Ικανός να της μεταδίδει μια αίσθηση εκτίμησης, άρα αναγνώρισης μιας αξιοπρέπειας, την οποία, μεν, πολεμούν, όμως, εκείνος αποδεικνύεται νικητής.

Ναι, έχει χωρίσει. Το λένε και τα χαρτιά.
Μα ήταν μια άτυχη στιγμή. Μια αδικαιολόγητη κατάληξη. Επειδή, ναι, έφταιξαν και οι δύο. Έχοντας όμως επάνω τους, το χρώμα των γονιών
«που πίστεψε με, δεν είναι, μήτε το γαλάζιο στο υπνοδωμάτιο, που πλέον, δεν έχει το άρωμα σου. Μήτε το λευκό ψυχρό της κουζίνας, ούτε ακόμη και το πορτοκαλί στο σαλόνι, όπου έφερνες τους φίλους σου, μήπως και με φτιάξεις κοινωνικό.
- Μα δεν στο είπε κανείς, πως οι άνθρωποι, δεν αλλάζουν;».

«Μπορούσες να με φτιάξεις να ανέχομαι τους δικούς σου. Επειδή, ναι, πράγματι, έθεσες σε σωστούς ρυθμούς, τις σωματικές μου ανάγκες.
Αυτό όμως που δεν μπορούσες να φτιάξεις και δεν ήθελα, ήταν και παραμένει, η επαφή με τους δικούς μου.

Εκείνο τελικά, πάνω στο οποίο δεν ήθελα να έχω ευθύνη, ήταν η γέννηση ενός νέου ανθρώπου.
Δεν μπορούσα να είμαι, εγώ, ο υπεύθυνος –με την σκέψη και μόνο- ότι θα φέρω ένα πρόσωπο σ’ αυτό τον κόσμο, το οποίο, πεθαίνοντας, κατά 75%, θα κατέληγε η ψυχή του, στην κόλαση».


«Έτσι, σε άφησα κάπου, σε μια μικρή γωνιά, του μυαλού, όπου κι αν βρίσκεσαι. Διακρίνοντας πότε πότε, αχνά, τον αριστερό δρόμο, ο οποίος μου έστελνε τον καθοδηγητή και Προστάτη του.
Μα είναι ζηλότυπος και επικίνδυνος και αυτός.
Αφήνοντας τις μεγάλες αδικίες να συμβαίνουν».
Καταλήγοντας οι άνθρωποι, σε αιρέσεις. Αφού κάθε άνθρωπος, μόνος του, δεν είναι ικανός να βρει την αγάπη. Πρέπει! να του την προσφέρει κάποια θρησκεία. Να εξαρτάσαι από το εισαγωγικό, στην αγάπη, επειδή, εκεί, στην αίρεση, που σε τράβηξε, η έλλειψη της αγάπης, άρα της αποδοχής, πίστεψες ότι θα σου λυθούν όλα τα θέματα τα οποία σε αφορούσαν.
Ότι ο Θεός θα σου έκανε τα χατίρια. Θα σου έβρισκε σταθερή δουλειά. Σύζυγο. Θα άλλαζε τον χαρακτήρα των γύρω σου –αν ήσουν πιστός, σε Εκείνον. Στεγνός δηλαδή, από όνειρα και ελπίδα. Δίχως το φόβο της κόλασης.
Όπως όλα στη ζωή, πρέπει να σε απειλούν, για να τα κάνεις. Είναι προτιμότερο.. απ’ το να είναι ελεύθερος, κάποιος.
Να ξυπνάει το πρωί και να είναι χαρούμενος που είναι ελεύθερος και μπορεί και περπατάει, και αγαπάει τα δέντρα, τα περιστέρια. Τις παιδικές χαρές. Ακόμη και τις οικογένειες με τα καροτσάκια, στην βόλτα τους, όταν η πόλη αδειάζει. Ελεύθερος, αγαπώντας συχνά, αυτό που δεν έχει.



Θυμάμαι:

Είναι Κυριακή.
Ο ανίκανος –από έλλειψη πατρικής στοργής και καθοδήγησης, σύμφωνα με το φύλο μου- πατέρας, με οδηγεί ξανά, στην εκκλησία των Πεντηκοστιανών, όπως κάθε κυριακή –όπου μπορώ να μείνω ολόκληρη τη μέρα, και για το απογευματινό κήρυγμα.
Που υποτίθεται, τι υποτίθεται, είναι η μόνη μέρα που έχω, αφού εργάζομαι και σάββατο, που μπορώ να ξεκουραστώ από την βαριά, χειρωνακτική μου εργασία. Να ξεκουραστώ από την πίεση. Μια μέρα αποκλειστικά για μένα. Όπου θα δεχτώ τον εαυτό μου όπως είναι, ποθώντας αυτό το σώμα, μια ολοήμερη ξεκούραση. Με ηρεμία νου και σώματος. Έστω και με χαζοσειρές στο χαζοκούτι. Του οποίου την πρόσβαση μου έχουν κόψει οι υπεύθυνοι της εκκλησίας. Παρομοίως, στα ταλέντα μου. Επειδή είναι πρόσκαιρες και μάταιες ενασχολήσεις.

Η γραμμή του δρομολογίου, του λεωφορείου, μας φέρνει στην εκκλησία των πεντηκοστιανών.
Η αίθουσα είναι ψηλοτάβανη. Μακρόστενη. Χωρίς εικόνες στους τοίχους. Με μια στενή τουαλέτα, σε σημείο που δεν φαίνεται.
Ο χώρος είναι χωρισμένος μ’ έναν διάδρομο, και στασίδια για το κοινό.. –και μόνο- των πιστών. Όπως μπαίνουμε, αριστερά, κάθονται οι άντρες. Δεξιά οι γυναίκες. (Δεν επιτρέπεται να κοιτούν οι άντρες τις γυναίκες, και τούμπαλιν. Ιδίως οι νέοι).
Στο βάθος, σ’ ένα υπερυψωμένο επίπεδο, 70 εκατοστών, βρίσκεται ένα έπιπλο –όπως στις διαλέξεις- με κατάλληλη θήκη, για να διαβάζεις ένα ανοιχτό βιβλίο. Εννοείται, της Αγίας Γραφής.
Μην ξεχάσω και την κρυφή μπανιέρα, κάτω από ένα σημείο της “εξέδρας”, όπου βαπτίζεσαι, ντυμένος, ώστε να σου φύγουν.. οι αμαρτίες.

Στο υπόγειο της αίθουσας, βρίσκεται η χαμηλοτάβανη τραπεζαρία, και κάποια άλλα εύχρηστα αντικείμενα και έπιπλα.
Κάθε φορά που έρχομαι εδώ, αισθάνομαι ξεκομμένος από τους ανθρώπους.
Όχι τυχερός που με διάλεξε.. ο Θεός, για να Σώσει την ψυχή μου, από όλη αυτή τη βρωμιά εκεί έξω. Την ξεβρακωσιά, δηλαδή. Όπου παίζει ρόλο, πόσο μεγάλο είναι το μόριο του άντρα. Το μέγεθος και το σχήμα του γυναικείου σώματος, ιδίως του στήθους. Όπου οι νέοι, είναι νέοι, για να μπορούν να τα δοκιμάζουν όλα αυτά, πριν να παντρευτούν, ώστε να μην έχουν απωθημένα, ότι δεν έζησαν. Δεν χάρηκαν όλα τα μικρόβια που κουβαλάει ο ένας και ο άλλος!
Κάθε φορά που έρχομαι μες σε αυτή την εκκλησία, ιδίως στην προσευχή, ενόσω είμαστε στα γόνατα, με το πρόσωπο κολλημένο στο κάθισμα, κάποιοι πιστοί.. αρχίζουν και ουρλιάζουν, μιλώντας σε άλλες γλώσσες. Κάτι μοιρολόγια, ακούγονται πότε πότε. Όλο και κάποιος θα πετάξει μια προφητεία, για να φοβηθούν οι υπόλοιποι πιστοί, και να παραμείνουν στο εκκλησίασμα. Κοντά δηλαδή, στον Θεό. ώστε ο Θεός να μην Αποφασίσει να τους παραδώσει στον έξω απ’ οδώ. Πάντα φοβισμένοι, οι πιστοί..
Ποτέ ελεύθερος, να διαλέξω να δοξάζω τον Θεό, αλλά παράλληλα να απαιτώ μια αγκαλιά από το άλλο ταίρι, που ακόμη κι αυτό, πρέπει ο Θεός, να μου υποδείξει.
Περιμένοντας ακόμη κι αυτό, όχι πια, ως δικαίωμα στα νιάτα μου που φεύγουν, απλά ως υπόσχεση του Θεού, αν παραμείνω πιστός στο εκκλησίασμα και στα θρησκευτικά μου καθήκοντα –και μόνο. Μηχανικά.
Όπως κάθε κυριακή, που αντί να ξεκουραστώ, είμαι καθισμένος, με το αίμα να κατεβαίνει στα πόδια, αντί να ανακατανέμεται σε ισορροπία, σε ολόκληρο το σώμα. Με όλο τον υπόλοιπο κόσμο, εκεί έξω, στην καταδίκη του –στην κόλαση, δηλαδή. Οι ζωντανοί νεκροί, να θάβουν τους δικούς τους νεκρούς!
Επειδή, εμείς, εδώ, σε αυτή την αίθουσα, με τα κλιματιστικά, είμαστε ο περιούσιος.. λαός!
Εδώ μιλάμε, για ΤΗΝ, οργάνωση.
(Με τις υποσχέσεις του Θεού, να παραμένουν υποσχέσεις. Με κανέναν να θεραπεύεται. Να λαμβάνει.. Άγιο Πνεύμα).

Μη ξεχάσω, όταν εισέρχεσαι στην αίθουσα, στο αριστερό μου χέρι, βρίσκεται ένα μικρό και μακρόστενο “κιόσκι”, όπως οι ρεσεψιόν, στα ξενοδοχεία. Με Αγίες Γραφές, σε μια γυάλινη προθήκη, όπου επίσης, πωλούνται, κασέτες με ύμνους και κηρύγματα.
Εδώ, εμείς, δεν αγαπάμε το σώμα μας.
Εδώ αγαπάμε να προσφέρουμε τον όβολο μας, πολύ φυσικά. Να ερχόμαστε. Να καθόμαστε ή να γονατίζουμε, αρχικά. Να τιμούμε, συνεχώς, Κάποιον, που οι υπόλοιποι εκεί έξω, θυμούνται, μόνο, την παραμονή της Ανάστασης Του. Όταν τους πιάνει μια μελαγχολία ..ξαφνικά!
Εδώ, αυθόρμητα, “αγοράζεις” τα μέσα, περί φόβου της κόλασης. Είτε είναι υλικά αγαθά, είτε το φέρσιμο των υπευθύνων, οι οποίοι προσπαθούν να σε αποτρέψουν απ’ το να σκέφτεσαι, ότι σε ελέγχουν. Αν όχι την τσέπη σου, αν θα σωθεί η ψυχή σου ή όχι!
Ναι, οι νέοι δεν επιτρέπεται να ανταλλάσσουν βλέμματα, πριν, μετά, ή κατά την διάρκεια του κηρύγματος, ή της κυριακάτικης λειτουργίας, όπου λαμβάνουμε άρτο και κρασί. Τυπικοί στα καθήκοντα, μα ανίκανοι οι νέοι, να δικαιούμαστε στην ώρα μας, να αποκατασταθούμε.
Μια φορά, είχα ζητήσει απ’ τον ποιμένα της εκκλησίας, την γνώμη του για μια κοπέλα που συμπαθούσα πολύ –ένα καλούπι που ήταν το κλειδί για την ιδανική, για μένα, χημεία- και ο ποιμένας, αυτός ο Χριστιανός.. –με βούλα- γέμισε το πρόσωπο του με την πιο απαίσια γκριμάτσα, που έχω συναντήσει. Για γνώμη απλού ανθρώπου, για άλλο άνθρωπο.

Ακούμε το κήρυγμα.
Υποτίθεται, ότι την ώρα του κηρύγματος, “μπαίνει” ο Θεός, μες το πνεύμα εκείνου που συζητά ένα κεφάλαιο ή μια παράγραφο απ’ τη Γραφή, ελέγχοντας ορισμένους απ’ το κοινό. Για όποιες λάθος σκέψεις. Ή παραστρατήματα..
Όπως να ασχολούμαστε με τους δικούς μας, που δεν πιστεύουν. Ή με συγγενείς μας, που δεν πιστεύουν.
Ακούμε το κήρυγμα. Ακολουθούμε έναν αναγκαστικά ταπεινό, τρόπο, επικοινωνίας. Σα ρομπότ. Σα θαμώνες ενός χώρου που δε ζει σε αυτό τον τόπο. (Είμαστε οι εκλεκτοί.. βλέπεις).

Μια φορά, είχε έρθει ένας ομιλητής, που τον επέλεξε ο Θεός, να τραβάει τις μάζες, λέγοντας μας, ότι ήταν ομοφυλόφιλος, και ο Θεός, τον έκανε άντρα. Παντρεύοντας τον, τελικά. Με τρία παιδιά. Τρομάρα του. (Τότε σκέφτηκα, κοίτα έναν άσχημο ομοφυλόφιλο J που ο Θεός τον πάντρεψε κιόλας J και αμέσως, αυτός ο φυσιολογικός πλέον, άντρας-ομιλητής! με κατακεραύνωσε από κει πάνω, γι’ αυτή μου τη σκέψη. Ότι έχω σαρκικά μάτια. (Γενικά μίλησε, από την εξέδρα).
Που πρέπει κάθε φορά, να ελέγχω, τι, πως, και που, κοιτάζουν.
Ιδίως στις συναντήσεις, μια μέρα της εβδομάδας, το απόγευμα, των νέων. Ξανά, εννοείται, για κήρυγμα ή για μια βόλτα-περίπατο.
Μια φορά είχαμε πάει να “αθληθούμε” αλλά ένοιωσα ότι ήταν κάτι που με αποσπούσε τελικά, από το να είμαι προσηλωμένος, στα καθήκοντα μου, απέναντι στον Θεό. γι’ αυτό και δεν το ξαναεπιχείρησα. Όχι ότι συνέβη ποτέ, ξανά. Θεώρησα δηλαδή, ότι ήταν κάτι μάταιο.
Εκτός απ’ το να αναπνέεις και να μοιράζεις το βίο σου, μεταξύ μόνο, κηρυγμάτων, εργασίας, συναντήσεων για κήρυγμα! Των νέων, ή σε φιλικά σπίτια, για προσευχή, φαγητό, και ξανά κήρυγμα!!
Μια φορά, όταν ήμασταν στα γόνατα, αναγκάστηκα.. να αποκαλύψω ότι ζήλευα έναν άλλο πιστό, που ο Θεός επρόκειτο να αποκαταστήσει –στο μέλλον, εννοείται.

Πόσο τυχεροί είμαστε.
Εδώ πέρα. Σ’ αυτό το καθεστώς ασφάλειας. Ότι σε προστατεύει ο Θεός, απειλώντας σε, παράλληλα! Ότι θα πας στην κόλαση, αν δεν μείνεις έως τέλους.
Εδώ πέρα, κυριαρχεί ένα πνεύμα, ανωτερότητας: Εμείς θα σωθούμε και κανείς άλλος, από τους ..έξω. Εμείς έχουμε κόψει εισιτήριο. Εμείς, θα σωθούμε. Εμείς μιλάμε –εννοείται οι βαπτισμένοι, με Άγιο Πνεύμα- γλώσσες ξένες και άγνωστες μας. Εμείς, θεραπεύουμε, μερικοί –εννοείται- κάθε αρρώστια. Αρκεί να πιστεύουμε!
Τίποτα χωρίς αντάλλαγμα.
Σωτηρία, χωρίς υποταγή. (Η ελευθερία πάει περίπατο).
Άγιο Πνεύμα, χωρίς τριήμερη νηστεία.
Σύζυγο, χωρίς υπομονή και αγαμία σωματικών αναγκών.
Εμείς δεν έχουμε.. φύλο. Μας έχουν κοπεί οι ορμές, όπως τότε, με την κιβωτό του Νώε J
Εμείς έχουμε μόνο, ψυχή.


Τίποτα χωρίς αντάλλαγμα.
Ακόμη και η αγάπη.
Να αισθάνεσαι το χέρι του Θεού, στην πλάτη σου, όταν κάνεις προσευχή, ή στην κεφαλή.
Μα που είναι η αγάπη. Η αγκαλιά που ποτέ δεν είχες. Ούτε εδώ, στους πεντηκοστιανούς, που δεν επιτρέπονται οι χειραψίες, ούτε να σε χτυπήσει φιλικά, κάποιος, στον ώμο. Να σου πει: όλα θα πάνε καλά. Κάνε υπομονή. Υπάρχει και αγάπη. Και να συγκινηθείς. Αν όχι με δάκρυα, μέσα σου, τουλάχιστον. Κοιτώντας πλέον τον κόσμο ως δώρο. Ως κάτι που ζεις τώρα, ακόμη και ως πεντηκοστιανός. Κοιτώντας τη ζωή εκεί έξω, με αγάπη για τον συνάνθρωπο. Όχι να αισθάνεσαι ανώτερος, επειδή υπηρετείς τον Θεό, όπως σου υποδεικνύουν οι άλλοι που δεν σου μαθαίνουν, καν, την έννοια της αγάπης. Η οποία φυσικά, δεν σημαίνει, να κλαις αναγκαστικά –υποκριτικά δηλαδή- ώστε οι άλλοι πιστοί.. να εννοήσουν ότι ανήκεις πλέον, στον Θεό. Ακόμη και οι κοπέλες, εδώ, τις έχουν μαθητεύσει, να διαλέξουν, μόνο όποιον αφιερώνεται εντελώς, στον Θεό. Βλέποντας τους άντρες, μόνο ως πρόβατα-πιστούς, και όχι ως ανθρώπους-άντρες, με δικαιώματα. Όπως και εκείνες, έχουν δικαιώματα, βάση του φύλου τους. Μα δεν τις αφήνουν να το δουν. Φαντάζομαι, ότι ακόμη και η ίδια τους η μάνα, δεν τις αγκαλιάζει. Δεν τους χαϊδεύει τα μαλλιά. Δεν τις κανακεύει, δηλαδή.
Δυστυχώς, ακόμη και η αγάπη, η συμπόνια, είναι καταπιεσμένη, εδώ.
Το γεύεσαι στις εκτός κηρύγματος, συναντήσεις.
Οι άνθρωποι είναι απίστευτα σχολαστικοί στο τι λένε. Πως εκφράζονται. Δίνουν κάποια ελάχιστα φαγητά ως δώρο, ή σε εξυπηρετούν με το αυτοκίνητο. Όμως, δεν ξέρουν να επικοινωνούν.
Ο Θεός τους έχει λύσει.. όλα τα προβλήματα.
Ο Θεός, τους ενημερώνει για το τι γίνεται στον κόσμο. Ο Θεός, τους προστατεύει από τα κρυφά συμβούλια, που θέλουν να εξοντώσουν, κάθε ιδέα, Χριστιανισμού.
Ο Θεός δίνει. Ο Θεός, παίρνει.
Με σταγονόμετρο.
Κάνε υπομονή: το ίδιο σχόλιο.
Καταπίεσε τις ανάγκες σου.
Τι κι αν παντρευτείς στα 35; Αρκεί να παντρευτείς, όταν παντρεύτηκε κι ο πατέρας σου. Μη φανεί ότι είσαι ανώτερος του πατέρα σου!
Έστω, σε κάτι.
Εκτός από την διαφορά ύψους, στο σωματικό καλούπι.

Ακόμη κι εδώ, στους πεντηκοστιανούς, κάποιος είναι ακόμη ανώτερος.
Κάποιος πρέπει να δίνει οδηγίες.
Εσύ, πάντα, να εκτελείς. Να υπακούς.
Πάντα.
Να μην ξεκουράζεσαι. Να προσεύχεσαι. Πάντα.
Να υπομένεις.
Η ..αγάπη, υπομένει. Ελπίζει..
….Βοηθά.


Πλέον, εδώ και πολλά χρόνια, έχω γλιτώσει από αυτούς τους καταπονημένους ανθρώπους, τους πεντηκοστιανούς.
Από αυτούς τους στεγνούς ανθρώπους. Από αγάπη αληθινή. Με συμπόνια έμπρακτη, με αγκαλιά. Με βοήθεια.

Θυμάμαι έναν πιστό, τον τελευταίο καιρό που είχα αποφασίσει να φύγω από αυτή την κλειστή κοινωνία, ο οποίος με έφερε σπίτι, και ο βλάκας, παίζοντας το Θεός, καθόταν και έκλαιγε, στον δρόμο, για την ψυχή μου. Κάνοντας με ρεζίλι, στη γειτονιά.




Ύστερα

Ρωτάς, «γιατί δεν θέλω να φέρω ένα παιδί, το δικό μας παιδί, στον κόσμο.
Επειδή δεν θέλω να είμαι εγώ, ο υπεύθυνος για μια πιθανή, κατά 90% -ανέβηκε- καταδίκη του, στο αιώνιο πυρ.
Επειδή, ναι, υπάρχει Θεός, και τσιράκι, τιμωρός.
Εδώ, είναι ένας προθάλαμος, κάπου, έστω, μεταξύ πρόσκαιρης χαράς και επαναλαμβανόμενης τιμωρίας, επειδή αυτό είναι τα προβλήματα.
Μην αυταπατάσαι, στο είπα πολλές φορές, ότι επειδή δεν κλέβεις, δεν έχεις σκοτώσει κανέναν. Δεν μισείς κανέναν –ναι;- ότι αυτόματα, είσαι καλός χαρακτήρας. Λες και είμαι ικανός κάθε στιγμή, να σε κοιτώ στο πρόσωπο ή να έχω την ικανότητα να διαβάζω την κρυφή σου ειρωνεία για πρόσωπα και καταστάσεις. Λες και έχεις τέλεια προσωπικότητα, όπως ορισμένες νεαρές ενήλικες γυναίκες, που πιστεύουν ότι είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν τα πάντα. Τα πάντα χειρίζονται με τον αρμοδιότερο τρόπο, βάζοντας τον άλλο, στη θέση του! Γι’ αυτό και θα μείνουν μόνες, για πάντα.

Τίποτα δε δίδεται, χωρίς αντάλλαγμα.
Κι άσε τους άλλους να λένε, ότι όλοι μπορούμε να πράξουμε, προς το μέρος της πραγμάτωσης ενός ονείρου ή επιβεβαίωσης του ταλέντου μας. Ότι μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα.
Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.
Ο Θεός θα πει: Όχι.

Σε μερικούς, ο Θεός, βάζει απίστευτα εμπόδια, κι αφήνει άλλους να πηδιούνται όσο θέλουν, πριν να παντρευτούν.
Σε μερικούς, ο Θεός δεν μας επιτρέπει να μείνουμε και να χαρούμε τα ταλέντα μας, όσο είμαστε, νέοι.
Οι κλίσεις του καθενός, είναι μόνο μια παρηγοριά. Ώστε να μην αισθάνεσαι, άχρηστος.
Ταλέντο, μόνο για σένα τον ίδιο.
Στους τέσσερις τοίχους».

Ο Θεός, μπορεί να έρθει στον ύπνο σου, ως φωνή συνείδησης και να σε προειδοποιήσει ότι αν δεν αλλάξεις.. θα σου έρθει ένα πρόβλημα, στη ζωή σου. Θα στο στείλει, ο Θεός. Όπως σε τρομάζει με εφιάλτες, στον ύπνο σου.

«Στο είπα πολλές φορές, ότι ευγνωμονώ για όσα έχω, όμως, η Δύναμη, δεν θέλει να σου λύσει, ορισμένα ψεγάδια.
Λες και θα σε κρατήσουν ταπεινό, δηλαδή υποτακτικό, ενόσω αυτά τα ψεγάδια, σε προκαλούν να εξακολουθείς να μην αγαπάς το σώμα σου. Τις ικανότητες του –για τον άντρα- που μπορεί να θέλει να “εκμεταλλευτεί” μια γυναίκα.
Ούτε ακόμη και τώρα, που έχεις βάλει, γυναίκα μου, σε σωστό ρυθμό, τις σωματικές μου ανάγκες.
(Εκτός κι αν αποτελεί κατακάθι, ότι θέλω… πάντα, κάποιος να με ελέγχει).
Ούτε και τώρα, που έχω αναφέρει τα πάντα, για μένα, μα εσύ τα στρίμωξες στην βαλίτσα σου, ένα πρωί, μαζί με τα υπόλοιπα υπάρχοντα σου, επειδή σου είπα ότι δεν θέλω να κάνουμε, παιδί. (Όπως εκείνοι οι άχρηστοι, παντρεμένοι, που χρησιμοποιούν, ακόμη, προφυλακτικό).

Ακόμη δηλαδή, ένας μπελάς, στο κεφάλι μου.


Κι αν σε βρήκα, μόνος μου το επιτέλεσα.
Δεν λυπήθηκα τον εαυτό μου. Να μεμψιμοιρήσω. Να δηλώσω: κάποιος Ανώτερος, θα μου λύσει τις διαφορές που έχω, με τη ζωή».

Κανένας δεν θέλει να λυθούν οι διαφορές που έχεις, με τη ζωή. Όση δύναμη και αν έχει. Από τη θέση ασφαλείας, που στέκεται. Του αποφασίζουμε και διατάσουμε. (Και η γη θα κλείσει ως βιβλίο, και θα εξαφανιστεί. Μαζί με τον θυμό σου. Την νευρασθένεια του δυναμισμού σου).

Κι ύστερα, μερικοί, απορούν, πως γίνεται, κάποιος που έχει περάσει από το κατώφλι, κάποιας αίρεσης, να είναι δυνατόν, πλέον, να δει τη ζωή, με ελπίδα. Το τώρα. Ν’ αποφασίσει να το ζήσει, το τώρα.
Δεν μπορείς, καν, να το δεις αυτό, μέσα στον άλλο, που πήγε να σκάψει για Αγάπη, και βρήκε ένα καταστατικό, και μόνο.


Πρωί

Νωρίς.

Ξημερώματα.

Η τηλεόραση έχει κλείσει, ξανά, μ’ ένα γυναικείο, ελκυστικό, πρόσωπο.

Οδηγώ τα βλέμματα μου στον κυβερνοχώρο.
«Να σε ξεχάσω.
Την απόλυτη εγκατάλειψη σου».

Παρομοίως όπως προσπαθώ να μην σκέπτομαι κάτι ηλίθιους μπάτσους, που υποδύονται τους ταξιτζήδες, παρακολουθώντας, αξιοπρεπείς, νομοταγείς, πολίτες.

Προσπαθώ να ξεχάσω το κακό που έχω προκαλέσει σε δικά μου πρόσωπα ή όσους, έχουν καταστρέψει την ζωή μου.
Προσπαθώ να ξεχάσω ότι αύριο έχω δουλειά. Ότι το πρωί, αύριο, θα κάνω ξανά την τελετουργία, αγοράς, εφημερίδας, ή αριθμού σοκολατών.
Προσπαθώ ν’ αποφύγω τις νουθεσίες σας.
Ή ότι μου ζητά το σώμα, τόσους μήνες, μόνο του.
Ελπίζω να βρέχει αύριο, ώστε να επιστρέψω απ’ τη δουλειά και να μη βρω, ξανά, αυτούς τους ηλίθιους φωνακλάδες μετανάστες, στην διπλανή νεοαναγειρόμενη, οικοδομή. Που ούτε τις Κυριακές, δεν σέβονται οι πανηλίθιοι ιδιοκτήτες του νέου κτιρίου.
Θέλω να θυμάμαι ότι έχω ζωγραφίσει. Καλά, μάλιστα.
Έχω σχεδιάσει, ιδιαιτέρως πρωτότυπα, κοσμήματα.
Έχω τραγουδήσει, με την καρδιά μου. Όχι γκαρίζοντας.
Έχω αγαπήσει το φως. Τα λουλούδια. Τα ζώα. Τη θάλασσα.
Εκείνη.
Θέλω να είμαι ικανός ν’ αφουγκράζομαι το καλό, και να το δέχομαι.
Να διώχνω, θέλω, τα τρωκτικά που οι αισθήσεις μου, λαμβάνουν.
Να διώχνω τις ανάγκες και να ‘μαι ελεύθερος.
Να πετάω πράγματα και να ελευθερώνομαι.

Να έχω χρόνο, για μένα.
Να μπορώ, ναι, να μπορώ ν’ αγαπάω.



Αγάπη σημαίνει ν’ ανησυχείς, με παλμό, στο ίδιος μήκος κύματος, με τον άλλο που περνάει άσχημα. Να μην τον απορρίπτεις, επειδή απορρίπτει τη ζωή, όταν θυμάται, τους πεντηκοστιανούς. ΜΗΝ τον απορρίπτεις για τις παλιές του εμπειρίες, παίζοντας το δυνατός ή ικανός να τον ρεζιλέψεις σε όλο τον κόσμο, για τα κατάλοιπα δεκαετιών, καταπίεσης. Αυτό σημαίνει, αγάπη αληθινή. Με συμπόνια. Όχι αγαπάμε το άλλο πρόσωπο, επειδή ζούμε μαζί. Είτε είναι οι γονείς μας, οι συμφοιτητές. Όλοι, εκείνοι, που εμπιστευόμαστε.
ΜΕΓΑΛΗ κουβέντα, η εμπιστοσύνη.
Εμπιστοσύνη, σημαίνει, να ξέρεις ότι ο άλλος δεν θα σε ρεζιλέψει, επειδή έκανες το λάθος! να μιλήσεις για την ζωή σου. Αυτό δηλαδή που εσύ ο έξυπνος, αποκαλείς: παίζω με τη φωτιά.
Εμπιστοσύνη σημαίνει, ν’ ανοίγεσαι κι εσύ, όχι μόνο, ο ίδιος.
Σου έχω αναφέρει ορισμένα σημαντικά περιστατικά, του βίου μου. Εσύ, γιατί δεν μιλάς για την ζωή σου; Τι νομίζεις ότι είσαι;
Διαρκώς σε άμυνα. Φοβάσαι να πεις, τη γνώμη σου, για τα δικά σου προβλήματα;
Νομίζεις ότι θα το ανέχομαι για πάντα;
Θα στερέψει κι αυτό, όπως το να δίνω, πράγματα.
Οπότε θα πάψω κι ο ίδιος, δικαιολογημένα όμως, πλέον, να μιλάω για μένα.
Τόσα χρόνια, που μιλούσα για μένα και τα έλεγα, όλα, δεν είδα χαμπέρι.
Θα φύγω από κοντά σου. Που μόνο, ξέρεις.. ν’ ακούς. Και ποιος ο λόγος της παρουσίας σου, ως πρόσωπο κοντινό μου, άρα εμπιστοσύνης;
Σκατά εμπιστοσύνη, δηλαδή. Να μιλάει μόνο ο ένας και ο άλλος να το παίζει δυνατός… συνεχώς σε άμυνα. Νευρασθενικός μες την ωριμότητα του!!

Νομίζεις ότι είναι θεμιτό, πλέον, στην εποχή μας, να κλείνεσαι στο καβούκι σου. Μόνο να δίνεις συμβουλές. Παρόλο το περίεργο της νεαρής σου ηλικίας. Που υποτίθεται, άνθρωποι, ξεκινούν να γνωρίζουν την ζωή. Αλλά εξαρτάται από την παιδεία που έχεις λάβει, από τους γονείς. Από το ποσοστό ενδιαφέροντος και αποδοχής, που σου έχουν αποδείξει, όχι απλά, σε μεγαλώνω, τοποθετώντας σε αργότερα, στο κουτί της υποχρεωτικής αναφοράς, του τι κάνεις. Τι λες. Ότι πρέπει να φροντίσω τους γονείς για να μου αφήσουν, κάτι. Πως τους οφείλω, για πάντα, ότι υπάρχω, άρα δεν πρέπει να μεγαλώσω. Να κόψω το χαλινάρι από το οποίο με σέρνουν.
Να είμαι ικανός να πάψω να μιλώ και να γκρινιάζω.
Να είμαι μόνος και να ‘μαι ευχαριστημένος.
Κανείς να μην δέχεται τα παράπονα μου.
Παράπονα να μην υπάρχουν, πια.

Ίσως τότε, όταν πάψουν οι συμβουλές, ένθεν κι εκείθεν, να βγει η ζωή και να μιλήσει. Να φέρει ανθρώπους, πλάι σου, άξιους εμπιστοσύνης.
Ναι, η εμπιστοσύνη, είναι μεγάλη κουβέντα.
Να γνωρίζει ο γονιός, πως το παιδί του δεν θα τον κλέψει, ποτέ. Δεν θα τον φέρει σε άσχημη θέση, με ψέματα και υποσχέσεις, ότι όλα, ξαφνικά, θα φτιάξουν, όπως θέλει ο γονιός, κι όχι όπως τα ταλέντα ή ο ψυχισμός του παιδιού, επιβάλλει. Φυσικά, με εμπιστοσύνη στη ζωή που δίδεται ως δικαίωμα. Άρα, με σεβασμό. Επειδή και η αποδοχή, είναι μια κουβέντα, που πρέπει να πλένεις το στόμα σου, προτού βγάλεις τον αέρα απ’ το λαιμό –χρησιμοποιώντας τις φωνητικές χορδές.

Επειδή είσαι άνθρωπος κι έχεις δικαίωμα να λες την άποψη σου ή να περιγράφεις τη ζωή σου, όπως και να ‘ναι. Ώστε να μάθουν, με αποδείξεις, οι άλλοι, αυτό που είναι πλέον, γνωστό: πως ο καθένας έχει τα προβλήματα του. Πως ο άλλος ζει διαφορετικά από εσένα. Πως η ζωή δεν είναι μόνο αυτό που εσύ ακολουθείς.
Ή που σου επιβάλλουν οι ψυχολόγοι, ότι πρέπει ξαφνικά, όλα να τα βλέπεις αισιόδοξα, με το βάρος της αιώνιας καταδίκης, στην πλάτη, κάθε ώρα και στιγμή, στη σκέψη σου. Ότι πλησιάζει η ώρα, να πάρει ο Θεός, τους πιστούς Του. Ότι δεν πρέπει να μείνεις, κάτω, στη γη. Να σου βάλουν το χάραγμα στο χέρι ή στο μέτωπο. Να μείνεις κάτω και να βιώσεις τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Και να βλέπεις την κάθε ημέρα ως μια απειλή, ένα άγχος ασυγχώρητο. Και να μιλάς και να επαναλαμβάνεις τα ίδια πράγματα που κουράζουν τους άλλους που δεν δέχονται να μιλήσουν κι εκείνοι για τα δικά τους δεινά, που επαναλαμβάνονται. Που κάνουν στη ζωή, κακό, χωρίζοντας τους ανθρώπους απ’ το να συναντηθούν, ή τα δύο φύλα, να βλέπουν αιώνια, επίτηδες, φιλικά, ο ένας τον άλλο. Και να ‘χεις αυτό το παράπονο συνεχώς. Και να ξυπνάς, να τρως, να επαναλαμβάνεις τις ίδιες αναφορές και να μιλάς και να πράττεις. Να μιλάς και να πράττεις. Να μιλάς και να πράττεις. Συνεχώς, δίχως ξεκούραση. Δίχως αγκαλιά.
Και να θυμάσαι ότι σε εγκατέλειψε κάποιος ή το ταίρι σου που διάλεξες για μια ζωή, επειδή είδε μια αδυναμία σου που δεν ήθελες να διορθώσεις.
Και να κουράζεις εσένα και τους άλλους. Ξανά.
Ώστε να μην σε αποδέχονται, ποτέ!
Να είσαι ο μόνος ήρωας του θεατρικού της ζωής σου, καταλήγοντας να μην αποδέχεσαι ούτε ο ίδιος, τον εαυτό σου.
Επειδή δεν σου το δίδαξαν αυτό.



Έπειτα έρχεται η ησυχία, σαν άδεια είσοδος, κατοικίας.
Ξεχνιούνται όλα.
Τα λόγια. Οι εικόνες.
Ότι συμβαίνει.



Να είσαι πάντα, σε ετοιμότητα, να ακούσεις τον άλλο, όπως έχεις τη δύναμη να ευχαριστείς για την ομορφιά των ματιών, ο καθένας με το χρώμα το.
Μόνο τότε θα αποδείξεις ότι αποδέχεσαι τον άλλο.

Τεράστια κουβέντα η αποδοχή. Η οποία, ναι, ανικανοποίητο τομάρι, πρέπει να συμβαδίζει με τον σεβασμό.
Αλλά, τι περιμένει κανείς, από ανθρώπους που τα σκάτωσαν στη ζωή τους, και τώρα, λίγο πριν, ή λίγο μετά τα σαράντα, κοιτάνε να πιαστούν από τον πρώτο, με απλοϊκό και ποιοτικό χαρακτήρα. Μήπως με αυτό το πρόσωπο, απατήσουν τελικά, το στεφάνι τους. Ή απλά ζητήσουν από το άλλο πρόσωπο, της εμπιστοσύνης τους, να χαλαρώσουν.
Ότι κι αν σημαίνει αυτό.

Μήπως η υπόλοιπη ζωή, κυλήσει κατηφορικά και λεία. Με άνεση. Δίχως σκαμπανεβάσματα.
Πότε αισθάνομαι καλά. Πότε μ’ ενοχλούν όλα. Δεν αντέχω, άλλες αναρριχήσεις.

Πότε επιθυμώ να μου λύνουν οι άλλοι, κάθε μου ανάγκη. Απλή ή περίπλοκη.
Φαντάσου, ένας γιος, να έχει ξεπεράσει τα τριάντα, να γυρίσει να κοιτάξει τον πατέρα του, και να του πει: Πήγαινε να μου αγοράσεις μια γυναίκα. Έχω μισή ζωή που δεν έχω πηδήξει.


Θυμάμαι: «μια παλιά μας, συνομιλία.

- Αλήθεια, τι εννοούσες; όταν έλεγες: κοιτώ μια γοητευτική γυναίκα, και λέω: τι στερούμαι.
(Σε κοιτώ. Θυμάμαι πόσο γρήγορα επήλθε ο κορεσμός, όσον αφορά, τον ερωτικό τομέα. Επειδή ακόμη κι αυτό, είναι μια ασχολία που πρέπει να συζητείται πίσω από κλειστές πόρτες. Μεταξύ του ζευγαριού. Επειδή ορισμένα ζευγάρια, δεν “κλειδώνουν”, μόνο όταν ενώνονται οι λεκάνες τους).
- Τι εννοούσα, ρωτάς.
Σίγουρα όχι, αυτό που σκέφτονται οι περισσότεροι άντρες: η γυναίκα, μόνο ως είσοδος, μέσα στο σώμα της. Αντιμετωπίζοντας κάθε χαρακτηριστικό, στο σώμα της, ως εξόγκωμα – κρέας, δίχως κεντρικό “υπολογιστή”, ικανό να λαμβάνει αποφάσεις για την σωματική υγεία και λειτουργία, του γυναικείου σώματος. Κυρίως όμως για τις αποφάσεις που ορίζουν τον όρο γυναίκα, και πως, εκείνη, αντιμετωπίζει την ζωή. Αν χρησιμοποιεί το σώμα της ως όπλο, ως εκβιασμό: αν θέλεις, άντρα, να μπεις, μέσα μου –επειδή περί αυτού πρόκειται- του λέει, πρέπει να σε έχω του χεριού μου. Σα σκυλάκι. Μόνο που τα σκυλιά, δεν έχουν φωνή. Μόνο οι άνθρωποι που θέλουν αυτές οι πονηρές γυναίκες, να ελέγχουν: θα με ντύνεις, θα με ποτίζεις. Λούσα, λεφτά, εκδρομές. Ελευθερία!
Ώ, πιάσαμε πάτο!
Οι σημερινές γυναίκες, πιστεύουν, πως ακόμα κι ως παντρεμένες, θα εξακολουθούν να βάζουν τις φιλίες και τις εξόδους, μαζί τους, πάνω από τον σύζυγο, με τον όρο που τον ακολουθεί: οικογένεια».
Αλλά είσαι κι εσύ, άντρα, σύζυγε, πολύ άχαρος στις αποφάσεις σου, που πας και παντρεύεσαι μια γυναίκα που έδειξε έναν ευαίσθητο χαρακτήρα, όσο η ίδια το είχε ανάγκη. Έως να ξυπνήσει μέσα της εκείνη η παλιά ανάγκη για ελευθερία. Μήπως θυμηθεί τα νιάτα της. Τον χρόνο που έχασε, ακόμη και μαζί σου.
Μαζί μου.

Κι ύστερα αναρωτιέμαι, πως είναι δυνατόν, μια τέτοια γυναίκα, να μην φύγει από κοντά μου. Εξακολουθώντας να μην συμβιβάζεται, ότι έπαψε να μπορεί να κάνει ότι θέλει, μη δίνοντας λογαριασμό, σε κανένα.
Ακόμη και στον σύζυγο.
«Αλλά τελικά, δεν φταίω μόνον, εγώ, που δεν θέλω παιδιά, μήπως όταν πεθάνουν, πάνε στην κόλαση.
Φταις κι εσύ, που τελικά, μόνο αγαπούσες τα παιδιά –όπως κι ο ίδιος. Δεν πιστεύω, ότι ήθελες να γεννήσεις ποτέ.
Να ξεχάσεις ότι έπαψες να είσαι καλή με την έννοια και μόνο, ότι οι άλλοι πρέπει να υπηρετούν, κάθε μας ανάγκη. Αυτό που λένε, έδεσα τον γάιδαρο μου.
Μα επειδή ο σύζυγος βγάζει στη φόρα, παλιές του φοβίες, που ακόμη εξακολουθούν. Τότε, εσύ, η γυναίκα του, αποφασίζεις να τον αφήσεις, επιτέλους!
Ποια γυναίκα είναι ικανή ν’ ανεχτεί έναν σύζυγο που της αφαιρεί το δικαίωμα να βλέπει ή να γνωρίσει, τους δικούς του. Επειδή, πίστεψε, ο ανόητος, πως εκείνη θα του χάριζε την έννοια, αγάπη. Ίσως και να τον άλλαζε. Μαλακώνοντας την καρδιά του».

Όμως εκείνο που δεν γνωρίζετε, εσείς οι γυναίκες, είναι, πως δεν μπορείς να αλλάξεις έναν άντρα.

Εδώ δεν τον άλλαξε το σχολείο. Η στρατιωτική θητεία. Οι πρώτες χυλόπιτες.
Ο ίδιος ο Θεός.

«Όπως τότε που σου ανέφερα, ότι, προτού σε γνωρίσω, για 11 μήνες περίπου, ακολουθούσα τον πατέρα μου, στους πεντηκοστιανούς. Αλλά ακόμα, και αυτός, ο σωτήρας!! της οικογένειας, δεν ήταν ικανός, τελικά, ούτε την ίδια του την ψυχή, να σώσει! Φεύγοντας από αυτούς, τους απλούς, καλούς, Χριστιανούς!! (Άβουλα όντα, στερημένα, που δεν αγαπάνε το σώμα τους).
Με ρώτησες, πως καταλήγει κανείς, σε ξένους σωτήρες, βλέπε: αιρέσεις.
Μια ζωή να μας σώζει! Κάποιος άλλος. Εκτός απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό».

Όλοι θα έλεγαν: εκεί πάνε, μόνο όσοι έχουν αδύναμο χαρακτήρα. Ή προβληματικό, χαρακτήρα.
Εν μέρει, έχουν δίκιο. Αφού αυτοί οι μισοί-άνθρωποι, βγάζουν εκτός, ακόμη και τους ανθρώπους της ίδιας τους της οικογένειας που το “μήκος” του λουριού, της σωτηρίας.. δεν είναι ικανό να τους δεσμεύσει, στην ίδια, παγίδα! Και μετά λένε, ότι είναι Χριστιανοί. Πως έχουν αγάπη Θεού, μέσα τους. Σπλάχνα Θεού.
Αν ήταν όλοι οι πιστοί, έτσι, ή όλοι οι καλοί άνθρωποι, έτσι: τόσο συμπονετικοί! Τόσο απλοί. Τόσο φθαρτοί. Τόσο άβουλα όντα.
Αφού, άβουλο ον, είναι, όποιος ακολουθεί μια θρησκεία.

«Μα εσύ, τελικά, δεν ήσουν ικανή ν’ αντισταθείς, ως ενήλικη.
Όταν θα σε ρωτήσει ο Θεός, τι έκανες στην γη, όσο ζούσες, μες το φθαρτό σου σώμα, θα του πεις: μου άρεσε να υποκρίνομαι. Δεν εκτιμούσα τον άντρα μου. Τον ήπιο του ρυθμό. Μου άρεσε να βάφομαι, να ξενυχτώ, κάθε τόσο. Κακό είναι; Θα έχεις το θράσος, ακόμη και τότε, μπροστά στον Θεό, να το πεις, αυτό.
Και θα συνεχίσεις; Κοιτώντας τον Θεό: και που χάλαγα χρόνο σε χορούς, σε διασκεδάσεις. Σε ρούχα, με τις φίλες μου, αδιαφορώντας για το σύζυγο, ε και;
Και που αδιαφορεί μια γυναίκα, ένας άνθρωπος, για τον Θεό, ε και;
Σάμπως για μένα σταυρώθηκε ο άνθρωπος;!!!!
Αυτά γίνανε στο παρελθόν.
Ίσως και να μην συνέβησαν.
Πότε μου μίλησε, εμένα, ο Θεός;
Ήρθε και έκατσε στο τραπέζι, να πούμε, δυο κουβέντες».

Θα συνεχίσει να λέει και άλλα, ο άνθρωπος, που δεν θέλει τον Θεό, στην ζωή του. Που έχει ακουστά, μόνο, την Αγία Γραφή (δεν είναι μόνον, ικανοί, οι άνθρωποι, για να γράφουν). Που να μείνει χρόνος για Διάβασμα, εν μέσω, δουλειάς, οικογένειας. Υποχρεώσεων. Εξόδων. Χρεών. Διασκεδάσεων. Πονηρών βλεμμάτων στα γυμνά της τηλεόρασης ή στην ξεβρακωσιά εκεί έξω.
Μεταξύ εκδρομών. Προετοιμασίας μαγειρέματος.
Χαλαρώνοντας με μπουζουκοτράγουδα ή υπολογίζοντας, πότε ακριβώς, θα κάνεις έρωτα.

Που να μείνει χρόνος, να ησυχάσεις.
Λες ότι είσαι καλός.
Ότι η εσωτερική πλευρά της παλάμης, είναι μαλακή, όπως ο τρυφερός σου χαρακτήρας.
Είναι;

Είναι;

Επειδή η ζωή, δεν είναι μόνο οι απλές στιγμές που ζούμε.
Οι στιγμές που μοιράζεται ένα ζευγάρι, πηγαίνοντας ένα ταξίδι. Μοιράζοντας τα έξοδα και το ίδιο κρεβάτι. Περπατώντας στα στενά, με τα χέρια ενωμένα. Σταματώντας να χαρούν το φόντο ή απλά, να φιληθούν, όταν δεν κοιτά, κάποιος.
Η ζωή δεν είναι μόνο, δικαίωμα.

- Ποιος σου τα ‘φερε, τόσο δεξιά, στη ζωή σου, εξακολουθώντας να είσαι υγιής. Να υπάρχει μια σταθερή κατοικία. Μια σταθερή διατροφή. Ικανότητα να έχεις καθαρά ρούχα. Καθαρό σπίτι.
Καμία υποχρέωση, λοιπόν, στον Θεό;
Νομίζεις ότι έχεις αγάπη, μέσα σου;
Φιλότιμο;

Μόνο μια υγρασία αγάπης.
Ένα φιλικό, τρυφερό ενδιαφέρον, για το άλλο φύλο.

Τίποτε περισσότερο.
Πίστεψε με! Θα το καταλάβεις, όταν θ’ αρχίσεις να αγαπάς, τους ανθρώπους.
Το έχω περάσει, έστω, για ελάχιστες ημέρες.
Πίστεψε με! Θα το θυμάσαι.
Θα το αναπολείς.
Ωσότου η καρδιά σου χαρακτηριστεί, παγερή.
Πίστεψε με.

Και θα καταλάβεις, ότι ποτέ σου, δεν είχες αγάπη, για τίποτα και κανέναν. Απλά έτρωγες. Κατανάλωνες. Πλενόσουν. Άλλαζες. Ικανοποιούσουν.
Κοιτούσες τον ήλιο. Έπαιρνες το λεωφορείο. Πήγαινες σινεμά.
Παρατηρούσες την ανάγκη των γύρω, να ξεχωρίσουν.
Λες και μόνο, τότε, θα κατακτούσες την αγάπη των γύρω.
Την ΑΠΟΔΟΧΗ.
Αφού ποτέ, κανένας σας, δεν πήρε την πρωτοβουλία, να δείξει την εσωτερική πλευρά, της παλάμης του. Ώστε να μονιάσετε. Μ’ ακόμη και τότε, θα έχετε ένα απίστευτο κενό –που λέγεται αγάπη, έστω και για λίγες ημέρες.
Ένα κενό που δεν σας έμαθε ή δεν σας άφησε να γνωρίσετε, την παρουσία.

Συνέχεια έγνοια, να είναι καθαρό το αμάξι. Σιδερωμένα, τα καλά ρούχα. Πληρωμένοι οι λογαριασμοί. Τακτοποιημένα τα παιδιά. Στα σχολεία τους. Τα πανεπιστήμια. Στους γάμους τους.
Χωρίς αγάπη, όμως.
Απαιτεί χρόνο, το αληθινό ενδιαφέρον. Η αληθινή συμπόνια.
Χρόνο. Ακόμη και χρήμα.
Ιδίως όταν κάνεις τα έξοδα, σ’ ένα άνεργο φίλο.


Η μέρα θα ξημερώσει
Η γη θα εξακολουθήσει να περιστρέφεται.
Που ξέρεις,
Μπορεί να φωτιστεί και η εσωτερική πλευρά, της παλάμης σου.
Ενδέχεται να γνωρίσεις, πως η γυναίκα, θέλει να βλέπει τον άντρα, και ως φίλο.


Τωρινή μας, αυτή τη στιγμή, τηλεφωνική, συνομιλία.
«Αλήθεια, με είδες ποτέ, ως φίλη σου;
- Τι εννοείς;
- Πως έχω κι η ίδια, εγκέφαλο.
- Αυτό εξυπακούεται.
- Σίγουρα;
- Τουλάχιστον ο ίδιος, δεν αναγκάστηκα να δημιουργήσω, επαφές, εκτός γάμου, προκειμένου, τον τελευταίο καιρό, ή το μεγαλύτερο διάστημα, να μπορώ να λέω, μια κουβέντα.
- Δεν μου απαντάς, όμως.
- Όπως δεν μιλάς, κι εσύ, για κείνη την προτίμηση σου, να απαρνείσαι τον νέο σου ρόλο, μέσα στην οικογένεια.
- Και ποιος είναι αυτός;
- Να πάψεις να το παίζεις, Λαζόπουλος.
Γελά.
(Οι φίλες σου, σ’ έκαναν να γελάς;).
- Τι εννοείς; ρωτά.
- Την μια, να το παίζεις ευαίσθητη, και την άλλη, ν’ αδιαφορείς αν θίγεται το οικογενειακό σου περιβάλλον. Το δικό σου, οικογενειακό, περιβάλλον. Με τον άντρα, που εσύ, διάλεξες. Ή μήπως, έβαλαν ο φίλες σου, την βαθμολογία τους;
- Αυτό είναι που εννοώ: αν με είδες ποτέ, ως φίλη σου. Επειδή από τα λεγόμενα σου, βγαίνει, πως δεν έχω, εγκέφαλο. Δεν είμαι ικανή, να πάρω αποφάσεις.
- Όπως, δεν σ’ είδα να πάρεις την απόφαση να αλλάξεις. Να πάψεις να είσαι ασυμβίβαστη. Τα ήθελες όλα. Και να είσαι παντρεμένη. Και ν’ αδιαφορείς για μένα. Το σπίτι. Το σπίτι μας.
- Γιατί εσύ, που δεν ήθελες παιδιά;
- Μην αλλάζεις, συνεχώς, θέμα! Αναρωτιέμαι, γιατί εμείς οι δύο, παντρευτήκαμε, τελικά;
- Για να μην πηγαίνουν χαμένα, τα καλοκαίρια; ρωτά. Για να έχεις μια πλαστική, ζωντανή, κούκλα, στο κρεβάτι σου;
- Σου φέρθηκα, ποτέ, έτσι;
- Όχι.
- Αλλά –την διακόπτω, πριν συνεχίσει προφανώς- σε εξίταρε η ζωηράδα, που δεν έβρισκες σ’ εμένα. Κάτι σε μονόχνοτο, ίσως.
- Χαίρομαι που έχεις αυτογνωσία.
- Χαίρομαι, που τελικά, επιβεβαιώνομαι, πρακτικά, με αποδείξεις, πως οι γυναίκες δεν θέλουν να δείχνουν όλα τους τα αισθήματα ή όλα τους τα χαρακτηριστικά, του χαρακτήρα τους. Λες και τα φυλάνε για τον επόμενο.
- Κάθε φορά; ρωτά.
- Ακριβώς.
- Άρα, δεν θα μπορέσεις ποτέ, να έχεις, εκείνο που έλεγες, πως στερείσαι.
- Μια γυναίκα;
- Αγάπη, απαντά,
Και πριν διακοπεί η τηλεφωνική μας συνομιλία, μου λέει:
- Αναρωτιέμαι τι αισθανόσουν, όταν με κρατούσες».

Κι εγώ αναρωτιέμαι: τι αισθανόσουν, όταν σε κοιτούσα.


Ίσως αυτό να είναι, το πρόβλημα μου: Ότι αφού δεν καταδέχτηκα, ποτέ, ότι η μητέρα μου είναι μεν, έξυπνη, αλλά της αφαιρώ το δικαίωμα να παίρνει πρωτοβουλίες, “νικώντας” τον πατέρα μου, χρίζοντας την αύρα της, με ανεξάρτητη, νικηφόρα, πανοπλία, τότε, δεν θα μπορούσα, ποτέ, να ζήσω με γυναίκα, την γυναίκα μου, ενόσω εκείνη θα εκδήλωνε, δραστικά, μετά το γάμο, την ανεξάρτητη φύση της.
Βέβαια, αυτό έχει και τ’ αρνητικά του.
Επειδή, κανείς από τους δύο, δεν καταφέρνει να ικανοποιήσει τα γούστα του άλλου, όντας ο καθένας, κλεισμένος στο καβούκι, της δικής του συμπεριφοράς:
1 Η γυναίκα θέλει να βάζει χαλινάρι, στις ορμές του άντρα, χρησιμοποιώντας το σώμα της, ως όπλο. Ως εκβιαστικό μέσο, για να αρπάζει, πράγματα, ή να χρησιμοποιεί τα συναισθήματα, κατά το δοκούν.
2 Ο άντρας, όταν είναι ικανός ν’ αγαπήσει –με συμπόνια- μαθαίνει μεν, να σέβεται το σώμα της γυναίκας, την παρουσία, της γυναίκας, εξακολουθεί όμως, -επειδή ο Θεός το έχει πει- να την βλέπει, ως κατώτερη. Όχι ότι δεν θα τη σεβαστεί. Τουλάχιστον, εκείνη, πρέπει να πάψει να δείχνει τόσο δυνατή. Τόσο ανεξάρτητη. Τόσο υπεράνω των προβλημάτων. Αν φυσικά, δεν δημιουργεί κι η ίδια, ορισμένα, βαπτίζοντας τα άχαρα επιφανειακά και πρόσκαιρα, συμβάντα. Προβλήματα που δεν είναι προβλήματα!!!
Λες και η γυναίκα, έχει μυαλό, μόνο για εκείνη, ενώ ο άντρας, είναι ένα παιδί, που ποτέ δεν αποφοιτεί απ’ το σχολείο που λέγεται, ωρίμανση.
Και μετά, αναρωτιέστε, εσείς, οι γυναίκες, γιατί υπάρχει αντιπαλότητα μεταξύ των φύλων. Αφού το παίζετε συνεχώς, δυνατές, χαρακτηρίζοντας όλους τους άντρες άντρες, παιδιά. Ή μη ολοκληρωμένους χαρακτήρες, ότι κι αν κάνουν.

Αλήθεια, πιστεύετε εσείς οι γυναίκες, πως μαζί με το απολυτήριο λυκείου, σας δίνουν και ένα δίπλωμα, ωρίμανσης;
Γιατί τελευταία, μόνο δυνατές γυναίκες, συναντώ.
Παντού, τις συναντώ.
Οπουδήποτε.
Πάντα σε άμυνα.
Πάντα φιλικά.
Ετοιμοπόλεμες. Στερημένες.
Κυνικές ή επιφανειακά, ονειροπόλες. Μήπως και τυλίξουν κανέναν ευαίσθητο άντρα.
Εσείς οι γυναίκες το προκαλέσατε αυτό.
Τον αναμεταξύ μας, πόλεμο.
Που πατάτε συνεχώς, στα πόδια σας ή περιμένοντας, για πάντα, έναν υπηρέτη: να σας φυλάει τα μωρά. Να πληρώνει τα λούσα σας. Να σας λέει, πόσο ωραίες είστε, ακόμη και μετά τα σαράντα που μετανιώνετε για ολόκληρη τη ζωή σας.
Παρομοίως όπως αναζητούν οι άντρες, έστω και αργά, ποια θα τους λύσει, τα απωθημένα τους.

Επειδή οι περισσότεροι άντρες, βλέπουν, ξεχωρίζουν, μόνο σχήματα, περιφέρειες, άντε και κανένα όμορφο γυναικείο, πρόσωπο.
Τους τρίβει κάτι, συνεχώς, στο παντελόνι.
Ψάχνουν την απόκτηση του χρήματος, με κάθε τρόπο.
Το περίεργο είναι –και συγνώμη που αναφέρω τ’ Όνομα Σου, ξανά- πως τους Αφήνεις, να κάνουν ότι θέλουν, μερικοί: να χρησιμοποιούν τις γυναίκες. Να κάνουν καταχρήσεις, κάθε είδους. Να μην σέβονται κανέναν και τίποτα. Να καταπατούν τα δικαιώματα των απλών νομοταγών πολιτών. Να ψεκάζουν λαούς και εδάφη. Να λερώνουν ότι βρουν, όπως βρουν. Να εξοντώνουν τους συνταξιούχους, με την ακρίβεια. Να χρειάζεται να δουλεύεις, με μισθό, χρηματικής ικανότητας και ξοδέματος, πριν από μιάμιση, δεκαετία.
Και όλα αυτά, ελεύθερα. Αρκεί να μην Σε πολεμούν.
Δεν πειράζει που βλασφημούν, κάθε τόσο.

Είναι πραγματικά, κουραστικό, να σε απειλούν, μια ζωή.
Θα πας στην κόλαση.
Δεν θα βρεις δουλειά.
Δεν θα σου αφήσω τίποτα.

Ζώντας σε μια κοινωνία που, γέροντες, βιάζονται. Ανήλικες κολλάνε AIDS, από μετάγγιση. Εξαφανισμένα παιδιά, δεν επιστρέφουν ποτέ, στους γονείς τους. Παρόλη την διαφήμιση από τους μαστρωπούς της τηλεόρασης.
Κόσμος πεθαίνει με κρύο ή καύσωνα.
Λαοί ετοιμάζονται να σφαγούν από τους πανηλίθιους αμερικανούς.

Στο ξανάπα: τίποτα δεν δίνεται, χωρίς αντάλλαγμα, και θα τελειώσω, μ’ αυτό.
Αν θες να σ’ αγαπάει, ο Θεός, και να σε βοηθήσει, στη ζωή σου, πρέπει πρώτα ν’ ακολουθήσεις, ΑΚΡΙΒΩΣ, ότι λέει η Καινή Διαθήκη. ΠΡΕΠΕΙ να επιλέξεις τα πνευματικά, ΠΡΩΤΑ, και μετά θα ευλογηθείς.
Εννοείται για λίγες ημέρες ή λίγες εβδομάδες.
Εξάλλου, η ευλογία είναι μετά θάνατον.
Κυρίως, τώρα, πνευματικές ευλογίες, όχι πρακτικές, στην πραγματικότητα.
Πνευματικές, όπως να αγαπάς την αλήθεια, να μην είσαι τενεκές (ρώτα έναν χριστιανό, τι σημαίνει να είναι κανείς, τενεκές, ή τον παπά της γειτονιάς σου).
Να ‘χεις συμπόνια, υπομονή. Ελπίδα.
Όχι ότι δεν θα ‘ρθουν οι δοκιμασίες.
Έτσι είναι. Δεν αλλάζει.
Δεν υπάρχει χαρά και σταθερότητα, στα νιάτα. Έτσι, για να μάθεις ότι είσαι ατμός, χώμα. Ότι η ζωή είναι μικρή. Έμαθες, για όλα αυτά, τα νέα παιδιά, που διαρκώς πεθαίνουν, χωρίς λόγο. Με απίστευτες, καρδιακές προσβολές. Δίχως ιστορικό, προβληματικό, υγείας.
Φαντάζομαι ότι το παν είναι.. να σκύβεις τον σβέρκο, να σε “χτυπάει” ο καθένας. Να σε πατά. Να ξεχνάς τα όνειρα σου. Να μεγαλώνεις ανικανοποίητος, σε σημείο που να λες, ως εδώ.

ΤΕΛΟΣ



Γεράσιμος Μηνάς 2006

1 σχόλιο:

dromaki είπε...

Η αλήθεια του συγγραφέα.
Να ξέρεις όμως ότι το αντίθετο μιας βαθυστόχαστης αλήθειας μπορεί να είναι μια άλλη βαθυστόχαστη αλήθεια:))